«Που έχομεν τα μάτια μας», λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου. (Πράξεων των Αποστόλων: Κ.16 – 18, 28 – 36)
«Προσέχετε ουν…».
Είναι αληθώς συγκινητική η συνάντησις αυτή του Αποστόλου Παύλου με τους πρεσβυτέρους της Εφέσου. Τους υπενθυμίζει με θερμότητα ψυχής τους αγώνας του, τας συμβουλάς του, τα δάκρυα που έχυσε. Έπειτα τους επισημαίνει τους κινδύνους που θα διατρέξη η Εκκλησία από τους ψευδοδιδασκάλους, που σαν «λύκοι βαρείς» θα θελήσουν να βλάψουν τους πιστούς. Τους παρακαλεί δι’ αυτό με φωνήν παλλομένην από συγκίνησιν, να προσέχουν. Να προσέχουν και τον εαυτόν των. Πώς θα συμπεριφέρωνται, τι θα διδάσκουν. Αλλά να προσέχουν και τους πιστούς, επί των οποίων το Πνεύμα το Άγιον τους ετοποθέτησε ποιμένας. Ευθύς δε αμέσως, μετ’ ολίγας γραμμάς σημειώνει πάλιν: «Διό γρηγορείτε».
Μίαν βασικήν και θεμελιώδη αρετήν του Χριστιανού επισημαίνει σήμερον ο Απόστολος Παύλος, αγαπητέ. Την προσοχήν. Την άγρυπνον δηλαδή εκείνην εσωτερικήν του ανθρώπου διάθεσιν, με την οποίαν παρακολουθεί ούτος όλας τας εκδηλώσεις της ζωής του. Και εις τας πονηράς ημέρας που ζώμεν, η προσοχή αυτή είναι απολύτως απαραίτητος προυπόθεσις νίκης εις τον αγώνα μας. Χρήσιμον λοιπόν θα είναι να αφιερωθή το σημερινόν κήρυγμα του φυλλαδίου μας εις το θέμα αυτό της προσοχής.
1. Η απειλή.
Θα ρωτήσετε, ίσως, τι απειλούνται. Πολλά και μεγάλα. Η ορθή πίστις πρώτα. Παρελάβομεν μίαν πίστιν καθαράν και γνησίαν, την ορθόδοξον. Μας την παρέδωσαν με αφαντάστους θυσίας οι αγωνισταί της Εκκλησίας μας, μεταξύ των οποίων είναι και οι σήμερον εορταζόμενοι 318 Θεοφόροι Πατέρες της Α’ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου. Θησαυρός η πίστις αυτή. Και όμως κινδυνεύει. Κινδυνεύει από τους «βαρείς λύκους», όπως τους ονόμασεν ο Απόστολος Παύλος, τους αιρετικούς, τους ψευδοδιδασκάλους, οι οποίοι και εις τας ημέρας μας κυκλοφορούν με πανουργίαν και δολιότητα, δια να παραπλανήσουν τους Χριστιανούς και να τους απομακρύνουν από την Εκκλησίαν και την αλήθειαν.
Κινδυνεύει έπειτα η ψυχή μας, η αρετή του Χριστιανού. Διερχόμεθα μίαν περίοδον ηθικής κρίσεως. Η αμαρτία και ο διάβολος κινούνται με σύστημα και δραστηριότητα δια να υποτάξουν το ψυχικόν μας φρούριον. Αυτόν τον κίνδυνον θέλει να υπογραμμίση ο Απόστολος Πέτρος, όταν γράφη: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος, περιπατεί ζητών τίνα καταπίη». Λιοντάρι αγριεμένο ο διάβολος, που με μανία γυρίζει παντού, δια να συλλάβη το ανύποπτο θύμα του. Η πίστις, λοιπόν, και η ψυχή μας κινδυνεύουν. Και δεν έχει ο άνθρωπος κανέναν άλλον θησαυρόν μεγαλύτερον από αυτά.
2. Το απατηλό κάλυμμα.
Και ο κίνδυνος γίνεται μεγαλύτερος, διότι έρχεται καμουφλαρισμένος, με απατηλό κάλυμμα. Δεν φαίνεται στην αρχή τι θέλει. Ιδίως η αμαρτία. Χρησιμοποιεί τόσες προσωπίδες! Αρχίζει με την πρόφασιν ότι δήθεν είναι αυστηρά και απηρχαιωμένη η Εκκλησία. Χρειαζόμεθα, σου λέγουν, έναν Χριστιανισμόν συγχρονισμένον. Σύμφωνον με τας νέας αντιλήψεις, με το νέον πνεύμα της ζωής. Και λέγοντας αυτά εννοούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, μίαν συμμαχίαν της αμαρτίας με την Εκκλησίαν. Να υποχωρήση ο Θεός και να νικήση ο διάβολος. Έτσι ακούτε να υποστηρίζουν. Να, αι κοινωνικαί σχέσεις, απαιτούν τον α’ ελιγμόν. Η φύσις της εργασίας μάς ζητεί την β’ υποχώρησιν. Η επαγγελματική μου ανάγκη με υποχρεώνει εις τον γ’ συμβιβασμόν. Η εποχή και αι σύγχρονοι ιδέαι υπαγορεύουν την δ’ τακτικήν. Και στο τέλος τι μένει; Ένας Χριστιανισμός χωρίς ψυχήν. Μερικά κόκκαλα πεταμένα στην άκρη. Αυτό θέλει βέβαια η αμαρτία, να νεκρώση την αντίστασιν. Και, επειδή δεν ημπορεί κατ’ ευθείαν, ενεργεί κεκαλυμμένα. Κάνει ό,τι γίνεται πολλές φορές στον πόλεμο. Είναι γνωστόν ότι συχνά οι στρατοί καταλαμβάνουν υψώματα με τεχνάσματα. Κάποτε εις έναν πόλεμον οι στρατιώται μιας διμοιρίας εντύθησαν την νύκτα με άσπρα σενδόνια, έβγαλαν τα άρβυλά των, εκάλυψαν τα πόδια των με τσουβάλια, δια να μη κάνουν θόρυβο στο χιόνι, και σιγά σιγά, ντυμένοι έτσι στα λευκά, αθέατοι μέσα στη λευκότητα του χιονιού, έφθασαν στα χαρακώματα των εχθρών και τους έπιασαν να κοιμώνται. Επήραν έτσι το ύψωμα, χωρίς να στάξη σταγόνα αίματος. Το ίδιο κάνει και η αμαρτία. Μεταμορφώνεται, και κατακτά τα ψυχικά υψώματα με τεχνάσματα πονηρίας. Ύστερα πια όλα είναι χαμένα. Αιχμάλωτη η ψυχή στα χέρια της αμαρτίας, του πλέον σκληρού και απαισίου τυράννου. Αιχμάλωτη!
3. Η άμυνα.
Εμπρός εις τον σοβαρόν αυτόν κίνδυνον επιβάλλεται ο Χριστιανός να αμυνθή. Και η καλυτέρα άμυνα είναι η προσοχή. Ο σκοπός είναι να προλάβωμεν το κακόν. Να μη καταλάβη ο εχθρός την ψυχή μας. Να μη μας αιχμαλωτίσει η αμαρτία. Δι’ αυτό διδάσκει ο ίδιος ο Κύριος: «Προσέχετε εαυτοίς, μήποτε βαρηθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιοτικαίς». Προσέχετε μήπως καμφθούν αι καρδίαι σας από την αμαρτίαν, και στο τέλος γίνετε παίγνιον του διαβόλου.Δια τον λόγον αυτόν και ο Απόστολος Παύλος συμβουλεύει τον μαθητή του Τιμόθεον και του παραγγέλλει: «Συ δε νήφε εν πάσι». Πρόσεχε, του λέγει, αγρύπνως εις όλα.
Είναι ανάγκη, αγαπητέ, να επιμείνωμεν εις το σημείον αυτό. Αν από την αρχή προσέξωμεν, ο εχθρός δύσκολα θα μας νικήση. Θα συναντά παντού το άγρυπνο μάτι μας και θα υποχωρή. Αν όμως αρχίσωμεν σιγά σιγά και εις τα μικρά να μη προσέχωμεν, να υποχωρούμεν, τότε ο κίνδυνος είναι μέγιστος. Έτσι πολλοί στη ζωή των ενικήθησαν. Δεν επρόσεξαν στην αρχή. Έκαμαν την πρώτην υποχώρησιν, τον πρώτον συμβιβασμόν. Αυτό ήτο. Έπειτα άρχισε το κατρακύλισμα. Είναι πολύ παραστατικός ο μύθος εκείνος του Αισώπου, κατά τον οποίον ένας ξυλοκόπος μπήκε κάποτε σ’ ένα δάσος και εζήτησεν από τα δένδρα να του δώσουν μια μικρούλα λεύκα που του χρειαζόταν. Τα δένδρα του την έδωσαν ευχαρίστως. Πόσο όμως μετάνοιωσαν αργότερα, όταν είδαν ότι ο ξυλοκόπος, με τη λεύκα αυτή έκαμε το τσεκούρι του και άρχισε να ρίχνη κατάχαμα τα καλύτερα δένδρα του δάσους!
Το ίδιο παθαίνομε κι εμείς. Δεν προσέχομε στα μικρά και υποχωρούμε. Σε λίγο αυτά τα μικρά γίνονται στυλιάρι, που προσαρμόζεται στο τσεκούρι του διαβόλου και συντρίβει κατόπιν της ψυχής μας τα ωραιότερα δένδρα.
Έτσι γίνεται στη ζωή. Ο νεαρός μαθητής του Γυμνασίου παραδείγματος χάριν αρχίζει από το τσιγάρο, προχωρεί μετά στο χαρτοπαίγνιο, κάμνει εν συνεχεία ένα βήμα προς τα ποτά, ακολουθούν κατόπιν οι παρέες. Σιγά σιγά όλα αυτά. Στο τέλος γίνεται ένας αιχμάλωτος στο άρμα του κακού. Μόνος του έβαλε την πρώτη σπίθα. Σήμερα η πυρκαγιά του κατέστρεψε την ευτυχία. Αν επρόσεχε στην αρχή!
Το ίδιο γίνεται και με την κοπέλα. Σιγά σιγά αρχίζουν αι απροσεξίαι. Για να μην είναι ακοινώνητη, εμπρός οι παρέες, οι νεώτεροι χοροί, οι γνωριμίες, οι κοινές εκδρομές, η πλαζ και η συνέχεια… Ας μην προχωρήσωμεν όμως… Στο τέλος γίνεται ένα κουρέλι θλιβερό. Αν επρόσεχε στην αρχή, σήμερα δεν θα θρηνούσε.
Πόσον μεγάλες αυτές οι αλήθειες! Πόσον μεγάλες!
4. Σταυρός ή ημισέληνος;
Γνωρίζομεν όλοι πώς έπεσεν η Κωνσταντινούπολις το 1453. Οι πολιορκημένοι είχαν οχυρώσει τα πάντα. Όλες οι επάλξεις είχαν επανδρωθή. Όλες οι πόρτες είχαν κλεισθή. Ο Μωάμεθ επανειλημμένως επετέθη, αλλά δεν κατόρθωσε να τους υποτάξη. Αλλοίμονον όμως! Μια μικρή πλαγία πόρτα, γνωστή ως Κερκόπορτα, είχε μείνει ανοιχτή. Πώς έμεινεν άραγε; Κατά λάθος; Προδοσία; Κανείς δεν έμαθε. Έφθασεν όμως αυτό για να πέση η βασιλεύουσα. Σε λίγο εκυμάτιζεν, αντί του Σταυρού, η ημισέληνος στο Ναό της Αγίας Σοφίας. Έτσι εχάσαμε την Πόλι…
Αδελφέ,
Δεν πρέπει να χάσωμεν με κανένα τρόπο τον θησαυρόν μας, την ψυχήν μας, που είναι αγορασμένη όχι με αργύριον και χρυσάφι, αλλά με αίμα του Κυρίου, με την θυσίαν του Σταυρού. Οι κίνδυνοι βέβαια είναι πολλοί. Αλλά και η βοήθεια του Κυρίου είναι μεγάλη. Μεγαλυτέρα από την αντίδραση του διαβόλου. «Μείζων εστίν ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμω», βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Αν προσέχωμεν και ημείς από την αρχήν και φρουρώμεν την ψυχήν μας, τότε η νίκη μας θα είναι βεβαία. Ο θησαυρός της πίστεώς μας της αληθινής και της ψυχής μας της αιωνίου δεν θα πέση στα χέρια των εχθρών μας. Εις την υψηλοτέραν τότε κορυφήν του ψυχικού μας ναού θα στηθή ακτινοβολούν το αιώνιον σύμβολον των αγώνων και νικών, ο Σταυρός!
Να δώση ο Θεός!
Αγαπητοί, ήταν κάποτε ένας βασιλεύς της Ανατολής, προς τον οποίον παρουσιάσθη κάποιος από τους υπηκόους του και τον ηρώτησε πώς θα κατορθώση να αποφύγη τους πειρασμούς της ζωής. Την άλλην ημέραν ο βασιλεύς εκάλεσε τον άνθρωπον αυτόν. Σ’ ένα τραπέζι ήτο ένα δοχείον γεμάτο λάδι έως τα χείλη. «Θα πάρης, του λέγει ο βασιλεύς, αυτό το δοχείο. Θα γυρίσης στην πόλη. Πρόσεξε, δεν θα χυθή ούτε μία σταγόνα. Θα σε παρακολουθούν δύο στρατιώται με τα ξίφη των. Άμα χυθή και το ελάχιστον, θα αποκεφαλισθής. Τώρα πηγαίνετε…
Ο ταλαίπωρος επήρε το δοχείον. Ήτο ημέρα εορτής. Οι δρόμοι και αι πλατείαι γεμάται κόσμον. Ο άνθρωπος μας προχωρεί και κρατεί το δοχείο με το λάδι. Με τι όμως προσοχήν! Δεν εχύθη ούτε μία σταγόνα.
─Τι γίνεται εις την πόλιν; τον ηρώτησεν ο βασιλεύς, όταν επέστρεψεν. Ποιούς είδες στον δρόμο; ─Κανένα, Μεγαλειότατε. Εκοίταζα το λάδι, τίποτε άλλο δεν είδα. ─Ιδού, λέγει σοβαρά ο βασιλεύς. Ιδού το μέσον δια να αποφύγης τους πειρασμούς. Να προσέχης την ψυχή σου, να προσηλώνης το βλέμμα σου εις τον Θεόν. Τότε μη φοβήσαι. Όλοι οι πειρασμοί γύρω δεν θα μπορέσουν να σε παρασύρουν.
Αγαπητέ μου,
Και σήμερα κόσμος γύρω μας. Πειρασμοί, τραγούδια απατηλά, προκλήσεις, τεχνάσματα του διαβόλου, φωνές σειρήνων… Πού έχομε τα μάτια μας και την προσοχήν μας;
Στην ψυχήν μας;
Στον Θεόν;
Αν ναι, μη φοβώμεθα. Θα νικήσωμεν. Αν όμως όχι, τότε… Αλήθεια, πού έχομεν τα μάτια μας;
Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 40 και εξής.Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς.
Πηγή:http://www.orp.gr/?p=969
Share This
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου