του Ιωάννη Δήμου
Θεολόγου - Φιλολόγου
από την ιστοσελίδα του: www.sostikalogia.com
Σαφής, κατηγορηματικός και αμετάκλητος είναι ο λόγος αυτός του Κυρίου, με τον οποίον επισφραγίζεται. η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Απόκρεω. Δεν είναι λόγος ανθρώπινος, αβέβαιος και χωρίς περιεχόμενο, είναι λόγος θεϊκός, προφητικός και άξιος κάθε εμπιστοσύνης. Και πώς όχι, αφού βγήκε από το στόμα του θείου Διδασκάλου, του κατ’ εξοχήν Προφήτη, του Θεανθρώπου Κυρίου, ο Οποίος είχε δηλώσει: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι » (Ματθ.24,35).
Το ότι η κρίση θα γίνει είναι περισσότερο από βέβαιο, γιατί το είπε ο Κύριος, το προμηνύει η ακαταστασία στον κόσμο εξ αιτίας της αμαρτίας, το ζητούν οι ψυχές εκείνων που θυσιάστηκαν για το λόγο του Θεού και για τη μαρτυρία του Χριστού, με τα χαρακτηριστικά λόγια της Αποκάλυψης: «έως πότε, ο δεσπότης ο άγιος και ο αληθινός, ου κρίνεις και εκδικείς το αίμα ημών εκ των κατοικούντων επί της γης;»(Αποκ. 6,10).
Πραγματικά, οδυνηρή και δραματική η στιγμή για τους μεν, ευφρόσυνη δε για τους δε. Οι μεν, οι αμαρτωλοί δηλαδή, οι άδικοι, εκείνοι που φάνηκαν σκληροί και άσπλαχνοι προς τον πλησίον τους και δεν έδειξαν έλεος, οπότε και η κρίση θα είναι ανέλεος, σύμφωνα με τα λόγια του Ιακώβου Αδελφοθέου: «Η γαρ κρίσις ανέλεος τω μη ποιήσαντι, έλεος» (Ιακ. 2,13), απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον. Αυτοί είναι εκείνοι, που ο καθένας βέβαια με τον τρόπο του, είπαν στο Θεό «απόστα απ' εμού, οδούς σου ειδέναι ου βούλομαι», και έζησαν αμετανόητοι μακριά από το Χρίστο και την εκκλησία Του.
Αλλά, να και οι δίκαιοι, είναι οι ευλογημένοι του Ουράνιου Πατέρα, οι οποίοι έπραξαν εντελώς τα αντίθετα από τους προηγούμενους. Είναι εκείνοι, οι οποίοι σαν μοναδικό σκοπό της ζωής τους είχαν το πώς θα ζήσουν με αρετή, με αγάπη, με αγιότητα, αυτοί «έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνιού» (Απ. 7,14). Αγωνίστηκαν στη ζωή και, με τη δύναμη του Χριστού, που ζούσε μέσα τους, νίκησαν στον πνευματικό αγώνα εναντίον του ψεύδους και της πλάνης. Αυτοί θα απολαύσουν τα ουράνια εκείνα αγαθά, τα οποία «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδιαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασε ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α' Κορ. 2,9).
Χάσμα μεγάλο χωρίζει τους μεν από τους δε. «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον». Αλλά ο λόγος αυτός του Κυρίου δεν μας πληροφορεί μόνο για την έκβαση των πραγμάτων κατά την ημέρα της κρίσεως, αλλά προβληματίζει και τον καθένα ξεχωριστά για το ποια θα είναι η θέση του την ημέρα εκείνη. είναι δε σοβαρός ο προβληματισμός αυτός, γιατί, χωρίς αμφιβολία, ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί έντονα την αιωνιότητα, αφού δεν δημιουργήθηκε για το θάνατο αλλά για τη ζωή.
Πώς όμως θα αξιωθεί ο άνθρωπος να απολαύσει αυτή την αιώνια ζωή, αν προηγουμένως δεν εξασφαλίσει τη δικαίωση αυτού μπροστά στον αδέκαστο Κριτή; Πώς θα ήταν λογικό να πάει κανείς στον Παράδεισο μαζί με τις αμαρτίες του; Ποιος θα το θεωρούσε σωστό να πάει σε μία επίσημη δεξίωση ρακένδυτος και απεριποίητος; Εάν σε τέτοιες επίγειες συνάξεις οι άνθρωποι είναι επιμελείς, όσον αφορά στην εξωτερική τους εμφάνιση, πώς δεν θα πρέπει να είναι επιμελέστεροι, όταν πρόκειται για την ουράνια παστάδα, όπου όλα αστράφτουν από αρετή και αγιότητα, «όπου ήχος καθαρός εορταζόντων», όπου εκεί δεν έχει θέση τίποτε το ακάθαρτο; «Εν ταις λαμπρότησι των αγίων σου πως εισελεύσομαι ο ανάξιος; εάν γαρ τολμήσω συνεισελθείν εις τον νυμφώνα, ο χιτών με ελέγχει, ότι ουκ έστι του γάμου, και δέσμιος εκβαλούμαι υπό των αγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τον ρύπον της ψυχής μου και σώσον με ως φιλάνθρωπος».
Με τα λόγια αυτά ο υμνωδός της Εκκλησίας, ο οποίος είχε κατανοήσει την αμαρτωλότητά του, την αναγκαιότητα του αγιασμού του και την φιλανθρωπίαν του Θεού, απευθύνεται στον Ουράνιο Δεσπότη και ζητάει τη δικαίωση του και τη σωτηρία του. Είναι πράγματι αναγκαία και επιτακτική η δικαίωση μας και ο καθαρισμός μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β' Κορ. 7,1), είναι απαραίτητος ο αγιασμός «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12,14). Είναι τέλος, απαραίτητα τα έργα και οι εκδηλώσεις της αγάπης, διότι έτσι εκδηλώνεται η ζωντανή και αληθινή πίστη.
Βέβαια ο αγώνας για τη δικαίωση και τη ζωή είναι δύσκολος και συνοδεύεται από θυσίες και σταυρούς αλλά συγχρόνως ένδοξος, ωραίος και γεμάτος ελπίδα για την τελική νίκη. «Μείζων εστίν ο εν υμίν η ο εν τω κοσμώ» (Α' Ιωάν. 4,4), γράφει ο μαθητής της αγάπης για να ενισχύσει τους πιστούς, ο δε Παύλος βεβαιώνει ότι ο Χριστός «παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών» (Ρωμ. 4,25). Τα μέσα του αγιασμού είναι πολλά και ο καρπός του Πνεύματος προσφέρεται πλούσια σε όσους συμμετέχουν στη ζωή του Χριστού. Έτσι η κρίση, για την οποία έγινε λόγος, παύει να είναι άλυτο πρόβλημα, γιατί «ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε ψυχάς ανθρώπων απολέσαι, αλλά σώσαι» (Λουκ. 9,56).
Τα ειδωλόθυτα της Κορίνθου
Διάκριση ελευθερίας
Στην Κόρινθο οι πιστοί ήταν διχασμένοι για ένα θέμα που νόμιζαν ότι ήταν πολύ σημαντικό για τη ζωή τους. Ήταν το ζήτημα των ειδωλοθύτων. Άλλοι δηλαδή αγόραζαν από τα κρεοπωλεία κρέατα που προέρχονταν από ειδωλολατρικές θυσίες και τα έτρωγαν, επειδή πίστευαν ότι οι θεοί των ειδώλων ήταν ανύπαρκτοι. Άλλοι όμως, ευαίσθητοι συνειδησιακά, δεν τα έτρωγαν επειδή, τα θεωρούσαν ιερά. Ο απόστολος Παύλος λοιπόν ξεκαθαρίζει το ζήτημα και παίρνει αφορμή για να διδάξει γενικότερες αλήθειες.
Δεν είναι το φαγητό, λέει, που μας καθιστά ενάρετους. Διότι ούτε εάν φάμε προοδεύουμε στην αρετή, ούτε εάν δεν φάμε υστερούμε. Προσέχετε όμως, λέει, μήπως το δικαίωμα αυτό που έχετε να τρώτε απ’ όλα τα κρέατα, ακόμη κι από τα ειδωλόθυτα, γίνει αιτία να αμαρτήσουν οι αδελφοί σας που είναι αδύναμοι στην πίστη. Διότι, αν κανείς απ’ αυτούς σας δει να κάθεστε στο τραπέζι κάποιου ναού των ειδώλων, θα παρασυρθεί και θα τρώει ειδωλόθυτα νομίζοντας ότι τρώει κάτι ιερό. Κι έτσι σιγά-σιγά θα παρασυρθεί στην ειδωλολατρία εξαιτίας της δικής σας στάσεως και θα χάσει την ψυχή του. Αλλά για την σωτηρία του αδελφού σας αυτού ο Χριστός θυσίασε τη ζωή του.
Βέβαια το ζήτημα αυτό που θίγει ο απόστολος Παύλος δεν υφίσταται στην εποχή μας. Και ίσως νομίζουμε ότι δεν μας αφορά. Αν το προσεγγίσουμε όμως λίγο βαθύτερα, θα δούμε ότι πέρα από τα φαινόμενα, το όλο πρόβλημα της Κορίνθου αποκαλύπτει ένα διαχρονικό πρόβλημα των πιστών: ότι μέσα στην Εκκλησία δεν έχουμε όλοι οι πιστοί την ίδια συνείδηση, την ίδια καλλιέργεια, τις ίδιες εμπειρίες και δυνάμεις. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι κι ούτε μπορούμε να γίνουμε. Έχουμε βέβαια όλοι τον ίδιο Κύριο, είμαστε μέλη της ίδιας Εκκλησίας, έχουμε όμως διαφορετικούς χαρακτήρες, διαφορετικούς τρόπους βιώσεως της εν Χριστώ ζωής. Πρέπει λοιπόν να βλέπουμε με κατανόηση τη διαφορετικότητα των άλλων. Μη βάζουμε ως κριτήριο πνευματικότητας τον εαυτό μας και μη απαιτούμε να γίνουν όλοι όπως είμαστε εμείς. Θα πρέπει όλοι μας να αποκτήσουμε τη μεγάλη αρετή της διακρίσεως. Να κατανοούμε όλους με αγάπη, ευαίσθητους και δυνατούς, αρχάριους και σταθερούς. Χωρίς να καταδικάζουμε κανένα και χωρίς να απαιτούμε τίποτε. Να ζούμε όπως μας καθοδηγεί ο Πνευματικός μας και να μην ασχολούμαστε με τους άλλους πιστούς, πώς ζουν, πώς συμπεριφέρονται, τι κάνουν.
Διάκριση αγάπης
Ο απόστολος Παύλος λοιπόν έρχεται και επεξηγεί και καθορίζει πόσο σοβαρό είναι το αμάρτημα του σκανδαλισμού των ασθενέστερων. Κάνετε πολύ μεγάλο αμάρτημα, λέει, με το οποίο βλάπτονται πολύ οι αδελφοί. Πληγώνετε σκληρά την ευαίσθητη συνείδησή τους. Αλλά συγχρόνως αμαρτάνετε και προς τον Χριστό, ο Οποίος πέθανε για να σώσει τους αδελφούς αυτούς. Γι’ αυτό λοιπόν, συνεχίζει, εάν αυτό που τρώω γίνεται αιτία σκανδάλου και αμαρτίας στον αδελφό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιοδήποτε είδος κρεάτων, για να μη σκανδαλίσω τον αδελφό μου. Για τους αδύνατους αδελφούς έκανα και εξακολουθώ να κάνω θυσίες των δικαιωμάτων μου. Δεν είμαι Απόστολος έχοντας ίσα δικαιώματα με τους άλλους Αποστόλους; Και η σφραγίδα με την οποία πιστοποιείται επίσημα το αποστολικό μου αξίωμα, με τη χάρη του Κυρίου, είστε εσείς, τους οποίους οδήγησα στον Χριστό.
Ο απόστολος Παύλος στο δεύτερο αυτό τμήμα του ιερού αναγνώσματος μας λέει κάτι πολύ μεγάλο: ότι θα πρέπει για να την αγάπη των αδελφών μας να θυσιάζουμε ακόμη και νόμιμα δικαιώματά μας, προκειμένου να μη σκανδαλίζουμε τους ευαίσθητους αδελφούς μας. Να έχουμε δηλαδή διάκριση αγάπης. Και τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ας αναφέρουμε παραδείγματα για να το κατανοήσουμε. Κάποιοι επειδή είναι άρρωστοι, έχουν οδηγία από τον γιατρό τους να μην τηρούν απολύτως την καθιερωμένη νηστεία αλλά να τρώνε κάποιες τροφές. Διάκριση αγάπης εκ μέρους τους σημαίνει να μην καταλύουν τη νηστεία σε δημόσιους χώρους, διότι ο άλλος δεν ξέρει ότι έχουν λόγους υγείας και τρώνε αρτύσιμες τροφές, και σκανδαλίζεται. Άλλοι πάλι έχουν δικαίωμα να οδηγήσουν κάποιον στο δικαστήριο για μια αδικία που τους έκανε. Δεν κάνουν όμως χρήση του δικαιώματός τους αυτούς για να μη σκανδαλίσουν όσους δεν ξέρουν την αδικία που υπέστησαν. Έχουν άλλοι οδηγία από τον Πνευματικό τους σε κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα να ενεργούν διαφορετικά απ’ ό,τι οι άλλοι. Δεν πρέπει αυτό να το διατυμπανίζουν και να το προτείνουν ως κανόνα ζωής για όλους. Κι έτσι να πληγώνουν τις συνειδήσεις των άλλων.
Καθετί που κάνουμε να σκεφτόμαστε αν θα ωφελήσει τους γύρω μας, ακόμη κι όταν δεν είναι αμαρτωλό. Και να θυσιάζουμε, είπαμε, ακόμη και νόμιμα δικαιώματά μας σε θέματα καθημερινής ζωής και συμπεριφοράς, για την αγάπη των αδελφών μας. Για να μη σκανδαλισθούν οι αδελφοί μας. Αυτό είναι ύψος και πλάτος αγάπης. Αυτό έκανε ο θείος Παύλος, αυτό έκαναν όλοι οι άγιοι. Το ίδιο να κάνουμε κι εμείς.
Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου