(Β΄ Κορ. θ΄ 6-11)
Ἀδελφοί,«ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καὶ θερίσει» (Β΄ Κορ. 9,6)
Ἀγαπητοί μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς πῶ μερικὰ ἁπλᾶ λόγια. Θὰ προσπαθήσωνὰ σᾶς δείξω κάποια θαύματα, θαύμα τα ἠθικά, ποὺ μποροῦν νὰ συντελεσθοῦν στὴν καρδιὰ τοῦ καθενός μας. Γι᾽ αὐτὰ μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Θὰ ἑρμηνεύσουμε μία μόνο λέξι. Πῶς ἀρχίζει· Ἀδελφοί, λέει, «ὁ σπείρων φειδομένως», ὅποιος σπέρνει λίγο, «λίγο καὶ θὰ θερίσῃ, καὶ ὅποιος σπέρνει πολύ, πολὺ καὶ θὰ θερίσῃ» (Β΄ Κορ. 9,6). Μιλάει γιὰ σπορὰ καὶ σπορέα.
῾Ρίχνω ἕνα βλέμμα ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ στὸ βιβλίο τῆς φύσεως κι ἀπὸ τὴν ἄλλη στὸ βιβλίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, καὶ διακρίνω 4 - 5 εἴδη σπορᾶς, τὸ ἕνα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο.
⃝ Τὸ πρῶτο εἶδος εἶνε ἡ σπορὰ τοῦ φυσικοῦ σπόρου στὴ γῆ ἀπὸ τοὺς γεωργούς. Ἐάν,ἀγαπητοί μου, τώρα τὸ φθινόπωρο βγοῦμε στὴν ὕπαιθρο, θὰ δοῦμε ἕνα ὡραῖοθέαμα. Ἔγινε ἕνα θαῦμα· παρ᾽ ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀσέβειές μας, γιὰ τὶς ὁποῖεςθά ᾽πρεπε ὁ οὐρανὸς νὰ κλείσῃ, ἔδωσε ὁ Θεὸς κ᾽ ἔπεσε στὰ χωράφια βροχούλα.Αὐτὴ ἡ βροχὴ εἶνε χρυσάφι. Μ᾽ αὐτὴν τὸ χῶμα μαλακώνει , τ᾽ ἀλέτρια ἀνοίγουν αὐλάκια καὶ οἱ γεωργοὶ σπέρνουν τὸ σπόρο.Εὐλογημένη ἡ ὥρα τῆς σπορᾶς,εὐλογημένος ὁ χωρικὸς ποὺ μὲ τὸν ἱδρῶτα του ποτίζει τὴ γῆ νὰ δώσῃ καρπό. Ἡ Ἐκκλησία μας προσεύχεται «ὑπὲρ …εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς» (θ. Λειτ.).
⃝ Θὰ μοῦ πῆτε· Αὐτὰ νὰ τὰ πῇς στοὺς χωρικούς· ἐμεῖς δὲν ἔχουμε γῆ νὰ καλλιεργήσουμε… Ἀδελφοί μου, καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς καὶ ἀκτήμων ἔχει κάποιο ἄλλο χωράφι· χωράφι πνευματικό, ἄυλο, τὸ ὁποῖο εἶνε ὑποχρεωμένος νὰτὸ καλλιεργήσῃ. Μία γῆ χωρὶς καλλιέργεια γεμίζει πέτρες καὶ χορταριάζει. Ἔτσι καὶ τὸ πνευματικό μας χωράφι, ὁ ἄλλος αὐτὸς ἀγρὸς μὲ τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία, δηλαδὴ τὸ πνεῦμα, ἡ ψυχή μας· ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καλλιέργεια · πρέπεινὰ βγάλουμε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὰ ἀγκάθια, τὶς πέτρες, τοὺς ὀγκολίθους· νὰ περάσῃ ἐπάνω στὴν ψυχὴ τὸ ἀλέτρι. Εἶνε καλὸς ὁ λαός μας, εὐγενικός, ἔχει ἀρετές, ἀλλὰ ἔμεινε ἀκαλλιέργητος καὶ ἔγινε γῆ χέρσα. Θέλει καλλιέργεια. Εἶνε κατάρα γιὰ ἕνα τόπο νὰ μένῃ ἡ γῆ του ἀκαλλιέργητη· ἀλλὰ μεγαλύτερη κατάρα εἶ νε ὅταν δὲν καλλιεργοῦνται οἱ ψυχές. Ἐπάνω στὶς ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων, μικρῶν καὶ μεγάλων, πρέπει νὰ περάσουν τὰ τρακτὲρτὰ πνευματικά, νὰ σκάψουν βαθειά, καὶ μετὰ νὰ πέσῃ ὁ πολύτιμος σπόρος. Ποιός εἶνε ὁ σπόρος ποὺ πρέπει νὰ πέσῃ στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ, τοῦ νέου, τοῦ πλουσίου, τοῦ φτωχοῦ, τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ; Τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου.
Εὐλογημένη ἡ ὥρα ποὺ ὁ γεωργὸς σπέρνει στὸ χωράφι, καὶ τρισευλογημένη ἡ ὥρα ποὺ ὁ κήρυκας παίρνει ἀπ᾽ τὴν ἀποθήκη τ᾽ οὐρανοῦ τὸν ἀνεκτίμητο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου καὶ σπέρνει ὅπου ὑπάρχει ψυχὴ δεκτική. Δεύτερο λοιπὸν εἶδος σπορᾶς εἶνε τὸ φύτεμα τοῦ θείου λόγου στὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοὺς κήρυκες.
⃝ Ἀλλὰ θὰ μοῦ πῇ πάλι κάποιος ἄλλος· Ἐγὼ δὲν εἶμαι οὔτε γεωργὸς οὔτε ἱεροκήρυκας, γιὰ νὰ σπέρνω… Ὑπάρχει, ἀγαπητέ μου, καὶ ἕνα ἄλλο τρίτο εἶδος σπορᾶς. Ποιό; Εἶνε αὐτὴ ἀκριβῶς γιὰ τὴν ὁποία μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστολος· εἶνε μία λέξι τόσο παρεξηγημένη στὴν ἐποχή μας. Ἡ σπορὰ αὐτὴ εἶνε ἡ ἐλεημοσύνη . Προσέξτε ὅμως, γιατὶ ὑπάρχει ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλεημοσύνη τοῦ διαβόλου. Δὲν μιλάω γι᾽ αὐτήν, γιὰ τὴν «ἐλεημοσύνη» ἐκείνων ποὺ πετοῦν λίγη στάχτη στὰ μάτια τῶν φτωχῶν τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα, ἐνῷ αὐτοὶ μεθοῦν καὶ διασκεδάζουν· ἢ ἐκείνων ποὺ ἐλεοῦν κατ᾽ἀνάγκην, γιατὶ περνάει ὁ ἔρανος καὶ πρέπει κάτι τέλος πάντων νὰ ῥίξουν, ἢ γιὰ νὰ ξεφορτωθοῦν τὸ ζητιάνο ποὺ τοὺς ἐνοχλεῖ· ἢ ἐκείνων ποὺ δίνουν κάτι γιὰ νὰ γραφῇ τὸ ὄνομά τους στὶς ἐφημερίδες ἢ σὲ μαρμάρινη πλάκακαὶ νὰ τοὺς τιμοῦν· ἢ ἐκείνων ποὺ ἔχουν σκοποὺς σκοτεινούς, ἐλεοῦν τὴ χήρα γιὰ νὰ τὴνἐκμαυλίσουν καὶ τὸ ὀρφανὸ γιὰ νὰ τὸ ἐκμεταλλευθοῦν.
Τέτοια ἐλεημοσύνη δὲν θέλει ὁ Θεός. Μιλάω γιὰ τὴ θεάρεστη ἐλεημοσύνη,γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἐλεεῖ ἄδολα, ἀπὸ ἀγάπη, καὶμυστικά, εἴτε ἐκ τοῦ περισσεύματος εἴτε ἀκόμη περισσότερο ἐκ τοῦ ὑστερήματός του.Γι᾽ αὐτὸν ποὺ κάνει τέτοια ἐλεημοσύνη τὸἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα λέει, ὅτι αὐτὸς σπέρ-νει.
Ποῦ σπέρνει; στὸν κόσμο τῶν φτωχῶν καὶδυστυχισμένων. Σπορὰ ἁγία, μεγαλειώδης. Ἀκούσατε τί εἶπε σήμερα γιὰ τὸν ἐλεήμονα αὐ-τὸν ὁ ἀπόστολος καὶ ὁ ψαλμῳδός· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Β΄ Κορ. 9,9 = Ψαλμ. 111,9). Σκορπᾶνε οἱ υἱοὶ τοῦ διαβόλου (ὁ ἄσωτος, ὁ χαρτοπαίκτης,ὁ μοιχός, ὁ πόρνος), ἀλλὰ σκορπάει καὶ ὁ δίκαιος, τὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Τὰ λεφτὰ ποὺ κρύβουν οἱ φιλάργυροι σὲ σεντούκια καὶ χρηματοκιβώτια ἢ τὰ μεταφέρουν στὴν Ἑλβετία, αὐτὰ –νὰ τὸ θυμᾶστε– ὄχι μόνο εἶνε ἄχρηστα ἀλλὰ καὶ θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺὁ διάβολος θὰ τὰ ξεθάψῃ καὶ θὰ τὰ χρησιμοποήσῃ γιὰ κακοὺς σκοπούς του. Τὰ λεφτὰ αὐτὰ θὰ γίνουν φίδια, εἶνε σὰν τριάκοντα ἀργύρια Ἰούδα, καταραμένα. Τὸ μόνο χρῆμα ποὺ μένει καὶ φέρνει τόκο καὶ ἐπιτόκιο, εἶνε αὐτὰ ποὺ δίνεις κρυφὰ ἐλεημοσύνη. Ἕνα δίνεις, ἑκατὸ θὰ σοῦ ἔρθουν. Εἶνε γραμμένο· «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
⃝ Σᾶς ἔδειξα τὴν πρώτη σπορὰ τοῦ γεωργοῦ, τὴ δεύτερη σπορὰ τοῦ ἱεροκήρυκος, τὴν τρίτη σπορὰ τοῦἐλεήμονος ἀνθρώπου. Καὶ τώρα μιὰ ἄλλη σπορὰ ἀκόμη ἀνώτερη. Ποιά εἶνεα ὐτή; Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ἅγιος; Ἐγὼ εἶμαιἁμαρτωλός, ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Ἐμεῖς ὅλοι, καὶ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, καὶ πατριάρχες καὶ καλόγεροι, καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί, καὶ ἀριστεροὶ καὶδεξιοί, καὶ κόκκινοι καὶ πράσινοι καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. «Πάντες ἐξεκλίναμεν, πάντες ἠχρειώθημεν» (῾Ρωμ. 3,12). Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ὅ,τι ἔκανε ὁ Δαυΐδ· ἔπεσε σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔκλαιγε, ξυπνοῦσε τὴ νύχτα καὶ μούσκευε τὸ προσκέφαλο καὶ τὸ στρῶμα του μὲ δάκρυα· «ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρξω»(Ψαλμ. 6,7).
Ὅλοι χύσαμε πολλὰ δάκρυα σ᾽ αὐτὴ τὴν «κοιλάδα (τοῦ) κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,7) . Ποιος δὲν ἔκλαψε! Ἀλλὰ τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶνε χαμένα. Μέσα στὸν ὠκεανὸ τῶν δακρύων, δῶστε μου μερικὰ ποὺ θὰ γίνουν διαμάντια! Ποιά εἶν᾽ αὐτά; Εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας , ἐκεῖ να ποὺ πέφτουν μπροστὰ στὸν πνευματικὸ πατέρα ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς γονατίζει καὶ ἐξομολογεῖταιτ᾽ ἁμαρτήματά του. Τὸ δάκρυ ἐκεῖνο τὸ παίρνουν ἄγγελοι σὲ χρυσὸ δίσκο –δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας–καὶ τὸ ἀνεβάζουν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ· κ᾽ ἐκεῖ ποὺ πέφτει τὸ δάκρυ ἐκεῖ νο, γεμίζει ὁ παράδεισος ἀπὸ ἀμάραντα κρίνα καὶ τριαντάφυλλα. Ναί, ἀδελφοί μου.
⃝ Καὶ τώρα ἡ τελευταία σπορά. Ποιά εἶνε αὐτή;Εἶνε σπόρος Γεθσημανῆς, «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος» (Λουκ. 22,44). Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε τὸ χριστιανισμὸ νὰ ῥιζώσῃ. Ποιό νομίζετε ἦταν; τὰ θαύματα, τὰ κηρύγματα, οἱ διδασκαλίες, ἡ φιλανθρωπία; Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε τὸ δεντρὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ φουντώσῃ εἶνε τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων!
Ἕνας διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπολογητὴς καὶ μάρτυρας, λέει, ὅτι τὸ αἷμα τῶν μαρτύ-ρων εἶνε ὁ σπόρος τῆς Ἐκκλησίας. Διαβάστε τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Ὅπου ἔπεφτε αἷμαμαρτύρων, ἐκεῖ καὶ δήμιοι, ποὺ κρατοῦσαν ξίφη καὶ μαχαίρια, ἔπεφταν στὰ γόνατα καὶ ἔλεγαν· Κ᾽ ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός! Ὅπου ἔπεφτε ἕνας μάρτυρας, πίστευαν πέντε, δέκα, ἑκατό,διακόσοι, χίλιοι, χιλιάδες πολλές.
Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει, ὅτι κάθε πρᾶγμα ἔχει τὸν καιρό του· «καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι» · ὑπάρχει καιρὸς σπορᾶς καὶ καιρὸς θερισμοῦ» (βλ. Ἐκκλ. 3,1,17) . Ὁ χρόνος ποὺ ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτὸν εἶνε καιρὸς νὰ σπείρουμε· εἶνε καιρὸς γεωργικῆς ἐργασίας ἀλλὰ καὶ καιρὸς ἀλληλεγγύης, ἐλεημοσύνης, καλῶν ἔργων, καιρὸς μετανοίας καὶ δακρύων, καιρὸς μαρτυρίας καὶ ἀγώνων. Ἂς ἐργασθοῦμε, ἂς μιμηθοῦμε τοὺς ἁγίους καὶ μάρτυρες.
Ὁ ἅγιος Ἱλαρίων π.χ. (γιορτάζει στὶς 21 Ὀκτωβρίου) ἔσπειρε ἔλεος, διδαχή, δάκρυα. Ὅταν ἔμεινε ὀρφανός, πούλησε ὅλη τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε καὶ «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησι…». Μετὰ πῆρε ἕνα ῥαβδὶ ἱεραποστολικό, γύρισε χωριὰ καὶ πολιτεῖες, κήρυξε «Χριστὸν ἐσταυρωμένον, …Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. 1,23-25) , καὶ ἔσπειρε στὶς ψυχὲς τὸ εὐαγγέλιο. Τέλος πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἅγιο Ἀντώνιο, κάθησαν μαζὶ στὴ σπηλιὰ καὶ ἔκλαψαν τ᾽ ἁμαρτήματά τους καὶ τοῦ κόσμου.
Ἂς σπείρουμε κ᾽ ἐμεῖς , γιὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τοῦ ἁγίου Ἱλαρίωνος καὶ ὅλων τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀντωνίου Περιστερίου - Ἀθηνῶν τὴν 21-10-1962.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου