Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Ευαγγελιστής Ματθαίος παρουσιάζει το περιστατικό της θεραπείας του δαιμονιζόμενου εκείνου νέου τον οποίο ο διάβολος τυραννούσε για χρόνια, ρίχνοντάς τον άλλοτε στη φωτιά και άλλοτε στο νερό για να τον εξολοθρεύσει. Ο νέος μεταφέρεται εμπρός στον Ιησού από τον ίδιο τον πατέρα του, ο οποίος «γονυπετών» παρακαλεί και λεει: «Κύριε, ελεησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Μάλιστα λέει στον Κύριο ότι τον έφερε εις τους μαθητές Του και δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν.
Η θεραπεία
Ο Κύριος λοιπόν με την άμετρη δύναμή Του, αλλά και την άρρητη φιλανθρωπία Του θεραπεύει τον νέο και απαλλάσσει «το έργο των χειρών Του» από την τυραννία του διαβόλου, επεμβαίνει τη στιγμή που το δαιμόνιο για ακόμη μια φορά επιτίθεται στο δυστυχισμένο νέο ρίχνοντας και κτυπώντας τον στο έδαφος. Και ενώ οι μαθητές «ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύεσαι» , ο Ιησούς το «επιτίμησε» και έφυγε από το νέο και έγινε εντελώς καλά.
Βλέπουμε τον άνθρωπο όταν βρίσκεται μακράν του Θεού να είναι ανίκανος να φυλάξει τον εαυτό του. Τα πάθη και οι αμαρτίες τον υποδουλώνουν και γίνεται υποχείριο των δαιμόνων, μη μπορώντας να απαλλαγεί. Η συνάντηση όμως και επαφή με τον Χριστό δίνει στον άνθρωπο την ελευθερία του.
Προϋποθέσεις για το Θαύμα
Γιατί όμως οι μαθητές του Χριστού παρόλο που με τη χάρη Του, τους έδωσε εξουσία εναντίων των ακαθάρτων πνευμάτων, δεν μπόρεσαν να διώξουν το δαιμόνιο από το νέο; Για να γίνει το θαύμα σύμφωνα με όσα ο Χριστός δίδασκε, απαιτούνται κάποιες προϋποθέσεις.
α) Πίστη
Βασική προϋπόθεση είναι η πίστη απ’ όσους τον πλησιάζουν τον Κύριο και τον επικαλούνται. Την αδυναμία των Μαθητών να θεραπεύσουν τον δαιμονισμένο, ο Χρίστος την αποδίδει αρχικά στη μεγάλη απιστία του πατέρα. «Ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», του είπε, σύμφωνα με όσα αναφέρει στο παράλληλο κείμενο ο ευαγγελιστής Μάρκος. Αν δηλαδή πιστεύεις, όχι μόνο το δαιμόνιο θα φύγει, αλλά και όλα μπορούν να γίνουν κατορθωτά. Ακόμη ο Χριστός, ταλανίζει την απιστία των συμπατριωτών του και συνεπώς και του πατέρα του παιδιού, αλλά και των Μαθητών Του, όπως θα δούμε πιο κάτω: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! Εώς πότε έσομαι μεθ’ υμών; Εώς πότε ανέξομαι υμών;»
Εάν όμως η απιστία αυτού που προσήλθε ήταν η αιτία να μην εξέλθει ο δαίμονας, τότε γιατί κατηγορεί και τους Μαθητές Του, όπως φαίνεται στη συνέχεια της περικοπής; O άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος απαντώντας στο ερώτημα λέει πως θέλει να τους δείξει, ότι και χωρίς την πίστη αυτών που πλησιάζουν, πολλές φορές είναι δυνατόν αυτοί που έχουν τη χάρη να τους θεραπεύουν. Διότι εξηγεί όπως πολλές φορές στο παρελθόν η πίστη αυτού που ζητούσε θεραπεία φάνηκε αρκετή για να εκπληρωθεί το αίτημα ακόμη και από πολύ κατώτερους από τους Αποστόλους, έτσι ακριβώς πολλές φορές άρκεσε η δύναμη εκείνων που θεράπευαν, να θαυματουργήσουν και χωρίς να πιστεύουν οι ασθενείς. Θυμίζει εδώ ο Άγιος την περίπτωση του Προφήτη Ελισσαίου κατά την οποία ο νεκρός αναστήθηκε παρόλο που κανένας δεν πίστευε. Διότι αυτοί που τοποθέτησαν το νεκρό σώμα μέσα στο μνήμα του Ελισσαίου το έκαναν από φόβο και δειλία και όχι από πίστη. Εντούτοις όμως με μόνη τη δύναμη του αγίου σώματος του προφήτη, ο νεκρός αναστήθηκε.
Γι’ αυτό ο Χριστός απαντώντας ιδιαιτέρως στους Μαθητές Του και θέλοντας να τους διδάξει περισσότερο, τους λέει ότι εξαιτίας της δικής τους απιστίας δεν έγινε το θαύμα. Μπορούμε όμως να πούμε ότι οι Απόστολοι δεν είχαν πίστην «ως κόκκον συνάπεως»; Απαντώντας και πάλιν στο ερώτημα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μας λέει πως πράγματι η πίστη των Αποστόλων δεν ήταν εξ αρχής η ίδια. Η πίστη τους αυξήθηκε μετά την Ανάσταση του Κυρίου, την Ανάληψη του, αλλα και μετά από την Πεντηκοστή.
β) Προσευχή και νηστεία
Ο Χριστός λοιπόν θέλοντας να διδάξει και αυτούς αλλά κι εμάς τους μετέπειτα Χριστιανούς και μαθητές του πως αποκτούνται τα πνευματικά χαρίσματα, λεει στους Αποστόλους: «αυτό το γένος δεν εκδιώκεται με άλλον τρόπο, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».
Η νηστεία μαζί με την πίστη προσφέρει μεγάλη δύναμη. Αυξάνει την ευσέβεια και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε άγγελο και μπορεί έτσι να αγωνίζεται εναντίον των ασωμάτων δαιμόνων. Αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει από μόνη της η νηστεία, αλλά χρειάζεται και προσευχή και μάλιστα η προσευχή είναι αυτή που κατέχει την πρώτη θέση.
Αυτός που νηστεύει είναι απαλλαγμένος από περιττά βάρη, ελαφραίνει το σώμα και αποκτά φτερά για να μπορεί να προσεύχεται με καθαρή καρδιά. Η νηστεία σβήνει τις πονηρές επιθυμίες, ταπεινώνει την υπερηφανευόμενη ψυχή και εξευμενίζει τον Θεό. Καθώς ο άνθρωπος καθαρίζεται από τις περιττές ανάγκες και μέριμνες με τη νηστεία, μπορεί και προσεύχεται πιο δυνατά και ειλικρινά. Αυτή η προσευχή γίνεται δυνατότερη από τη φωτιά και προσελκύει ευκολότερα τη χάρη του Θεού.
Η στέρηση από τη νηστεία και η αποφυγή των άλλων αμαρτωλών παθών, είναι μερικές θυσίες, που μας κάνουν έστω και στο ελάχιστο κοινωνούς στη θυσία και τα παθήματα του Κυρίου μας. Γι αυτό ο Κύριος, αφού μίλησε στους Μαθητές Του για νηστεία, στη συνέχεια αναφέρθηκε στο θάνατό Του, ίσως γιατί και με τη μικρή θυσία της νηστείας, γινόμαστε «κοινωνοί» στη δική Του Θυσία. Με την πίστη, αναγνωρίζει την αποτυχία του να τελειωθεί μακριά από τον Θεό και επιστρέφει στην πηγή της ζωής, τον Θεό, που εγκατέλειψε. Έτσι γίνεται κοινωνός της Χάριτος και νικά τον διάβολο.
http://www.imconstantias.org.cy/797.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου