Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;
Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.
Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.
Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
Νεοελληνική απόδοσις
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, ἦλθε ὁ Ίησοῦς ἕξη ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα εἰς τὴν Βηθανίαν, ὅπου ἦτο ὁ Λάζαρος, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει καὶ τὸν ὁποῖον ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ἐκεῖ τοῦ ἔκαναν δεῖπνον καὶ ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε, ὁ δὲ Λάζαρος ἦτο μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἦσαν μαζί του στὸ τραπέζι. Ἡ Μαρία τότε ἐπῆρε μίαν λίτραν γνησίου πολυτίμου μύρου νάρδου, ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ εσφόγγισε μὲ τὰ μαλλιά της, καὶ τὸ σπίτι ἐγέμισε ἀπὸ τὴν μυρωδιὰ τοῦ μύρου.
Λέγει τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἰούδας, ὁ υἱὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης, ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν παρέδιδε, «Γιατὶ δὲν ἐπουλήθηκε αὐτὸ τὸ μύρον γιὰ τριακόσια δηνάρια καὶ δὲν ἐδόθηκε εἰς τοὺς πτωχούς;». Αὐτὸ τὸ εἶπε ὄχι ἀπὸ ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ διότι ἦτο κλέπτης καὶ εἶχε τὸ ταμεῖον καὶ ἀφαιροῦσε ἐκεῖνα ποὺ ἔβαζαν μέσα.
Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Ἄφησέ την· διὰ τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τὸ ἐφύλαξε· διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας, ἐνῷ ἐμὲ δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔμαθαν ὅτι εἶναι ἐκεῖ, καὶ ἦλθαν ὄχι μόνον διὰ τὸν Ἰησοῦν, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ ἰδοῦν τὸν Λάζαρον, τὸν ὁποῖον ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν.
Οἱ ἀρχιερεῖς τότε ἀπεφάσισαν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν Λάζαρον, διότι ἐξ αἰτίας του πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔφευγαν καὶ ἐπίστευαν στὸν Ἰησοῦν. Τὴν ἑπομένην ἡμέραν πολὺς κόσμος ποὺ εἶχε ἔλθει εἰς τὴν ἑορτήν, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπῆραν κλάδους ἀπὸ φοίνικας καὶ ἐβγῆκαν πρὸς προϋπάντησίν του καὶ ἔκραζαν, «Ὡσαννά, εὐλογημένος νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εὑρῆκε ἕνα μικρὸν ὄνον, καὶ ἐκάθησε ἐπάνω του, καθὼς εἶναι γραμμένον, «Μὴ φοβᾶσαι, θυγατέρα Σιών, νά, ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθισμένος εἰς ἕνα πουλάρι ὄνου». Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ κατάλαβαν τότε οἱ μαθηταί του, ἀλλ’ ὅταν ἐδοξάσθηκε ὁ Ἰησοῦς, τότε θυμήθηκαν ὅτι αὐτὰ ἦσαν γραμμένα γι’ αὐτόν καὶ ὅτι τοῦ τὰ ἔκαναν. Ὁ δὲ κόσμος ποὺ ἦταν μαζί του ἔδινε μαρτυρίαν ὅτι ἐφώναξε τὸν Λάζαρον ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ τὸν ὑποδέχθηκε ὁ κόσμος διότι ἄκουσαν ὅτι ἔκανε αὐτὸ τὸ θαῦμα.
Σύντομος ερμηνεία
«Ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ»
. Μόλις ἕξι ἠµέρες ἀπέµεναν γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Καὶ κόσµος πολὺς εἶχε συγκεντρωθεῖ στὴν Ἰερουσαληµ. Σὰν ἀστραπὴ εἶχε διαδοθεῖ ἡ εἴδηση γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Γι᾽ αὐτὸ πολλοὶ ποὺ ἔµαθαν ὅτι ὁ Κύριος ἐπρόκειτο νὰ εἰσέλθει στὰ Ἱεροσόλυµα, αὐθόρµητα ἔσπευσαν νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν ὡς τὸν ἀναµενόµενο Μεσσία καὶ νὰ Τοῦ ἀποδώσουν τιµὲς βασιλιᾶ. Καὶ τί ἔκαναν; «Ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον ὡσαννά, εὐλογηµένος ὁ ἐρχόµενος ἐν ὀνόµατι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Μὲ ἀφορµὴ λοιπὸν τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἐπεφύλαξε τότε ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς στὸν Κύριο, ἂς δοῦµε πῶς καλούµαστε κι ἐµεῖς νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦµε.
1. «Ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων »
. Ἡ πρώτη αὐθορµητη κίνηση ποὺ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἦταν νὰ κόψουν κλαδιὰ ἀπὸ τοὺς φοίνικες ποὺ βρίσκονταν κατὰ µῆκος τοῦ δρόµου, γιὰ νὰ τὰ κρατήσουν κατὰ τὴν ὥρα τῆς ὑποδοχῆς. Αὐτὰ «τὰ βαΐα τῶν φοινίκων» ἦταν σύµβολα νίκης καὶ θριάµβου.
Φανερὴ ἀπόδειξη ὅτι ὑποδέχονταν ὄχι ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο ἢ ἕνα προφήτη, ἀλλὰ τὸν Μεσσία Χριστό. Αὐτὸν ποὺ ἀνασταίνοντας τὸν τετραήµερο Λάζαρο προµήνυσε τὴν ὁριστικὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τὴν κατάλυση τοῦ κράτους τῆς ἁµαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Ἂς κρατήσουµε λοιπὸν κι ἐµεῖς αὐτὴ τὴν ἠµέρα τὰ βάγια ποὺ µᾶς προσφέρει ἡ ἁγία µας Ἐκκλησία. Νὰ τὰ κρατήσουµε ὡς σύµβολα. Σύµβολα ἀρετῶν καὶ σύµβολα τῆς νίκης κατὰ τῆς ἀµαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Νὰ τὰ κρατήσουµε ὡς τὴν ἀδιάψευστη ἐγγύηση ὅτι µὲ τὴν χάρη καὶ τὴν δύναµη τοῦ Χριστοῦ µποροῦµε κι ἐµεῖς νὰ ἀναδειχθοῦµε «νικητὲς τῶν παραλόγων παθῶν». Καὶ ὅπως µᾶς προτρέπουν καὶ οἱ ὔµνοι τῆς ἑορτῆς: «Βαΐα ἀρετῶν, ἀδελφοί, προσάξωµεν Χριστῷ τῷ Θεῶ», δηλαδὴ ἂς προσφέρουµε στὸν Χριστὸ καὶ Θεό µας σὰν ἄλλα βαΐα, πράξεις ἐνάρετες καὶ ἅγιες.
. Ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀγωνιστήκαµε γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τῶν παθῶν µας καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἁγίων ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐτὰ τὰ «βαΐα τῶν ἀρετῶν» ἂς ὑποδεχθοῦµε τὸν Κύριο. Κι ἂν µἔχρι τώρα δὲν ἀγωνιστήκαµε ὅσο ἔπρεπε, τουλάχιστον αὐτὲς τὶς ἡµέρες ἂς τὶς ζήσουµε µὲ περισσότερη ταπείνωση καὶ ἀγάπη, µὲ µακροθυµία καὶ συγχωρητικότητα, µὲ νηστεία καὶ ἐγκράτεια. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ καλύτερη προσφορά µας στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.
2. «Ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ»
. Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸν Κύριο. Ἄφησαν τὶς καθηµερινὲς ἀσχολίες τους καὶ ἔτρεξαν νὰ Τὸν ὑποδεχθοῦν µὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασµό.
. Κι ἐµεῖς τὶς ἠµέρες αὐτὲς θὰ δοῦµε τὸν Κύριο «ἐρχόµενον πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος». Ἂς µἡ µείνουµε ἀδιάφοροι ἢ ἀπορροφηµένοι στὶς ἀσταµάτητες ἐργασίες µας. Κάθε ἠµέρα τὴν Μεγάλη Ἑβδοµάδα ἡ καµπάνα τῆς ἐκκλησίας κτυπᾶ καὶ ὁ Κύριος περιµένει ... «Δεῦτε οὖν καὶ ἠµεῖς κεκαθαρµέναις διανοίαις συµπορευθῶµεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶµεν».
Ἂς βγοῦµε κι ἐµεῖς ὄχι µόνο γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦµε τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ συµπορευθοῦµε καὶ νὰ συσταυρωθοῦµε µαζί του. Νὰ Τὸν ἀκολουθησουµε δηλαδὴ ὄχι τυπικὰ ἢ µὲ ἕναν πρόσκαιρο καὶ ἐπιφανειακὸ συναισθηµατισµὸ ἀλλὰ µὲ οὐσιαστικὴ συµµετοχὴ στὸ Πάθος του. Μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ µὲ ἀπόφαση ὁριστικὴ νὰ νεκρώσουµε τὴν ἀµαρτία µέσα µας καὶ νὰ ἀκολουθήσουµε τὸ θέληµά του.
. Εἴδαµε τοὺς Ἰουδαίους νὰ ὑποδέχονται τὸν Χριστό. Τοὺς ἀκούσαµε νὰ Τὸν ἐπευφηµοῦν µὲ ζητωκραυγὲς καὶ «ὠσαννά». Πόσο γρήγορα ὅµως ἄλλαξαν στάση ἀπέναντί του! «Μετὰ κλάδων ὑµνήσαντες πρότερον, µετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον», ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ἕνα τροπάριο. Ἂς προσέξουµε πολὺ νὰ µἡ φανοῦµε ἀγνώµονες ὅπως ἐκεῖνοι. Ἂς ἐτοιµάσουµε τὴν ψυχὴ µας, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦµε ἀξίως τὸν Κύριο καὶ νὰ Τὸν δοξάσουµε ὡς τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτή µας.
ΠΗΓΗ: περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», ἀρ. τ. 2021, 15.04.2011
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/04/blog-post_27.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου