Γιατί, μέχρι σήμερα, επιβιώνει ο παραλογισμός στο κεφάλαιο «Ελληνική Επανάσταση»;
Ας το δούμε μέσα από μια επιστολή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου προς τον Ανδρέα Λουριώτη· τι λέει, πώς σχολιάστηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1968 και αν ο ελλιπής σχολιασμός γίνεται ανεκτός μέχρι σήμερα. Το νόημα της επιστολής (γραμμένης πριν από 201 χρόνια ακριβώς, με φόντο το σχεδιαζόμενο α΄ δάνειο εκ Λονδίνου): Η [χριστιανική] Αγγλία επεμβαίνει υπέρ της Επανάστασης και κατά της Ρωσικής Άρκτου που απειλεί να κατασπαράξει την [ελεύθερη] Ευρώπη!
Από μόνο του, το νόημα αυτό, προδίδει κάποια εγγενή σχέση της Ελληνικής Επανάστασης με την Ρωσία και με την «Ευρώπη». Παραπέμπει στη Βιέννη του 1814 και στο Παρίσι του 1815. Θυμίζει ακόμα το πλαίσιο του «ελληνικού ζητήματος» το 1787 (οι χριστιανοί της Ευρώπης εκδιώκουν τους μουσουλμάνους από το έδαφός της). Η ιστορία διδάσκει ότι το «εθνικό» ζήτημα του 1821 έγινε «διεθνές» το 1823. Είναι έτσι;
Το ανωτέρω σχόλιο είναι του επιμελητή της έκδοσης «Αρχείον Μαυροκορδάτου». Παραδέχεται τον χριστιανικό άξονα της Επανάστασης (που ξεκάθαρα ισχύει ως την Επτάνησο Πολιτεία), αλλά ταυτόχρονα, στηρίζεται στην ανεπιφύλακτη υιοθέτηση της αναπόδεικτης θεωρίας της Οδησσού και στην παραδοχή ότι ο Υψηλάντης έδρασε εν αγνοία του Καποδίστρια και της Ρωσικής πολιτικής. Πρόκειται για μια θέση κλασικής εθελοτυφλίας των Ελλήνων ιστορικών που αξιολογεί -πως;- ως «οικονομικής φύσεως» (;) την φράση του Μαυροκορδάτου Les projets de la Russie étant contraires aux intérêts généraux de l’Europe … (Καθώς τα σχέδια της Ρωσίας βρίσκονται σε αντίθεση με τα γενικά συμφέροντα της Ευρώπης …). Η φράση περιλαμβάνεται σε επιστολή του Μαυροκορδάτου (30.6.1823) προς τον Λουριώτη. Ο σχολιαστής
- δεν μπαίνει στον κόπο να αναρωτηθεί γιατί ο Μαυροκορδάτος επικοινωνεί (;) με τον Λουριώτη στα γαλλικά (δεν περιλαμβάνεται ελληνική εκδοχή στο Αρχείο)
- αδυνατεί να θυμηθεί ότι η Ιερά Συμμαχία ήταν ρωσικής έμπνευσης. Έγινε δεκτή με δυσφορία από την Αυστρία και δεν υπογράφηκε ποτέ από την Αγγλία, η οποία, ενώ επένδυε στην Τετραπλή Συμμαχία, συμβούλεψε την Αυστρία να υπογράψει την τσαρική πρόταση
- δεν αναφέρει ότι η Αγγλία επενέβη το 1823 υπέρ των επαναστατημένων στη βάση της «χριστιανικής αλληλεγγύης» (το ίδιο έκανε η Γαλλία το 1825)
Αν έκανε αυτές τις παρατηρήσεις, θα αναγκαζόταν
- να συγκρίνει τις πολιτικές απόψεις του Μαυροκορδάτου με τις αντίστοιχες «του Σκουφά» ή -τουλάχιστον- τις απόψεις του Μαυροκορδάτου με του Υψηλάντη
- να αναρωτηθεί γιατί το 21 και το 22 η Αγγλία δεν εξέφρασε την χριστιανική της αλληλεγγύη
- να συσχετίσει το Χρηματιστήριο του Λονδίνου (απ’ όπου προήλθαν τα δάνεια), την κερδοσκοπική μανία των μελών της Επιτροπής Λονδίνου και τους ακραίους πολιτικούς εκβιασμούς που εκπορεύτηκαν από το Λονδίνο προς τον Κουντουριώτη με τον επαναστατικό στόχο, όπως αυτός διατυπώθηκε στα «κείμενα της Φιλικής»
Θα αναγκαζόταν, με λίγα λόγια, να παραδεχθεί ότι η παρέα του Σκουφά δεν υπήρξε πρωτογενής οργάνωση και ότι η Μ. Βρετανία δεν επενέβη υπέρ της Επανάστασης, αλλά υπέρ της μιας από τις δυο παρατάξεις που συγκροτούσαν την ελληνική συμφωνία του 1814-15. Μια συμφωνία που έγινε υπό την αγγλορωσική ομπρέλα (διπλή Φιλόμουσος Αθήνας-Βιέννης), διερρήχθη το 1818 και ανανεώθηκε κακήν-κακώς το 1820 υπό το όνομα «Υψηλάντης». Και η συμφωνία αυτή έγινε μεταξύ των εκπροσώπων της παράδοσης (Καποδίστρια κλπ) και των αντίστοιχων της νεωτερικότητας (Κοραή κλπ). [* Για στοιχεία που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση βλ. στο άρθρο “Φίλοι των Μουσών” vs “Φιλικοί της Οδησσού» στα Πρακτικά του ΙΒ Πανιονίου Συνεδρίου 2023]. Η ανάδειξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη θέση του αρχηγού της Επανάστασης (μελλοντικού ηγέτη του ελληνικού κράτους) προδιέγραφε το μοναρχικό πολίτευμα και στο σημείο αυτό διαφωνούσε κάθετα η νεωτερικότητα. Όταν αυτή απέτυχε να εκλέξει τον Ιωάννη Καρατζά (θείο του Μαυροκορδάτου), αρκέστηκε στο να υποσκάψει τον Υψηλάντη και να προσπαθήσει να αναβάλλει την κήρυξη της Επανάστασης. Μετά την «αποτυχία του Υψηλάντη», η Αγγλία επένδυσε στην καταστολή της Επανάστασης στον ελλαδικό χώρο. Ανέλαβε δράση όταν είδε ότι οι Οθωμανοί απέτυχαν και η προοπτική ενός δανεισμού της Επανάστασης μέσω του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας φαινόταν πολύ πιθανή, απειλώντας τα συμφέροντά της. Αντίθετα, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ παρέμεινε εγκλωβισμένος στους φόβους του, έχασε πολύτιμο χρόνο σε συνομιλίες με τους συμμάχους το 1824 στην Αγ. Πετρούπολη και όταν αποφάσισε να δράσει (μετά τα μέσα του 1825), η Αγγλία -μέσω των δανείων- είχε δημιουργήσει «αγγλικό κόμμα» μεταξύ των επαναστατημένων.
Το επίμαχο γράμμα έχει συνταχθεί σε περίοδο που η προσωρινή ελληνική διοίκηση διατηρεί -τυπικά- μια ισορροπία μεταξύ παράδοσης-νεωτερικότητας και ενώ αναμένεται η άφιξη του Byron, προπομού του βρετανικού δανείου στο οποίο έχει συμφωνήσει και η παραδοσιακή πλευρά.
O επιμελητής, Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, σημειώνει σωστά ότι είναι «τολμηρά η άποψις» του Μαυροκορδάτου για την εποχή εκείνη. Δεν εξηγεί όμως γιατί. Δεν εξηγεί ότι οι επαναστατικές προσπάθειες γίνονταν υπό την ρωσική πολιτική ομπρέλα και ότι η τελευταία που απέτυχε ήταν το προγεφύρωμα της Επτανήσου Πολιτείας (1800-07), ένα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο.
Με την «ανάκληση του Καποδίστρια» ο Μαυροκορδάτος είτε εννοεί ότι ο Καποδίστριας αποπέμφθηκε από τον τσάρο (την άνοιξη του 1822) είτε ότι ο Καποδίστριας παραιτήθηκε από την ενεργό υπηρεσία, φθάνοντας σε αδιέξοδο ως προς την επιμονή του τσάρου να μην επέμβει στρατιωτικά. Κι αυτό είναι σωστό. Ο Καποδίστριας παρέμενε -τυπικά- στην ρωσική υπηρεσία και αυτό του απαγόρευε να περάσει από το παρασκήνιο στο προσκήνιο. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: το κεντρικό νόημα του Μαυροκορδάτου που σιωπηρά αποδέχεται ο Πρωτοψάλτης είναι ότι ο Καποδίστριας, από το 1809 τουλάχιστον, οπότε μετέβη στη Ρωσία, εργάστηκε υπέρ ενός εθνικού κράτους που θα ανήκε στην αντιρωσική Ευρώπη. Αυτό μπορεί να γίνει πιστευτό μόνο από κάποιον που αγνοεί τελείως τα γεγονότα τουλάχιστον από το 1787 ως το 1814. Γιατί, πριν το 1787 είναι ακόμα πιο αισθητή η χριστιανική κινητοποίηση και η φαναριώτικη πολιτική.
Και μόνο το αντιρωσικό πνεύμα της επιστολής σημαίνει ότι η Ρωσία δεν έπρεπε να έχει επιρροή στο νέο κράτος. Πώς όμως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, αν η Ρωσία δεν είχε προεπαναστατική εμπλοκή στην υπόθεση «Ελληνική Επανάσταση»;
Ενώ ο Μαυροκορδάτος έμμεσα δηλώνει ότι ο Καποδίστριας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση [* σε επιστολή της 27.10.1821 προς τον Δ. Υψηλάντη, ο Μαυροκορδάτος έμμεσα παραδέχεται τον κεντρικό ρόλο του Καποδίστρια στην οργάνωση της Επανάστασης], ο Πρωτοψάλτης δεν παίρνει θέση, δεχόμενος έτσι ότι ο Ιωάννης έπαιζε διπλό παιχνίδι υπέρ και κατά της ρωσικής πολιτικής. Επίσης, ο επιμελητής δεν σχολιάζει το τερατώδες μαυροκορδατικό ψεύδος, ότι δηλαδή η νεωτερική-δυτικόφιλη πλευρά της επανάστασης δήθεν υποστήριζε την ένταξη της Μακεδονίας στα πρώτα σύνορα και ότι σ’ αυτό συναινούσε και η βρετανική πολιτική. Αν το έκανε, θα έπρεπε να εξετάσει τον ισχυρισμό διαρκείας του Μαυροκορδάτου ότι ο Υψηλάντης και η «Φιλική Εταιρεία» αντιπροσώπευαν τη νεωτερικότητα και ότι η Επανάσταση στόχευε απλώς στη δημιουργία ενός εθνικού κράτους χριστιανών Ελλήνων. Ακόμα όμως κι αυτό το κομβικό σημείο φαντάζει έλασσον μπροστά σ’ ένα άλλο που αποσιωπάται (ερμηνεύεται διαφορετικά) από τον σχολιαστή της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Πρωτοψάλτης αποσιωπά ότι ο Μαυροκορδάτος, Γ. Γραμματέας του Εκτελεστικού εκείνη τη στιγμή, θα μεταπηδήσει μετά δύο εβδομάδες στην προεδρία του Βουλευτικού, αλλά μετά την αντίδραση του Κολοκοτρώνη, θα παραιτηθεί. Μετά το Άστρος, το Βουλευτικό που ελεγχόταν από τη νεωτερικότητα, σκόπευε να καθαιρέσει το Εκτελεστικό των Π. Μαυρομιχάλη, Θ. Κολοκοτρώνη, Χ. Περρούκα, Α. Μεταξά, Σ. Χαραλάμπη, ώστε να ελέγξει ολόκληρη την προσωρινή διοίκηση και να χρησιμοποιήσει το δάνειο υπέρ των δικών της στόχων, πράγμα που έγινε και προκάλεσε την ανοιχτή ρήξη, γνωστή με τον όρο «εμφύλιος». Αυτό σημαίνει ότι ο Πρωτοψάλτης αφήνει τον αναγνώστη με την εντύπωση ότι όλοι οι προηγούμενοι, ενεργά μέλη της κυβέρνησης στις 30.6.1823 συμφωνούν με την δυτικόφιλη-αντιρωσική θέση του Μαυροκορδάτου. Συμφωνεί, δηλαδή, με τον ισχυρισμό ότι η επιστολή αυτή εκφράζει «ολόκληρο το έθνος»! Αυτό αποτελούσε πάγια τακτική διαστρέβλωσης με στόχο να παρασύρει τους ανίδεους. Ενδεικτικά, να πούμε ότι εννιά μήνες μετά, ο Μαυροκορδάτος θα οικειοποιηθεί το έθνος και τον επαναστατικό στόχο: Θα δηλώσει μέσω των εφημερίδων που το Λονδίνο χρηματοδότησε «ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΕΞΑΝΙΣΤΑΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ». Η «προδοσία» θα είναι του Καραϊσκάκη, η δήλωση θα γίνει πριν από τη δίκη και η «δίκη» θα στηθεί κατ’ αρχήν ως αντιπερισπασμός έναντι του Byron, ο οποίος έχει αποφασίσει να «δραπετεύσει» από το Μεσολόγγι. Ως πρόεδρος της διαχείρισης του δανείου, ο Μπάιρον όχι μόνο σκοπεύει να μην παραδώσει τα χρήματα του δανείου στους αντιπάλους των Μαυρομιχάλη-Κολοκοτρώνη, αλλά έχει αποφασίσει να στηρίξει μια νέα κυβέρνηση που εμφανίζεται ως «τρίτος πόλος» μεταξύ του Κολοκοτρώνη και του Μαυροκορδάτου. Να σημειώσουμε, τέλος, ότι τον Απρίλιο του 1824 ο Μαυροκορδάτος είναι ο -επί προσκλήσει- δικτάτορας της Δ. Ελλάδος, συνεχίζει να είναι ο πρόεδρος του Βουλευτικού (η παραίτησή του δεν έχει γίνει αποδεκτή) και ότι από τον Δεκέμβριο του 1823 το Βουλευτικό έχει καθαιρέσει και αντικαταστήσει όλο το Εκτελεστικό, το οποίο κατηγορούσε -ανεπίσημα- ότι αποτελούσε «σημαιοφόρο της Ρωσίας».
Ψευδές στην επιστολή είναι και το ότι η Επανάσταση, μετά τα Δερβενάκια δεν είχε επιθετική δράση, ως «στερούμενη των αναγκαίων». Η δράση της νεωτερικότητας κατά του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει η Πάτρα και η Εύβοια στα χέρια των Οθωμανών μέχρι το 1829. Εκφράζει το δόγμα «αν είναι το επαναστατικό αποτέλεσμα να φύγει απ’ τα χέρια μας, καλύτερα να μην υπάρχει αποτέλεσμα», το οποίο ανακλά το αντίστοιχο, αγγλικό δόγμα «ή εμείς, ή κανείς».
Ως προς την γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ Μαυροκορδάτου & Λουριώτη: σαφώς και δείχνει ότι τρίτοι θα λάμβαναν γνώση του περιεχομένου, είτε πριν είτε μετά. Το στοιχείο αυτό δείχνει την διεθνή διάσταση της Επανάστασης, η οποία από το 1823 αποκαλύπτεται. Αντίθετα, παραδοσιακοί και νεωτερικοί ιστορικοί συμφωνούν μεταξύ τους ότι η «εθνική» υπόθεση του 21, διεθνοποιείται το 23. Η πρώτη ένδειξη για τη λανθασμένη αυτή εκτίμηση είναι η υπόθεση «Φιλική Εταιρεία» η οποία είναι μυθοποιημένη σε τεράστιο βαθμό [* βλ. στο Πεποιθήσεις και αντιφάσεις στη σχέση Ιωάννη Καποδίστρια – “Φιλικής Εταιρείας”]. Η δεύτερη ένδειξη είναι ο χρόνος εκκίνησης του πολέμου: ο πόλεμος ξεκινά στα μέσα του 1820 στα Ιωάννινα, όταν η Πύλη επιτίθεται στον αποστάτη Αλή πράγμα που προέκυψε από τη συμφωνία Καποδίστρια-Αλή υπό την «εγγύηση» του τσάρου. Το ότι η γλώσσα δεν αποτελούσε το βασικότερο στοιχείο συγκρότησησης του επαναστατημένου έθνους φαίνεται από το ότι πολλοί πρωταγωνιστές μιλούσαν και έγραφαν καλύτερα ιταλικά ή γαλλικά από ελληνικά. Είναι οι ίδιοι που φρόντιζαν για τα ελληνικά σχολεία και για την βιτρίνα της Επανάστασης. Μιας Επανάστασης με την κωδική ονομασία «Σχολείο» ή «Ελληνομουσείο». [* Αυτό ισχύει και για την Εταιρία των Φιλικών η οποία εμφανίζεται το 1818-19]. Ο ίδιος ο Καποδίστριας απαντά -καθυστερημένα- στην προσωρινή κυβέρνηση που τον είχε καλέσει την 1.1.1824 να αναλάβει την διακυβέρνηση με μια επιστολή που σώζεται και στα γαλλικά. Η πρόσκληση είχε γίνει από την κυβέρνηση Μαυρομιχάλη, την οποία καθαίρεσε το Εκτελεστικό λίγες μέρες πριν. Μάλιστα, από το γαλλικό κείμενο μαθαίνουμε ότι η απάντηση του Καποδίστρια έγινε στις 12.12.1824 και όχι στις 12.12.1825 όπως εσκεμμένα μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στις Επιστολές Καποδίστρια (1845), πράγμα που ενδεχομένως σημαίνει η πρωτότυπη γραφή ήταν στα γαλλικά.
Ως προς τον Ανδρέα Λουριώτη: οι παρασκηνιακές συμφωνίες παραμένουν άγνωστες. Φαίνεται όμως ότι η παραδοσιακή πλευρά δεν επέμενε να προτιμά το Τάγμα των Ιπποτών από μια βρετανική δανειοδότηση-αναγνώριση. Ενδεχομένως να χρησιμοποιούσε το Τάγμα προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν στα μέσα του 1823 ο Μαυροκορδάτος απευθύνεται στον Λουριώτη, αυτός αποτελεί τον κοινό απεσταλμένο όλων των επαναστατημένων. Ήδη, όμως, ο περιορισμός του στην 2η θέση έχει αποφασιστεί. Τον Μάιο του 1823 παραιτήθηκε από πρόεδρος του Βουλευτικού ο Ιωάννης Ορλάνδος, γαμπρός των Κουντουριώτηδων, δηλώνοντας ότι επρόκειτο να αναλάβει «άλλα ιερότερα χρέη». Όταν οι παραστάτες (βουλευτές) ρώτησαν τον Ορλάνδο τι εννοούσε, αυτός απάντησε «ότι εννοεί τελείαν παραίτησιν, δια το να στέλληται έξω της Πατρίδος δια υποθέσεις εξίσου αναγκαίας». Άρα, ο Μαυροκορδάτος προαλείφεται για τη θέση του προσυνεννοημένου με το Λονδίνο Ορλάνδου τη στιγμή που γράφεται η επιστολή. Η πρόθεση του Λονδίνου να χρησιμοποιήσει το δάνειο για να επιβληθεί στην παραδοσιακή πλευρά φαίνεται από τον ρόλο που καλείται να παίξει η Ύδρα. Ο Byron έστειλε το Σεπτέμβριο από την Κεφαλονιά τους Trelawny & Browne στην Πελοπόννησο και ο πρώτος έγραψε επί λέξει «το έργο μας περιελάμβανε την αποστολή υδραίων αντιπροσώπων στην Αγγλία για να διαπραγματευτούν ένα δάνειο». Η αναχώρηση του Ορλάνδου έγινε το Νοέμβριο από την Κεφαλονιά (όπου βρισκόταν ο Byron) μαζί με τον Ανδρέα Λουριώτη. Στην επιτροπή «δεν χωρούσε» ο Δημήτριος Περρούκας, χωρούσε όμως ο Ιωάννης Ζαΐμης. Κανένας από τους δυο δεν συνόδευε τους Ορλάνδο & Λουριώτη. Ο Περρούκας προτάθηκε από τον Μαυρομιχάλη. Αποκλείστηκε επειδή «θα καθυστερούσε η αναχώρηση για το Λονδίνο». Ο Ζαΐμης καθυστέρησε να εμφανιστεί, χωρίς να αποκλειστεί από την επιτροπή. Ο Δ. Περρούκας είναι εκείνος που έφερε την επιστολή-πρόσκληση της 1.1.1824 στον Καποδίστρια (το αναφέρει και ο ίδιος ο Καποδίστριας), ενώ η παράταξη των Μαυροκορδάτου-Κουντουριώτη κατηγορούσε την πλευρά Κολοκοτρώνη-Μαυρομιχάλη ότι έστειλε τον Περρούκα στον Καποδίστρια και στο Λονδίνο για να δηλώσει ότι το αίτημα του δανείου δεν αντιπροσώπευε ολόκληρη την Επανάσταση. Όπως τα γεγονότα δείχνουν, το αίτημα του δανείου ήταν κυρίως αίτημα της Αγγλίας και όχι των Ελλήνων, αλλά αυτό θα αναλυθεί σε άλλη ευκαιρία.
Ως προς τον «εμφύλιο»: Ο όρος επιλέχθηκε για να υποκαταστήσει επί το αοριστότερον την επίθεση της «Αθηνάς» στον «Φοίνικα». Επρόκειτο για μια ρήξη μεταξύ νεωτερικότητας και παράδοσης που είχε κορυφωθεί το 1818. Είχε εμφανιστεί και στις προηγούμενες φάσεις: της Επτανήσου Πολιτείας και του Ρήγα. Την ανοιχτή ρήξη του 1824 προκάλεσε συνειδητά η πολιτική των Canning & Bentham. Δεν οφείλεται σε προσωπικές επιλογές (άλλωστε, η πολιτική στα υπερμείζονα θέματα δεν άλλαζε με την εμφάνιση ενός νέου υπουργού) και ο «χριστιανικός χαρακτήρας» της London Greek Committee και των Quakers είναι ένας πρώτος δίαυλος για την έρευνα και την διαπίστωση της ταύτισης ή μη, με τον αντίστοιχο χαρακτήρα που μερικώς έκρυψε ο Υψηλάντης στην κεντρική του προκήρυξη, όχι όμως και στις υπόλοιπες. Αναγκαστικά, η ιστορική ερμηνεία ενός προβληματικού όρου οδηγήθηκε στα γνωστά αδιέξοδα της δήθεν σύγκρουσης «πολιτικών-στρατιωτικών» ή της «τοπικιστικής/ταξικής» σύγκρουσης. Η σύγκρουση αυτή ουδέποτε σταμάτησε στη διάρκεια λειτουργίας του ελλαδικού κράτους. Περνούσε συνεχείς φάσεις αναζωπύρωσης, με πρώτη, αυτήν του 1832 που οδήγησε στην απομάκρυνση του Αυγουστίνου Καποδίστρια.
Τι σημαίνει, λοιπόν, ο σχολιασμός του 1968; Τα λίγα στοιχεία που παραθέσαμε είναι μόνον η αρχή και μιλούν από μόνα τους. Δύσκολα το ελληνικό Πανεπιστήμιο θα μπορούσε μετά το 1970 να παραθέσει έναν κεντρικό ερμηνευτικό άξονα για το 1821 περισσότερο παράλογο. Ακόμα και η κατάντια του «επίσημου 2021» κινήθηκε στο ίδιο πλαίσιο, αλλά με αυτοακυρωτική φαιδρότητα. Το εντυπωσιακότερο είναι ότι ο Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, δεν ανήκε στους νεωτερικούς ιστορικούς του 20ου αιώνα. Οπότε, θα πρέπει κάποιος να αναζητήσει την αιτιολόγηση της στάσης του μεταξύ του «δεν γνωρίζω» και «δεν αποκαλύπτω» την οποία ακολούθησε η παραδοσιακή Ακαδημία Αθηνών (παρόμοια περίπτωση αποτελούσε ο Ελευθέριος Πρεβελάκης). Μετά την περίοδο του Φιλήμονα, που μόνον πλαγίως αποκάλυπτε ή έθετε ερωτήματα, ακολούθησε η «συμφιλιωτική» ιστορική περίοδος Παπαρρηγόπουλου. Αυτή οδήγησε στην Ξάνθεια εκδοχή της Οδησσού. Είχε τη βάση της σε δεδομένους επτασφράγιστους πυλώνες, όπως η περιπετειώδης ανάδειξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τα του Αλή πασά. Η παπαρρηγοπούλεια ιστορία ουσιαστικά αποτελούσε μνημονιακό όρο της διεθνούς συμφωνίας για την επέκταση του ελληνικού Βασιλείου που έγινε στην δεκαετία του 1840. Ενέτασσε το χριστιανικό ελληνικό παρελθόν στην ιστορία του επαναστατημένου έθνους, υπό τον όρο το παρελθόν αυτό να είναι «εθνικό», συμβατό δηλ. με τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις. Όμως, ο δρόμος προς την αλήθεια είχε όμως και αντικειμενικές δυσκολίες. Βαριά παρακαταθήκη αποτελούσε η κεντρική σιωπή και η αρχηγική απόκρυψη. Υπήρχε έγγραφη δήλωση του Καποδίστρια (Δεκ. 1826) ότι δεν είχε σχέση ούτε ο ίδιος, ούτε ο τσάρος Αλέξανδρος με την οργάνωση και πυροδότηση της Επανάστασης. Η δήλωση αυτή κρίθηκε ως προαπαιτούμενο απαραίτητο, ώστε να γίνει δεκτή η παραίτησή του από την ρωσική υπηρεσία και να γίνει εφικτή η μεταβίβαση εξουσίας, φαινομενικά από τον Κουντουριώτη και την Επιτροπή Ζακύνθου, ουσιαστικά από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ιδιαίτερη βαρύτητα σ’ αυτή τη δήλωση είχε το «συμβάν Γαλάτη». Κι ενώ μέσω αυτού φαινόταν ο ρόλος της Φιλομούσου, ο ρόλος της Μόσχας και ο ρόλος του τσάρου, η ιστορία βρήκε τρόπο να το εντάξει κι αυτό στην προκρούστεια Φιλική.
Το πλέον αστείο συμπέρασμα που προκύπτει από την «εξήγηση Πρωτοψάλτη» είναι, ότι μετά το ευρωπαϊκό «ΟΧΙ» στη Βιέννη του 1814 ως προς το «ελληνικό ζήτημα», μετά την Ιερά Συμμαχία και την άτυπη εγγύηση των συνόρων της Οθωμανίας από τους Ευρωπαίους, ο Σκουφάς με τους συντρόφους του «αποφάσισαν την επανάσταση», επιλέγοντας ως πλέον πρόσφορο μέρος για την έδρα τους το κράτος εκείνο που -σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο- απειλούσε να συντρίψει ολόκληρη την Ευρώπη (qui menace d’écraser l’Europe toute entière). Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική έπρεπε να επιλέξουν μια περιοχή του Λονδίνου, ώστε να είναι κοντά στην Crown & Anchor Tavern. Μήπως δεν το έκαναν, επειδή εκεί δεν υπήρχαν Καποδίστριες, Μουρούζηδες, Μαυρογένηδες, Υψηλάντες να υπηρετούν τον «ελεύθερο κόσμο» ενάντια στον ανελεύθερο ρωσικό κολοσσό;
Δύο αιώνες πέρασαν και μόνο ως κολοσσιαίο αστείο μπορεί κάποιος να εκλάβει τον αέναο παραλογισμό των ιστορικών ως προς την οργάνωση και την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης. Πιο κολοσσιαίο και από την Ρωσία του 1800, σύμφωνα με την περιγραφή του Αλ. Ν. Μαυροκορδάτου. Αλλά γι’ αυτό ευθύνεται κυρίως η πλευρά του Καποδίστρια. Χωρίς λόγο;
Στέργιος Ζυγούρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου