«Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν;…» (Πράξ. 1,11)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου. Ποιό εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἡμέρας; Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ, νὰ μὲ καταλάβουν ὅλοι, νὰ μὴν εἶνε τὸ κήρυγμα «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» (Ματθ. 3,3).
* * *
Πέρασαν σαράντα μέρες ἀφ᾽ ὅτου ὁ Κύριός μας ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Ἐμφανίστηκε σὲ πολλούς. Οἱ μαθηταὶ τὸν εἶδαν νὰ τοὺς εὐλογῇ, τὸν ἄκουσαν, τὸν ψηλάφησαν. Κι αὐτὸς ἀκόμα ὁ Θωμᾶς ἀναγκάστηκε νὰ πῇ «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28). Στὶς σαράντα μέρες, τοὺς εἶπε νὰ συγκεντρωθοῦν στὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἕνα βουναλάκι σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα. Ἐκεῖ μαζεύτηκαν. Ἦταν ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Φίλιππος, ὁ Θωμᾶς, ὁ Βαρθολομαῖος, ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτής, καὶ ὁ Ἰούδας Ἰακώβου. Μαζί τους ἦταν οἱ μυροφόρες, ἡ Μαρία ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου ὅπως βλέπουμε στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως, καὶ οἱ λεγόμενοι ἀδελφοί του (βλ. Πράξ. 1,13-14).
Καθὼς περίμεναν, ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται μπροστά τους, τοὺς μιλάει, δίνει τὶς τελευταῖες παραγγελίες, τοὺς εὐλογεῖ, καὶ τότε ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους― ἔγινε θαῦμα. Ἐνῷ τὸν ἔβλεπαν, τὰ πόδια του τὰ ἅγια, ποὺ εἶχαν βαδίσει χιλιόμετρα νὰ βροῦν τὸ πλανεμένο πρόβατο, τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ ἀκόμα εἶχαν νωπὰ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν τοῦ σταυροῦ, ἄρχισαν νὰ μὴν πατοῦν πιὰ τὴ γῆ ἀλλὰ νὰ ὑψώνωνται…
Εἶδα κάποτε ἀετὸ καθισμένο σ᾽ ἕνα βράχο στὰ ψηλὰ βουνὰ τῶν Γρεβενῶν –χρυσάετος ἦταν– καὶ τὸν θαύμαζα. Καὶ ξαφνικὰ τὸν βλέπω ν᾽ ἀνοίγῃ τὶς φτεροῦγες του τὶς μεγάλες καὶ νὰ πετάῃ. Κ᾽ ἔμεινα νὰ τὸν κοιτάζω νὰ ὑψώνεται στὸν αἰθέρα, ν᾽ ἀνεβαίνῃ ψηλά, πολὺ ψηλά, μέχρι ποὺ ἔγινε σὰν μιὰ τελεία, καὶ τέλος ἐξαφανίστηκε στὸ ἄπειρο. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός· ἀετὸ τὸν ὀνομάζει ἡ Ἀποκάλυψις (12,14). Ἐκεῖνος λοιπόν, ποὺ ἔδωσε τὴ δύναμι στὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν, δὲν θά ᾽χε κι ὁ ἴδιος τὴ δύναμι αὐτή;
Ὁ Χριστὸς ―γιὰ νὰ μεταχειριστοῦμε σύγχρονη γλῶσσα―, σὰν τὸ ἀεροπλάνο ποὺ ἀποσπᾶται ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀπογειώθηκε. Καὶ οἱ μαθηταὶ τὸν κοίταζαν τὸν κοίταζαν ποὺ ὑψωνόταν. «Ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν» ὁ Κύριος σὰν σήμερα «καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Μᾶρκ. 16,19). Τότε ἐμφανίστηκαν δύο ἄγγελοι καὶ τοὺς εἶπαν· Τί στέκεστε κοιτάζοντας στὸν οὐρανό; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἀναλήφθηκε, ὅπως τὸν εἴδατε ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἔτσι θὰ ἔρθῃ πάλι.
Ναὶ θὰ ἔρθῃ. Τὸ σκεφτήκαμε; ―Ποιός θὰ ἔρθῃ! παραμύθια μᾶς λὲς τώρα;… Ναὶ θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος «μετὰ δόξης» (Ματθ. 24,30. Σύμβ. πίστ. 7) μεγάλης, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, νὰ κρίνῃ ὅλη «τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (Πράξ. 17,31). Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος· χαρὰ στοὺς δικαίους, λύπη στοὺς ἁμαρτωλούς.
Καθὼς περίμεναν, ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται μπροστά τους, τοὺς μιλάει, δίνει τὶς τελευταῖες παραγγελίες, τοὺς εὐλογεῖ, καὶ τότε ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους― ἔγινε θαῦμα. Ἐνῷ τὸν ἔβλεπαν, τὰ πόδια του τὰ ἅγια, ποὺ εἶχαν βαδίσει χιλιόμετρα νὰ βροῦν τὸ πλανεμένο πρόβατο, τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ ἀκόμα εἶχαν νωπὰ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν τοῦ σταυροῦ, ἄρχισαν νὰ μὴν πατοῦν πιὰ τὴ γῆ ἀλλὰ νὰ ὑψώνωνται…
Εἶδα κάποτε ἀετὸ καθισμένο σ᾽ ἕνα βράχο στὰ ψηλὰ βουνὰ τῶν Γρεβενῶν –χρυσάετος ἦταν– καὶ τὸν θαύμαζα. Καὶ ξαφνικὰ τὸν βλέπω ν᾽ ἀνοίγῃ τὶς φτεροῦγες του τὶς μεγάλες καὶ νὰ πετάῃ. Κ᾽ ἔμεινα νὰ τὸν κοιτάζω νὰ ὑψώνεται στὸν αἰθέρα, ν᾽ ἀνεβαίνῃ ψηλά, πολὺ ψηλά, μέχρι ποὺ ἔγινε σὰν μιὰ τελεία, καὶ τέλος ἐξαφανίστηκε στὸ ἄπειρο. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός· ἀετὸ τὸν ὀνομάζει ἡ Ἀποκάλυψις (12,14). Ἐκεῖνος λοιπόν, ποὺ ἔδωσε τὴ δύναμι στὰ πουλιὰ νὰ πετοῦν, δὲν θά ᾽χε κι ὁ ἴδιος τὴ δύναμι αὐτή;
Ὁ Χριστὸς ―γιὰ νὰ μεταχειριστοῦμε σύγχρονη γλῶσσα―, σὰν τὸ ἀεροπλάνο ποὺ ἀποσπᾶται ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀπογειώθηκε. Καὶ οἱ μαθηταὶ τὸν κοίταζαν τὸν κοίταζαν ποὺ ὑψωνόταν. «Ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν» ὁ Κύριος σὰν σήμερα «καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Μᾶρκ. 16,19). Τότε ἐμφανίστηκαν δύο ἄγγελοι καὶ τοὺς εἶπαν· Τί στέκεστε κοιτάζοντας στὸν οὐρανό; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἀναλήφθηκε, ὅπως τὸν εἴδατε ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἔτσι θὰ ἔρθῃ πάλι.
Ναὶ θὰ ἔρθῃ. Τὸ σκεφτήκαμε; ―Ποιός θὰ ἔρθῃ! παραμύθια μᾶς λὲς τώρα;… Ναὶ θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος «μετὰ δόξης» (Ματθ. 24,30. Σύμβ. πίστ. 7) μεγάλης, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων, νὰ κρίνῃ ὅλη «τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (Πράξ. 17,31). Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος· χαρὰ στοὺς δικαίους, λύπη στοὺς ἁμαρτωλούς.
* * *
Αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ τῆς ἑορτῆς. Ἀπ᾽ ὅλα ὅσα εἴπαμε ἂς προσέξουμε ἕνα· ὅτι οἱ μαθηταὶ καὶ ἡ Παναγία ἔμειναν νὰ κοιτάζουν πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὸν οὐρανό. Δὲν κοίταζαν χαμηλά, στὴ γῆ· κοίταζαν ψηλά. Τί σημαίνει αὐτό;
Ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, ποὺ ἔκανε ὁ Θεός, τὰ ζῷα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾽ ἔχουν τὸ κεφάλι σκυμμένο κάτω. Μόνο ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε νὰ περπατάῃ ὄρθιος. Πολλοὶ εἰδικοὶ λένε ὅτι αὐτὸ εἶνε ἕνα θαῦμα. Καὶ ἡ λέξι ἄνθρωπος, ἂν τὴν ἀναλύσουμε ἐτυμολογικῶς, τί σημαίνει; Εἶνε σύνθετη· σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖνο ποὺ ἄνω θρώσκει, τείνει πρὸς τὰ ἐπάνω. Βλέπει ψηλά, διότι πλάστηκε γιὰ τὰ οὐράνια.
Λένε γιὰ κάποιον ἄθεο ὅτι ζητοῦσε ἀποδείξεις. Ὅταν νύχτωσε, ἕνας φίλος του τοῦ ᾽δειξε τὰ ἀμέτρητα ἄστρα καὶ τὸν ρώτησε· Ποιός τὰ ἔκανε ὅλ᾽ αὐτά;… Μιὰ ἀπάντησις ὑπάρχει, καμμία ἄλλη· ὁ Θεός! Κοίτα ἐπάνω λοιπόν, τὸ στερέωμα, καὶ θὰ πεισθῇς ὅτι ὑπάρχει Θεός· «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2).
Ἕνας Γερμανὸς ποιητὴς εἶδε μιὰ μέρα ἕνα κοπάδι χοίρους νὰ μπαίνουν στὸ δάσος. Οἱ χοῖροι ἀγαποῦν τὰ βελανίδια· ὥρμησαν λοιπὸν κ᾽ ἔτρωγαν λαίμαργα ἀπ᾽ αὐτά, ποὺ ἦταν στρωμένο τὸ ἔδαφος. Καὶ ὁ ποιητὴς μὲ γλῶσσα γλαφυρὴ παρατηρεῖ· Ὅταν βγῆκαν ἀπ᾽ τὸ δάσος, κανένας τους δὲ γύρισε πάνω νὰ κοιτάξῃ τὴ βελανιδιὰ νὰ τῆς πῇ, Σ᾽ εὐχαριστῶ!… Τέτοιοι εἴμαστε καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, καὶ μὴ φανῇ προσβλητικὴ ἡ παρομοίωσις· ὁ Χριστός μας χαρακτηρίζει ἔτσι ὡρισμένους ἀνθρώπους· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6). Ἔτσι εἶνε· ἀπολαμβάνουμε μύρια ἀγαθά, μὰ δὲν ὑψώνουμε τὰ μάτια νὰ ποῦμε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
Μήπως ὑπερβάλλω; Ὁρίστε· σηκώνεσαι τὸ πρωί, βλέπεις τὸν ἥλιο νὰ βγαίνῃ λαμπρός· πὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός», «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (Μεγ. Δοξ.). Τίποτα. Βγαίνεις, πᾷς στὴ δουλειά· παρακάλεσε τὸ Θεό, συνήθισε νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Οὔτε ἕνα σταυρό. Ἔρχεται μεσημέρι, κάθεσαι στὸ τραπέζι, ἔχεις ὅλα τὰ ἀγαθά· κάνε μιὰ προσευχή. Τίποτα, χωρὶς εὐχαριστῶ. Πίνεις τὸ νερό, εὐχαριστῶ δὲ λές· τρῶς τὸ ψωμί, εὐχαριστῶ δὲ λές· σὰν τὸ χοῖρο, χοιρώδης κατάστασις. Ἔννοια σας· θὰ ἔρθῃ πεῖνα, μεγάλη πεῖνα, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι.
Ποῦ ᾽νε τὰ παλιὰ τὰ χρόνια! Ἐγὼ θυμοῦμαι στὸ χωριό μου, γύρω στὸ 1910, κάτι γέρους ποὺ δὲν πῆγαν σὲ σχολειά, οὔτε λύκεια οὔτε πανεπιστήμια. Προτοῦ νὰ πιοῦν τὸ ποτήρι τὸ νερὸ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Εἴδατε τώρα κανένα νὰ τὸ κάνῃ; Γι᾽ αὐτὸ σᾶς λέω· ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ καὶ τὸ νερὸ θὰ λείψῃ, θὰ στερέψουν καὶ θὰ στεγνώσουν πηγὲς καὶ βρύσες, ποτάμια καὶ λίμνες· τὸ νεράκι θὰ γίνῃ δυσεύρετο. Καὶ τότε ἕνα ποτήρι νερὸ – μιὰ λίρα! κι ὅπως προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μιὰ χούφτα ἀλεύρι – μιὰ χούφτα χρυσάφι. Θὰ τιμωρηθοῦμε γι᾽ αὐτὴ τὴ χοιρώδη κατάστασι, ποὺ ζοῦμε σὰν τὰ ζῷα, χωρὶς ἀνατάσεις, χωρὶς ὑψηλὰ φρονήματα, ἢ μᾶλλον χειρότερα κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Βλέπεις τὸ σκυλί· τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, καὶ δὲν ἔχει γλῶσσα, γλῶσσα τοῦ σκυλιοῦ εἶνε ἡ οὐρά του· κουνάει τὴν οὐρά του σὰ νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφεντικό, σ᾽ εὐχαριστῶ. Ἀχάριστοι καὶ ἐλεεινοὶ ἄνθρωποι, κ᾽ ἐπὶ πλέον βλαστημοῦμε μέρα – νύχτα τὸ Θεό.
Λοιπὸν ἔτσι εἶνε· εἴμαστε κατώτεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τὸ ἀναπτύξω τὸ θέμα, νὰ ἑρμηνεύσω ἕνα ῥητὸ τοῦ Ψαλτηρίου ποὺ λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Εἶνε ὅμοιος ἀλλὰ καὶ κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα (τὰ βόδια, τὰ πρόβατα, τὰ γίδια…) καὶ τὰ πουλιά.
Σὲ τρούλλους καὶ καμπαναριὰ ἐκκλησιῶν βλέπουμε φωλιὲς πελαργῶν. Τί μᾶς λέει λοιπὸν ὁ πελαργός; Ὁ πελαργὸς ἀγαπάει τὰ παιδιά του, καὶ τὸν ἀγαποῦν κι αὐτά. Ὅταν γεράσῃ ὁ πελαργὸς ξέρετε τί γίνεται; Τοῦ φέρνουν τροφὴ τὰ παιδιά του· κ᾽ ἐπειδὴ ὁ γέρο – πελαργὸς μαδάει καὶ κρυώνει, τὸν ζεσταίνουν ἐκεῖνα μὲ τὰ φτερά τους! Κι ὁ ἄνθρωπος;… Ὅταν δὲν ἔχῃς ἰδανικά, ἀνατάσεις, ὑψηλὲς καὶ μεγάλες ἰδέες, πῶς νὰ σὲ πῶ ἄνθρωπο; Πές μου τί σκέπτεσαι τὰ μεσάνυχτα, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Ἂν σκέπτεσαι λεφτά, ἀπολαύσεις, γυναῖκες, ἄλλα γήϊνα πράγματα, τότε τί εἶσαι; Ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντο ὄν.
Ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, ποὺ ἔκανε ὁ Θεός, τὰ ζῷα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα κ᾽ ἔχουν τὸ κεφάλι σκυμμένο κάτω. Μόνο ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε νὰ περπατάῃ ὄρθιος. Πολλοὶ εἰδικοὶ λένε ὅτι αὐτὸ εἶνε ἕνα θαῦμα. Καὶ ἡ λέξι ἄνθρωπος, ἂν τὴν ἀναλύσουμε ἐτυμολογικῶς, τί σημαίνει; Εἶνε σύνθετη· σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖνο ποὺ ἄνω θρώσκει, τείνει πρὸς τὰ ἐπάνω. Βλέπει ψηλά, διότι πλάστηκε γιὰ τὰ οὐράνια.
Λένε γιὰ κάποιον ἄθεο ὅτι ζητοῦσε ἀποδείξεις. Ὅταν νύχτωσε, ἕνας φίλος του τοῦ ᾽δειξε τὰ ἀμέτρητα ἄστρα καὶ τὸν ρώτησε· Ποιός τὰ ἔκανε ὅλ᾽ αὐτά;… Μιὰ ἀπάντησις ὑπάρχει, καμμία ἄλλη· ὁ Θεός! Κοίτα ἐπάνω λοιπόν, τὸ στερέωμα, καὶ θὰ πεισθῇς ὅτι ὑπάρχει Θεός· «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2).
Ἕνας Γερμανὸς ποιητὴς εἶδε μιὰ μέρα ἕνα κοπάδι χοίρους νὰ μπαίνουν στὸ δάσος. Οἱ χοῖροι ἀγαποῦν τὰ βελανίδια· ὥρμησαν λοιπὸν κ᾽ ἔτρωγαν λαίμαργα ἀπ᾽ αὐτά, ποὺ ἦταν στρωμένο τὸ ἔδαφος. Καὶ ὁ ποιητὴς μὲ γλῶσσα γλαφυρὴ παρατηρεῖ· Ὅταν βγῆκαν ἀπ᾽ τὸ δάσος, κανένας τους δὲ γύρισε πάνω νὰ κοιτάξῃ τὴ βελανιδιὰ νὰ τῆς πῇ, Σ᾽ εὐχαριστῶ!… Τέτοιοι εἴμαστε καὶ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, καὶ μὴ φανῇ προσβλητικὴ ἡ παρομοίωσις· ὁ Χριστός μας χαρακτηρίζει ἔτσι ὡρισμένους ἀνθρώπους· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6). Ἔτσι εἶνε· ἀπολαμβάνουμε μύρια ἀγαθά, μὰ δὲν ὑψώνουμε τὰ μάτια νὰ ποῦμε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
Μήπως ὑπερβάλλω; Ὁρίστε· σηκώνεσαι τὸ πρωί, βλέπεις τὸν ἥλιο νὰ βγαίνῃ λαμπρός· πὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός», «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (Μεγ. Δοξ.). Τίποτα. Βγαίνεις, πᾷς στὴ δουλειά· παρακάλεσε τὸ Θεό, συνήθισε νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Οὔτε ἕνα σταυρό. Ἔρχεται μεσημέρι, κάθεσαι στὸ τραπέζι, ἔχεις ὅλα τὰ ἀγαθά· κάνε μιὰ προσευχή. Τίποτα, χωρὶς εὐχαριστῶ. Πίνεις τὸ νερό, εὐχαριστῶ δὲ λές· τρῶς τὸ ψωμί, εὐχαριστῶ δὲ λές· σὰν τὸ χοῖρο, χοιρώδης κατάστασις. Ἔννοια σας· θὰ ἔρθῃ πεῖνα, μεγάλη πεῖνα, θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι.
Ποῦ ᾽νε τὰ παλιὰ τὰ χρόνια! Ἐγὼ θυμοῦμαι στὸ χωριό μου, γύρω στὸ 1910, κάτι γέρους ποὺ δὲν πῆγαν σὲ σχολειά, οὔτε λύκεια οὔτε πανεπιστήμια. Προτοῦ νὰ πιοῦν τὸ ποτήρι τὸ νερὸ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Εἴδατε τώρα κανένα νὰ τὸ κάνῃ; Γι᾽ αὐτὸ σᾶς λέω· ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ καὶ τὸ νερὸ θὰ λείψῃ, θὰ στερέψουν καὶ θὰ στεγνώσουν πηγὲς καὶ βρύσες, ποτάμια καὶ λίμνες· τὸ νεράκι θὰ γίνῃ δυσεύρετο. Καὶ τότε ἕνα ποτήρι νερὸ – μιὰ λίρα! κι ὅπως προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μιὰ χούφτα ἀλεύρι – μιὰ χούφτα χρυσάφι. Θὰ τιμωρηθοῦμε γι᾽ αὐτὴ τὴ χοιρώδη κατάστασι, ποὺ ζοῦμε σὰν τὰ ζῷα, χωρὶς ἀνατάσεις, χωρὶς ὑψηλὰ φρονήματα, ἢ μᾶλλον χειρότερα κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Βλέπεις τὸ σκυλί· τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, καὶ δὲν ἔχει γλῶσσα, γλῶσσα τοῦ σκυλιοῦ εἶνε ἡ οὐρά του· κουνάει τὴν οὐρά του σὰ νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφεντικό, σ᾽ εὐχαριστῶ. Ἀχάριστοι καὶ ἐλεεινοὶ ἄνθρωποι, κ᾽ ἐπὶ πλέον βλαστημοῦμε μέρα – νύχτα τὸ Θεό.
Λοιπὸν ἔτσι εἶνε· εἴμαστε κατώτεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τὸ ἀναπτύξω τὸ θέμα, νὰ ἑρμηνεύσω ἕνα ῥητὸ τοῦ Ψαλτηρίου ποὺ λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Εἶνε ὅμοιος ἀλλὰ καὶ κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα (τὰ βόδια, τὰ πρόβατα, τὰ γίδια…) καὶ τὰ πουλιά.
Σὲ τρούλλους καὶ καμπαναριὰ ἐκκλησιῶν βλέπουμε φωλιὲς πελαργῶν. Τί μᾶς λέει λοιπὸν ὁ πελαργός; Ὁ πελαργὸς ἀγαπάει τὰ παιδιά του, καὶ τὸν ἀγαποῦν κι αὐτά. Ὅταν γεράσῃ ὁ πελαργὸς ξέρετε τί γίνεται; Τοῦ φέρνουν τροφὴ τὰ παιδιά του· κ᾽ ἐπειδὴ ὁ γέρο – πελαργὸς μαδάει καὶ κρυώνει, τὸν ζεσταίνουν ἐκεῖνα μὲ τὰ φτερά τους! Κι ὁ ἄνθρωπος;… Ὅταν δὲν ἔχῃς ἰδανικά, ἀνατάσεις, ὑψηλὲς καὶ μεγάλες ἰδέες, πῶς νὰ σὲ πῶ ἄνθρωπο; Πές μου τί σκέπτεσαι τὰ μεσάνυχτα, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Ἂν σκέπτεσαι λεφτά, ἀπολαύσεις, γυναῖκες, ἄλλα γήϊνα πράγματα, τότε τί εἶσαι; Ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντο ὄν.
* * *
Λένε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ χοῖρος, ποὺ ἀναφέραμε, ὁ χοῖρος ποὺ ἔχει τὸ κεφάλι σκυμμένο συνεχῶς κάτω καὶ τρώει λάσπη, μόνο μιὰ φορὰ βλέπει τὸν οὐρανό. Πότε· ὅταν τὸν πάρῃ ὁ χασάπης καὶ τὸν ἀναποδογυρίσῃ γιὰ νὰ τὸν σφάξῃ. Ἔτσι εἶνε καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι. Θεὸ δὲ σκέπτονται, ἐκκλησία δὲν πατοῦν, προσευχὴ δὲν κάνουν. Καὶ νομίζουν πὼς ἔτσι θὰ εἶνε πάντα. Ἔρχεται ὅμως ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Τότε, τὴν τελευταία στιγμή, ὅταν ἔρθῃ ὁ ἀρχάγγελος μὲ τὸ σπαθί του, τότε θυμοῦνται πλέον τὸ Θεό.
Δὲν πλαστήκαμε γιὰ τὴ γῆ, ποὺ εἶνε ἕνα κουκκὶ ἄμμου – μιὰ σταγόνα μέσ᾽ στὸ σύμπαν. Ἀξίζει, ἄνθρωπε, γιὰ ἕνα κουκκὶ – γιὰ μιὰ σταγόνα νὰ κάνῃς πολέμους καὶ νὰ αἱματοκυλίῃς τὴν ἀνθρωπότητα; Φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό. Γι᾽ αὐτὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Καὶ ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ ὅλο τὸ χρόνο. Αὐτὸ θὰ πῇ Ἀνάληψις. Σὲ κάθε θεία λειτουργία τιμοῦμε τὴν Ἀνάληψι. Ὅταν ὁ παπᾶς λέῃ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ἐννοεῖ· Κοιτάζετε ψηλά, πλαστήκατε γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀδιαφορία γιὰ τὴν παροῦσα ζωή, ὄχι. Ἐὰν ἐφαρμόζαμε ὅλοι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ γῆ αὐτὴ θὰ γινόταν παράδεισος. Τώρα μικροὶ – μεγάλοι, παπᾶδες – δεσποτάδες, δεξιοὶ – ἀριστεροί, ἄσπροι – μαῦροι, κατὰ ποικίλους τρόπους πατήσαμε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἡ γῆ αὐτὴ ἔγινε κόλασι.
Εἴθε νὰ μετανοήσουμε. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ εὐλογῇ ὅλους· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Δὲν πλαστήκαμε γιὰ τὴ γῆ, ποὺ εἶνε ἕνα κουκκὶ ἄμμου – μιὰ σταγόνα μέσ᾽ στὸ σύμπαν. Ἀξίζει, ἄνθρωπε, γιὰ ἕνα κουκκὶ – γιὰ μιὰ σταγόνα νὰ κάνῃς πολέμους καὶ νὰ αἱματοκυλίῃς τὴν ἀνθρωπότητα; Φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό. Γι᾽ αὐτὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Καὶ ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ ὅλο τὸ χρόνο. Αὐτὸ θὰ πῇ Ἀνάληψις. Σὲ κάθε θεία λειτουργία τιμοῦμε τὴν Ἀνάληψι. Ὅταν ὁ παπᾶς λέῃ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ἐννοεῖ· Κοιτάζετε ψηλά, πλαστήκατε γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀδιαφορία γιὰ τὴν παροῦσα ζωή, ὄχι. Ἐὰν ἐφαρμόζαμε ὅλοι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ γῆ αὐτὴ θὰ γινόταν παράδεισος. Τώρα μικροὶ – μεγάλοι, παπᾶδες – δεσποτάδες, δεξιοὶ – ἀριστεροί, ἄσπροι – μαῦροι, κατὰ ποικίλους τρόπους πατήσαμε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ἡ γῆ αὐτὴ ἔγινε κόλασι.
Εἴθε νὰ μετανοήσουμε. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ εὐλογῇ ὅλους· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁναλήψεως τοῦ Κυρίου Περδίκκα – Ἑορδαίας 24-5-1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου