«Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι. Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται…» (Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, Λόγος Κατηχητικός Κυριακής του Πάσχα).
Εορτάζουμε σήμερα την πιο μεγάλη γιορτή της Εκκλησίας, το μέγιστο γεγονός της πίστης μας, την εκ νεκρών Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλήθεια! Αυτή η αγία μέρα είναι «εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων» (βλ. Ειρμό η΄ ωδής Κανόνος της Αναστάσεως). Η Ανάσταση του Θεανθρώπου Ιησού είναι η νίκη της ζωής εναντίον του θανάτου˙ ο Χριστός με το θάνατό του κατατρόπωσε το θάνατο και χάρισε σε μας την αιώνια ζωή.
Η σημερινή εορτή είναι και η απαρχή του εκκλησιαστικού έτους. Οι αποστολικές περικοπές του πασχάλιου κύκλου, που φτάνει μέχρι την Πεντηκοστή, αντλούνται από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Συγγραφέας είναι ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος στο βιβλίο αυτό εξιστορεί την ίδρυση της Εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα, την εξάπλωση του κηρύγματος της Αναστάσεως τόσο στην Παλαιστίνη όσο και σε άλλα ειδολολατρικά έθνη και ιδιαίτερα τη δράση των αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Αποδέκτης του βιβλίου είναι ο «κράτιστος Θεόφιλος», ο οποίος ανήκε στους εθνικούς και κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη και πολύ πιθανόν να κατείχε κάποιο σημαντικό αξίωμα. Σ’ αυτόν άλλωστε απευθυνόταν ο απόστολος Λουκάς και στον «πρώτο λόγο», δηλαδή στο Ευαγγέλιό του.
Ο Ιησούς Χριστός, πριν αναληφθεί στους ουρανούς, έδωσε εντολή στους μαθητές του «να πάνε και να κάνουν μαθητές Του όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 20). Οι εντολές του Κυρίου προς τους μαθητές του ήταν πνευματικές και όχι ανθρώπινες, ήταν λόγια ειπωμένα «διά Πνεύματος Αγίου»: το Άγιο Πνεύμα ενεργούσε στο ανθρώπινο σώμα που ο Χριστός ατρέπτως είχε προσλάβει.
Στη συνέχεια ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρεται στις εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου. «Μετά το θάνατό του παρουσιάστηκε σ΄ αυτούς (στους μαθητές Του) ζωντανός με πολλές αποδείξεις˙ εμφανιζόταν σ΄ αυτούς για σαράντα μέρες». Ο Ιησούς Χριστός, μέσω πολλών σημείων αναγνώρισης και απτών ενδείξεων, βεβαίωνε τους μαθητές Του ότι ήταν ο Ίδιος και ότι ήταν ζωντανός, άρα ότι είχε αναστηθεί. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορούσαν οι Απόστολοι να κηρύξουν την πραγματικότητα της Ανάστασης μέσα από την προσωπική τους εμπειρία. Βέβαια, δεν ήταν μαζί τους όπως ακριβώς πριν από την Ανάστασή Του, αφού εμφανιζόταν και απομακρυνόταν πάλι. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στην Α΄ ομιλία του «Εις τας Πράξεις», σχολιάζει: «Με ακρίβεια προετοίμαζε και τα δύο˙ και τη βεβαιότητα για την Ανάσταση και στη συνέχεια την πίστη, ότι αυτός είναι ανώτερος από ένα απλό άνθρωπο. Αν και βέβαια αυτά είναι αντίθετα. Διότι για μεν τη βεβαιότητα της Αναστάσεως έπρεπε να γίνουν πολλά ανθρώπινα, για δε το άλλο, δηλαδή την ανωτερότητά του, αντίθετα». Ο Κύριος εμφανιζόταν στους μαθητές Του για σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση, ώστε στο μεγάλο αυτό διάστημα να τους δώσει την ευκαιρία να επιβεβαιώνουν τη δική Του παρουσία και να μη νομίζουν ότι αυτό που βλέπουν είναι φάντασμα. Τον αριθμό «σαράντα» αναφέρει μόνο ο Λουκάς και χάρη σ’ αυτόν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία της Αναλήψεως.
Κατά το προαναφερθέν διάστημα των σαράντα ημερών ο Ιησούς Χριστός είχε στενή κοινωνία με τους μαθητές Του: όχι μόνο τους δίδασκε, πιθανότατα για τη θεμελίωση, τη διαποίμανση και την εξάπλωση της Εκκλησίας, αλλά και έτρωγε και έπινε μαζί τους, όχι από φυσική ανάγκη αλλά προς απόδειξη της Ανάστασής Του. Υπόδειξη του Χριστού ήταν οι μαθητές να μην απομακρυνθούν από τα Ιεροσόλυμα, μέχρι ο Θεός Πατέρας να αποστείλει σ’ αυτούς τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, θα βαπτίζονταν όχι με το βάπτισμα της μετανοίας που παρείχε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αλλά με το ασύγκριτα υπερέχον βάπτισμα του Μεσσία «εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Ματθ. 3,11, Λουκ. 3,16). Αυτό το βάπτισμα έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής.
Μετά από την ερώτηση των μαθητών αν «έφτασε η ώρα να αποκαταστήσει τη βασιλεία Του στο Ισραήλ», ο Αναστάς Κύριος θέτει το θέμα σε μια ριζικά διαφορετική βάση. Αφού λέει ότι «ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία», τονίζει την οικουμενικότητα της αποστολής των μαθητών Του και τον πανανθρώπινο χαρακτήρα του απολυτρωτικού Του έργου. Καλεί λοιπόν τους αποστόλους να μαρτυρήσουν για τη ζωή, τη διδασκαλία, τα θαύματα, και πάνω απ’ όλα για την Ανάστασή Του.
Κατά το προαναφερθέν διάστημα των σαράντα ημερών ο Ιησούς Χριστός είχε στενή κοινωνία με τους μαθητές Του: όχι μόνο τους δίδασκε, πιθανότατα για τη θεμελίωση, τη διαποίμανση και την εξάπλωση της Εκκλησίας, αλλά και έτρωγε και έπινε μαζί τους, όχι από φυσική ανάγκη αλλά προς απόδειξη της Ανάστασής Του. Υπόδειξη του Χριστού ήταν οι μαθητές να μην απομακρυνθούν από τα Ιεροσόλυμα, μέχρι ο Θεός Πατέρας να αποστείλει σ’ αυτούς τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, θα βαπτίζονταν όχι με το βάπτισμα της μετανοίας που παρείχε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αλλά με το ασύγκριτα υπερέχον βάπτισμα του Μεσσία «εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Ματθ. 3,11, Λουκ. 3,16). Αυτό το βάπτισμα έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής.
Μετά από την ερώτηση των μαθητών αν «έφτασε η ώρα να αποκαταστήσει τη βασιλεία Του στο Ισραήλ», ο Αναστάς Κύριος θέτει το θέμα σε μια ριζικά διαφορετική βάση. Αφού λέει ότι «ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία», τονίζει την οικουμενικότητα της αποστολής των μαθητών Του και τον πανανθρώπινο χαρακτήρα του απολυτρωτικού Του έργου. Καλεί λοιπόν τους αποστόλους να μαρτυρήσουν για τη ζωή, τη διδασκαλία, τα θαύματα, και πάνω απ’ όλα για την Ανάστασή Του.
«Παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις».
Αληθώς Ανέστη ο Κύριος! Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι ένας τυχαίος ή έστω σπουδαίος άνθρωπος. Είναι ο Υιός του Θεού, αυτός που από την ανυπαρξία μας έπλασε και μας έδωσε τη ζωή. Αυτός και τώρα, ενώ ζούσαμε στο σκοτάδι, έγινε και άνθρωπος, έπαθε, σταυρώθηκε, πέθανε, αναστήθηκε πραγματικά και μας χάρισε την προοπτική της αιώνιας ζωής. Ο αναστάς Κύριος μεταγγίζει σε μας την αθανασία και την παντοτινή αφθαρσία. Με το φως της Θεότητός Του διέλυσε το σκοτάδι της φυλακής των ψυχών των ανθρώπων και ζωοποίησε τις ψυχές των κεκοιμημένων. Κι ας μην ξεχνούμε: «ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α΄ Κορ. 15, 17).
Διακόνου Ανδρέα Παπαμιχαήλ, θεολόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου