Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

«Ἡ μεγαλύτερη δυστυχία εἶναι τὸ νὰ ἀγνοεῖς πὼς εἶσαι εὐτυχισμένος»

Γράφει ὁ Ἀρχ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς  ΙΔ' Λουκᾶ (Ἐφεσ. Β' 4-10)
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βρισκόταν δέσμιος κατὰ τὴν πρώτη φυλάκισή του στὴ Ρώμη (62 μ.Χ.), γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του.
Κατὰ τὴν εὐλογημένη τοῦ συνήθεια, ἀποστέλλει ἐπιστολὴ στοὺς πιστούς της Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, ὅπου μεταξὺ τῶν ἄλλων τοὺς ἀναπτύσσει τὴν μεγάλη δογματικὴ ἀλήθεια, ὅτι ἐνῶ στὸ παρελθὸν ἦταν πνευματικῶς νεκροί, ἐξ' αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους, τώρα ἔχουν ζωοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό!
Τὸ Ἀποστολικὸ λοιπὸν ἀνάγνωσμα, κηρύσσει βαθύτατες ἀλήθειες καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ σταθοῦμε καὶ νὰ δοῦμε αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν οὐσία τοῦ ὅλου θέματος. «Καὶ ὄντας ἠμᾶς, νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι, συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ» (Ἐφεσ. Β' 5).
Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι ἡ νέκρωση γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος; Δὲν εἶναι, παρὰ ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς. Καὶ ὅταν λέμε θάνατο τῆς ψυχῆς, ἐννοοῦμε ὄχι βεβαίως ὅτι ἡ ψυχὴ ἐκμηδενίζεται ποτέ, ὅπως κηρύσσουν οἱ πλανεμένοι αἱρετικοὶ καὶ ἄλλοι κακόδοξοι, ἀλλὰ ἐννοοῦμε τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό.
Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ἀντιληπτό, ἂς μελετήσουμε τὴν ἀρχὴ τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν «Γένεση». Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους ἦταν σαφέστατος: «Ἡ δ' ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ' αὐτοῦ, θανάτω ἀποθανεῖσθε» (Γέν. Β' 17). Τὴν ἴδια δηλ. ἡμέρα ποὺ θὰ φᾶτε ἀπὸ αὐτὸ (τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ), ἐξ ἅπαντος θὰ.... πεθάνετε. Βεβαίως, μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς, δὲν ἔπεσαν στὴ γῆ νεκροί. Ἔζησαν, ὅπως ἀναφέρει τὸ ἱερὸ κείμενο, χρόνια καὶ μάλιστα πολλά. Ἔγιναν ὅμως θνητοί. Ἐνῶ ἐὰν παρέμεναν στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνονταν ἀθάνατοι. Ἔτσι ὁ σωματικὸς θάνατος τοὺς ἐπισκέφθηκε μετὰ ἀπὸ χρόνια. Ἐνῶ ὅμως ὁ σωματικὸς θάνατος φάνηκε ν' ἀργεῖ λίγο, ὁ πνευματικὸς θάνατος «ἐπῆλθεν εὐθύς». Καὶ τοῦτο, διότι χωρίστηκαν διὰ τῆς παρακοῆς, αὐθημερὸν ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Θεό.
Αὐτὸ τὸ ἱερὸ κείμενο τῆς γραφῆς, μᾶς ἀναφέρει κατὰ τρόπο ἀντικειμενικὸ καὶ συγκλονιστικὸ τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς φοβερῆς παρακοῆς.
Ἡ δὲ ἐκδίωξις τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν παράδεισο, ἐπῆλθε ὡς ἐπισφράγισις αὐτοῦ του τρομεροῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεό. Δηλ. αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ ψυχικοῦ θανάτου, διὰ τὸν ὁποῖον κάνει λόγο τὸ Ἀποστολικό μας κείμενο.
Τώρα, τὸ τί ἀκολούθησε αὐτοῦ του ψυχικοῦ θανάτου; Τοῦ χωρισμοῦ δηλ. ἀπὸ τὴν «πηγὴ τῆς ζωῆς»; Μία διεισδυτικὴ ματιὰ νὰ ρίξει κανεὶς μέσα στὴν ὅλη ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀντιλαμβάνεται ἀμέσως τὸ «δράμα» τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἂν θελήσουμε νὰ συνοψίσουμε ὅλες τὶς πικρίες, τὶς θλίψεις, τὶς δυσκολίες καὶ τὰ δράματα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα σὲ μία φράση, ἀναμφιβόλως θὰ λέγαμε «ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό»!
Ζοῦσαν, φυσικά, ὅπως ζοῦσαν τὴν βιολογικὴ ζωή. Ἀλλὰ τί ζωὴ μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὴ ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυστυχισμένος καὶ ὁ βίος τοῦ καταντᾶ ἀβίωτος;
Πόσο πραγματικὰ ἐπίκαιρος εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀποκαλύψεως καὶ πόσο παραστατικὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἐκφράζει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα γιὰ τὸν ἐπίσκοπό της Ἐκκλησίας τῶν Σάρδεων; «Ὄνομα ἔχεις ὅτι ζεῖς καὶ νεκρὸς εἶ» (Ἀποκ. Γ' 1). Ἡ ζωή σου, ἂν καὶ ἐπίσκοπος εἶναι μόνο βιολογική, ὅπως συμβαίνει καὶ στὰ ζῶα. Εἶναι ἐπιφανειακή, δὲν ὑφίσταται ἡ ψυχικὴ ζωή. Δὲν ὑπάρχει ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση, γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν τελειότητα, τὴν θέωση.  Δὲν βιώνεις τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις. Δὲν σὲ ἀγγίζει ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ καθημερινῶς συμμετέχεις τοῦ ποτηρίου τῆς ζωῆς (ὡς ἄλλος Ἰούδας).
Καὶ φυσικά, αὐτὰ τὰ λόγια μὲ τὰ ὁποία ἐλέγχει τὸν «Σάρδεων», ἰσχύουν καὶ γιὰ κάθε ἕναν καὶ σὲ κάθε ἐποχή, ποὺ θεληματικὰ ἀπομακρύνει καὶ τελικῶς, ἀλλοίμονο, ἀποκόπτει τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του.  Νέκρωση λοιπὸν ψυχικὴ ἐπικρατοῦσε, ἀλλὰ καὶ ἐπικρατεῖ στὸν μακράν του Θεοῦ κόσμο. Οὐσιαστικά, αὐτὴ τὴν κατάσταση τὴν βίωναν καὶ οἱ Ἑβραῖοι, παρὰ τὸ ὅτι, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν οἱ μοναδικοὶ ποὺ λάτρευαν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ εὐσέβειά τους ἦταν συνήθως ἡ τυπικὴ προσκόλληση στὸ γράμμα τοῦ Νόμου. Δὲν γνώριζαν καὶ αὐτοὶ τὸ Πνεῦμα ποὺ «ζωοποιεῖ» (Β' Κορ. Γ' 6).
Αὐτὴ λοιπὸν τὴ νέκρωση, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ χειρότερη μορφὴ θανάτου, τὴν πνευματική, ἦλθε ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ συνέτριψε. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, σήμανε καὶ τὴ δική μας νεκρανάσταση, τὴν ἐπικοινωνία δηλ. καὶ πάλι μὲ τὴν «πηγὴ τῆς Ζωῆς», καὶ ποὺ στὸ τέλος, νομοτελειακῶς, θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων.
Ἐνωθήκαμε πλέον καὶ πάλι μὲ τὸν Θεό. Γίναμε οἰκεῖοι Του. Τὰ ρεύματα τῆς ζωῆς διαπερνοῦν καὶ συγκλονίζουν τὴν ὕπαρξή μας καὶ μᾶς πληρώνουν μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Τώρα πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ δυνατότητα διὰ τῆς πίστεως στὸν Χριστό, διὰ τῆς ζωῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τοῦ καθημερινοῦ του ἀγώνα, νὰ Χριστοποιεῖται καὶ ἔτσι νὰ βρίσκεται στὸ δρόμο τοῦ «προορισμοῦ» του, στὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητας.
Τώρα, πλέον ὁ συνειδητὸς πιστὸς ἔχει καταστεῖ «καινὴ κτίσις» (Β' Κορ. Ἐ' 17), νέα δημιουργία.  Ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ὑπῆρχε ὁ ζόφος καὶ ἡ μολυσματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς εἰδωλολατρείας καὶ τοῦ μίσους, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκε ὁ ἀπαίσιος φαρισαϊσμός, τώρα εὐωδιάζουν τὰ ἄνθη τῆς κατὰ Χριστὸν ἀρετῆς καὶ καταρτίζονται οἱ ἅγιοί 
τῆς Ἐκκλησίας μας. Τώρα τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, διασαλπίζουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἀναμέλπουν τὴν Τριαδικὴ δοξολογία στὸν Πατέρα, στὸν Υἱὸν καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Πῶς ἀλήθεια νὰ μὴ δοξολογεῖ ἀκαταπαύστως ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ὅταν συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας «συνεζωοποίησε», ζωντάνεψε πνευματικῶς καὶ πάλι τὸν ἄνθρωπο, διὰ τοῦ ἀγαπητοῦ Του Υἱοῦ καὶ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Εἶναι αὐτὸ ἄραγε ἁπλὴ ὑπόθεση; καθόλου ἁπλὴ καὶ ἀνθρώπινη. Ὅλα εἶναι τῆς χάριτος. «Χάριτι ἐστὲ σεσωσμένοι».
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος μέσα σὲ θριαμβευτικὸ τόνο, ὄχι μόνο «συνεζωοποίησε», ἀλλὰ «καὶ συνήγηρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφεσ. Β' 6).
Μᾶς ἀνέστησε, μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ καθήσουμε μαζί του στὰ ἐπουράνια. Καὶ φυσικὰ ἡ ἀνάσταση καὶ ἀνύψωσή μας αὐτὴ πραγματοποιεῖται διὰ τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὄντως, ὅσοι ἀνοήτως ἀγάπησαν τὴν ἁμαρτία, κυλιοῦνται στὸν βόρβορο. Ἐνῶ οἱ ἁγιασμένες ψυχὲς ἵπτανται στοὺς οὐράνιους ὁρίζοντες καὶ ἐξυψώνονται ὑπὲρ τὸν αἰσθητὸ κόσμο. Ὁ κόσμος, μὲ ὅλα τὰ πλούτη του καὶ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ εἶναι γιὰ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς πραγματικὰ πιστούς, ἕνα μηδέν, ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν ἄλλο κόσμο, γιὰ τὸν ὁποῖον καὶ στὸν ὁποῖο ἤδη ζοῦν.
Οἱ ἅγιοι, δὲν εἶναι μόνο ἀπελεύθεροι Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ συμπάρεδροί Του. Διὰ τῆς βοηθείας τῆς χάριτός Του ἀνυψώθηκαν ἀπὸ τὸν αἰσθητὸ κόσμο καὶ συναναστρέφονται μὲ τὸν οὐράνιο.
Ζοῦν διὰ τῆς Ὀρθοδόξου βιωτῆς, μὲ τὴ σταθερὴ προσδοκία τοῦ κόσμου ἐκείνου καὶ ποθοῦν τὸ ταχύτερο νὰ εἰσέλθουν σ' αὐτόν. Αὐτὴ εἶναι, αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ λαχτάρα τῶν τέκνων τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ αἰσθάνονται ὄχι μόνο δοῦλοι τοῦ Κυρίου καὶ στὸ ἔργο του, ἀλλὰ νὰ ἔχουν ἀνυψωθεῖ γιὰ νὰ συμβασιλεύσουν μαζί του.
Μπροστὰ λοιπὸν σ' αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ποὺ ὁτιδήποτε ἄλλο στὴ ζωὴ μᾶς ξεθωριάζει καὶ χάνει τὴν οὐσία του, εἶναι δυνατὸν νὰ εἴμαστε δυστυχισμένοι;
Μπροστὰ σ' αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ «συνεζωοποίησε», τοῦ «συνήγειρε» καὶ «συνεκάθισεν», μπορεῖ ποτὲ νὰ σταθοῦν ἐμπόδια γιὰ τὴ Χριστοποίησή μας οἱ παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἡ κακία μὲ τὸ μίσος τοῦ κόσμου;
Φίλοι μου, εἴμαστε ἐν πολλοῖς δυστυχισμένοι στὴν κοιλάδα αὐτὴ τοῦ κλαυθμῶνος ποὺ ζοῦμε, ἐὰν βεβαίως πιστεύουμε, ὄχι ἀντικειμενικά, ἀλλὰ ὑπάρχει δυστυχία ἀκριβῶς διότι ἀγνοοῦμε τὸ ὅτι εἴμαστε εὐτυχισμένοι. Τὸ ὅτι δηλ. ἡ σωτηρία, μᾶς ἔχει χαριστεῖ, ἀρκεῖ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ τὴν ἐνεργοποιήσουμε.
Εἴθε νὰ πραγματοποιήσουμε τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς προσωπικῆς μας σωτηρίας καὶ ὁλονὲν καὶ περισσότερο νὰ συνειδητοποιοῦμε καὶ νὰ βιώνουμε «τὴν πολλὴν ἀγάπην Αὐτοῦ ἢν ἠγάπησεν ἠμᾶς».
Ἀμὴν!

Δεν υπάρχουν σχόλια: