Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Να αποκτήσουμε το στόμα του Κυρίου.


«Τά τάλαντα…»

γίου ωάννου το Χρυσοστόμου

Πρόσεξε δέ τι παντο δέν παιτε μέσως ατά πού νεπιστεύθηΔιότι ες τήν παραβολήν το μπελνος (Ματθ. 21, 33), φο τόν παρέδωκεν ες τούς γεωργούς, πεδήμησε. Καί δ νεπιστεύθη τά τάλαντα καί πεδήμησε. Διά νά μάθς μ ατό τήν μακροθυμίαν Του. γώ δέ νομίζω τι λέγοντας ατά παινίσσεται καί τήν νάστασιν. Μόνον πού δ δένναφέρονται πλέον γεωργοί καί μπελών, λλά λοι εναι ργάται. Διότι δέν ναφέρεται μόνον στούς ρχοντας, οτε στούς ουδαίους, λλά σέ λους. Καί κενοι μέν πού προσφέρουνμολογον μέ εγνωμοσύνη καί τά δικά τους, λλά καί σα τούς δωκεν  δεσπότης. τσι  μέν νας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μο δωσες»,  δέ λλος λέγει «δύο», δεικνύοντες τιπό κενον λαβαν τό κεφάλαιον τς ργασίας των, καί Το ναγνωρίζουν μεγάλην χάριν, καί ποδίδουν τό πν ες Ατόν.
Τί λέγει λοιπόν  δεσπότης; «Εγε, δολε καλέ» (διότι ατό εναι διον το γαθο, τό νά βλέπ ες τόν πλησίον) «καί πιστέ• ες λίγα φάνηκες πιστός, ες πολλά θά σέγκαταστήσω. Εσελθε ες τήν χαράν το Κυρίου σου», δηλώνων μέ τήν πάντησιν ατήν λην τήν μακαριότητα. Δέν μιλάει μως καί  λλος τσι, λλά πς; «γνώριζα τι εσαι σκληρός νθρωπος καί τι θερίζεις κε που δέν σπειρες καί μαζεύεις κε που δέν σκόρπισες. Καί πειδή φοβήθηκα, κρυψα τό τάλάντόν σου. ρίστε, πάρε πίσω ατό πού εναιδικόν σου». Τί το παντ λοιπόν  Δεσπότης; «πρεπε νά βάλς τά χρήματά σου στούς τραπεζίτας», δηλαδήπρεπε νά μιλήσ, νά παραινέσ, νά συμβουλεύσλλά δέν πείθονται; Ατό δέν φορ σένα. Τί θά μποροσε νά γίν περισσότερο λογικό πό ατό;
Ο νθρωποι μως δέν κάνουν τσι, λλά καθιστον πεύθυνον το παιτουμένου εσοδήματος τόν διον τόν δανειστήν των. Ατός μως δέν νεργε τσι, λλά λέγει τι σύπρεπε νά πληρώσς καί νά μο πιστρέψς τό παιτούμενον κέρδος. «Καί γώ θά τά παιρνα πίσω μέ τόκον»• τόκον ννοώντας τήν πίδειξιν τν ργων. Σύ πρεπε νά κάμς τόεκολώτερον καί νά φήσς τό δυσκολώτερον ες μέπειδή λοιπόν δέν καμεν ατό, λέγει: «Πάρετε τό τάλαντον πό ατόν καί δστέ το ες κενον πού χει τά δέκα τάλαντα, διότι ες κενον πού χει θά δοθον καί λλα καί θά περισσεύσουν. μως πό κενον  ποος δέν χει, θά το φαιρεθ καί ατό πού χει».
Τί σημαίνει λοιπόν ατόκενος πού χει τό χάρισμα το λόγου καί τς διδασκαλίας διά νά φελ καί δέν χρησιμοποιε τό χάρισμά του, θά χάσ καί τό χάρισμα. ν κενος πού καταβάλλει προσπάθειαν, θά δεχθ περισσοτέραν δωρεάν, πως κενος χάνει καί ατό πού εχε λάβει. Δέν περιορίζεται μως μόνο μέχρις δ  ζημιά γιά ποιον δέν ργάζεται,λλά τόν ναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί  πόφασις  ποία εναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Τόν χρηστον δολον ρίξτε τον ξω στό σκοτάδι,που θά πάρχ τό κλάμα καί τό τρίξιμο τν δόντων».
Εδες τι χι μόνο κενος πού ρπάζει καί εναι πλεονέκτης, οτε κενος πού κάμνει κακάλλά τιμωρεται μέ τήν σχάτη τιμωρίαν καί κενος πού δέν κάμνει γαθές πράξεις.ς κούσωμεν λοιπόν τά λόγια ατάσο εναι καιρός ς φροντίσουμε γιά τή σωτηρία μας. ς πάρουμε λάδι στίς λαμπάδες.
ς καλλιεργήσουμε τό τάλαντο. Διότι ἐάν μελήσουμε καί ἐάν διερχώμεθα τό χρόνο μας δ χωρίς νά ργαζώμεθα, δέν θά μς λεήσ κανείς κεστω καί ν χύσουμε μύρια δάκρυα. κατηγόρησε τόν αυτόν του καί κενος πού εχε βρωμερά νδύματα, λλά δέν φέλησε τίποτε. πέστρεψε καί ,τι το νεπιστεύθη καί κενος πού εχε λάβει τό να τάλαντο, καί μως καταδικάστηκε. Παρεκάλεσαν καί ο παρθένοι καί ρθαν καί χτύπησαν τήν πόρτα, λλά μάταια. Γνωρίζοντας λοιπόν ατάς καταθέσουμε καί χρήματα καίπροθυμία καί προστασία καί λα διά τήν φέλειαν το πλησίον. Διότι τάλαντα δ εναι  δυνατότητα πού διαθέτει καθένας, ετε γιά νά προστατεύσει, ετε σέ χρήματα, ετε δυνατότητα διδασκαλίας, ετε ες ποιοδήποτε παρόμοιο πργμα.
ς μή προφασίζεται κανείς τι να μόνο τάλαντο χω καί δέν μπορ νά κάμω τίποτε. Διότι μπορες καί μέ να νά προκόψς. Δέν εσαι πτωχότερος πό κείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εσαι περισσότερον καλλιέργητος πό τόν Πέτρον καί τόν ωάννην (Πράξ. 3, 6), ο ποοι καί πειροι σαν καί γράμματοι, λλ μως πειδή δειξαν προθυμία καί καναν τάπάντα διά τό κοινόν συμφέρον, κέρδησαν τούς ορανούς. Διότι τίποτε δέν γαπ  Θεός τόσο, σο τό νά ζομε καί νά κάνουμε τι καλό μπορομε γιά τούς λλους.
Γι ατό μς δωσε  Θεός τή δυνατότητα το λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νον καί τήν φρόνησιν, διά νά τά χρησιμοποιήσουμε λα ατά καίδιά τήν δικήν μας σωτηρίαν, λλά καί γιά τήν φέλεια το πλησίον. Διότι  λόγος δέν εναι χρήσιμος μόνον διά νά μνομε καί εχαριστομε, λλ εναι χρήσιμος καί γιά νάδιδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.
Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά ατό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν μως χι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί  Πέτρος, ταν μέν μολόγησε τόν Χριστό,μακαρίσθη πειδή μολόγησε τά λόγια το Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ν ταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ποφύγ τήν σταύρωσιν, πετιμήθη πολύ, διότι φρόνει κενα πού ρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ν γι ατό πού επε τότε πό γνοια  Πέτρος τόση ταν  κατηγορία, ποία συγγνώμη θά χουμε μες, ταν μαρτάνωμε πολύ καί κούσια;
ς μιλήσουμε λοιπόν τσι, στε πό τήν μιλία μας νά γίνωνται φανερά τά λόγια το Χριστο. Διότι δέν λέγω τά λόγια το Χριστοἐάν π μόνο «σήκω καί περπάτησε» (Πράξ. 3, 6), οτε ν επω «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9, 40). λλά πολύ περισσότερο, ταν ν μέ βρίζουν ελογν μέ πειλον προσεύχομαι πέρ κείνου πού μέ πειλε (Ματθ. 5, 44).
λλοτε μέν λοιπόν λεγα τι  γλσσα μας εναι χέρι τό ποο ψαύει τά πόδια το Θεο. Τώρα μως μέ πολλήν πίτασιν λέγω, τι  γλσσα μας εναι γλσσα, πού μιμεται τήν γλσσα το Χριστοταν βέβαια πιδεικνύῃ τήν πρέπουσα προσοχήταν λέμε σα κενος θέλει. Ποία δέ εναι ατά πού κενος θέλει νά λέμε; Εναι τά γεμτα πιείκεια καίπραότητα λόγια. πως λοιπόν μιλοσε καί κενος, λέγοντας σ ατούς πού Τόν βριζαν: «γώ δέν χω δαιμόνιον» (Ματθ. 11, 18), καί λλο: «Ἐάν μίλησα κακς μολόγησε τό κακόπού επα» (ω. 18, 23). Ἐάν τσι μιλς καί σύν μιλς ποβλέποντας στήν διόρθωσι το πλησίον, χεις γλσσα πού μοιάζει μέ τή γλσσα το Χριστο. Καί ατά τά λέγει  διος  Θεός, μέ τό νά λέει: «ατός πού βγάζει ντιμο πό νάξιο, εναι σάν στόμα μου» (ερ. 15, 19).
ταν λοιπόν  γλσσα σου εναι πως  γλσσα το Χριστο, καί τό στόμα σου γίν στόμα το Πατρός, καί εσαι ναός το γίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροσε νάσυγκριθ ατή; Διότι οτε ἐάν τό στόμα σου ταν φτιαγμένο πό χρυσάφι, οτε ν ταν πό πολυτίμους λίθους, θά λαμπε τόσο, πως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται πό τόν κόσμο τςπιεικείας. Διότι τί εναι πιό ποθητό πό να στόμα πού δέν ξέρει νά βρίζει, λλά χει μάθει νά ελογ καί νά καλομιλάει; Ἐάν δέ δέν νέχεσαι νά ελογς κενον πού σέ καταρται, τότε σιώπα, καί ατό κάμε το στήν ρχή.
πειτα βαδίζοντας στήν δό καί προσέχοντας, θά φτάσς καί σ κενο καί θά ποκτήσς στόμα τέτοιο σάν ατό πού ναφέραμε προηγουμένως. Καί μή νομίσς πώς εναι τολμηρό ατό πού επα. Διότι  Δεσπότης εναι φιλάνθρωπος καί ατό θά σο δοθ σάν δρο τς γαθότητάς Του. Τολμηρό εναι νά χ στόμα πού νά μοιάζει στό διάβολο, νά χγλσσα μοια μέ το πονηρο δαίμονα, διαίτερα μάλιστα κενος  ποος συμμετέχει σέ τόσο μεγάλα μυστήρια καί κοινωνε τήν δια τήν Σάρκα το Δεσπότου.
χοντας λοιπόν στό νο σου ατά, γίνε πως ταιριάζει σέ κενον σο μπορες. ταν λοιπόν γίνς μοιος μέ Ατόν, δέν θά μπορέσ  διάβολος πλέον νά σέ δ κατά πρόσωπον. Διότι διακρίνει στή μορφή σου τόν χαρακτήρα τόν βασιλικόν. Γνωρίζει τά πλα το Χριστο, μέ τά ποα ττήθηκε. Καί ποία εναι ατά πιείκεια καί  πραότης. Διότι, ταν κατάτούς πειρασμούς τόν ξέσχισεν στό ρος καί τόν ξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δέν ταν γνωστότι ταν  Χριστός, λλά τόν διωξε μέ τά λόγια μόνον. Τόν νίκησε μέ τήν πιείκεια, τόν κατετρόπωσε μέ τήν πραότητα. Ατό κάνε καί σύταν δς νθρωπο  ποος γινε διάβολος καί σέ πλησιάζει, τσι νίκησέ τον καί σύ. Σο δωσε  Χριστός τήν δύναμη νά Το μοιάσςσο ξαρτται πό σένα. Μή φοβηθς κούοντας τοτο. Φόβος εναι νά μή γίνς πως κενος.
Μίλησε λοιπόν πως κενος καί Το μοιασες σ ατό, στά νθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι ατό εναι νώτερος κενος πού μιλάει τσι, παρά κενος πού προφητεύει. Διότι  μέν προφητεία λόκληρος εναι χάρισμα. ν δ, τό νά μιλς δηλαδή πως  Χριστός, χρειάζεται καί κόπος δικός σου καί δρώτας. Δίδαξε τήν ψυχήν σου νά σο διαπλάσσ τό στόμα τσι, πού νά μοιάζ μέ τό στόμα το Χριστο. Γιατί μπορε ἐάν θέλη καί ατό νά κατορθώσ. Γνωρίζει τόν τρόπο, ν δέν εναι ράθυμη. Καί πς διαπλάσσεται τέτοιο στόμα; Μέ ποιά χρώματα; Μέ ποιό λικό; Μέ κανένα λικό βέβαια καί χρμα, παρά μόνο μέ ρετή καί πιείκεια καί ταπεινοφροσύνη.
ς δομε πς διαπλάσσεται καί τό στόμα το διαβόλου, γιά νά μή φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πς πλάσσεται λοιπόν; Μέ κατάρες, μέ βρεις, μέ βασκανίες, μέ πιορκίες. Διότιταν κάποιος χρησιμοποι τά λόγια το διαβόλου παίρνει καί τήν γλσσαν του. Ποίαν λοιπόν συγχώρηση θά χουμε,  μλλον ποία τιμωρία δέν θά ποστομε, ταν πιτρέπουμε στήγλσσα, μέ τήν ποία ξιωθήκαμε νά γευθομε τς Σαρκός το Δεσπότου Χριστο, νά χρησιμοποι λόγια το διαβόλου;
ς μή τς πιτρέψουμε λοιπόν, λλά ς καταβάλουμε κάθε προσπάθεια νά τήν κπαιδεύσουμε νά μιμται τόν Δεσπότην της. Διότι ν τήν διδάξωμε ατό, μέ πολλή παρρησία θάμς τοποθετήσ στό Βμα το ΧριστοἘάν κανείς δέν γνωρίζ νά μιλάῃ τσι, οτε  Κριτής θά τόν κούσ. Γιατί πως, ταν συμβ νά εναι Ρωμαος  δικαστής, δέν θά καταλάβ τίλέει κενος πού πολογεται καί δέν γνωρίζει νά μιλάει Ρωμαϊκάτσι καί  Χριστός. ν δέν μιλς μέ τό δικό Του τρόπο, δέν θά σέ κούσ, οτε θά σέ προσέξς μάθουμε λοιπόν νάμιλμε τσι, πως συνήθισε νά κούῃ  Βασιλιάς  δικός μας. ς προσπαθήσουμε νά μιμούμεθα τήν γλσσαν κείνη.
Καί ν βρεθς σέ πένθος, πρόσεχε νά μή σο διαστρεβλώσ τό στόμα  μεγάλη λύπη, λλά νά μιλήσς πως  Χριστός. Διότι πένθησε καί Ατός τόν Λάζαρον (ω. 11, 33-35) καίτόν ούδα. ν βρεθς σέ φόβο, φρόντισε πάλιν νά μιλήσς πως κενος. Διότι βρέθηκε καί Ατός σέ φόβο γιά σένα «κατ οκονομίαν». Επέ καί σύ: «ς μή γίν μως τό θέλημά μουλλά τό δικό σου» (Λουκ 22, 42). Καί ταν κλας, δάκρυσε ρεμα πως κενος. Καί ταν βρεθς σέ σκευωρίες καί λύπη, καί ατά ντιμετώπισέ τα πως  Χριστός. Διότι καίμηχανορραφίες ντιμετώπισε καί λυπήθηκε, λλά επε: « ψυχή μου εναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σο χάρισε λα τά ποδείγματα, διά νά τηρς ατά «ς μέτρον» καί νά μή καταστρατηγς τούς κανόνες, πού σο χουν δοθ.
τσι θά μπορέσς νά χς στόμα, μοιο μέ τό στόμα κείνου. τσι, ν θά βαδίζς πάνω στή γ, θά πιδεικνύῃς σέ μς γλσσα μοια μέ τήν γλσσαν κείνου πού βρίσκεται στόν ορανό, διατηρώντας τό μέτρο στή λύπη , στήν ργή, στό πένθος, στήν γωνία. Πόσοι πό σς εναι κενοι πού πιθυμον νά δον τήν μορφήν Του;  Νά λοιπόν, τι εναι δυνατόνχι μόνον νά Τόν δομε, λλά καί νά γίνουμε μοιοι μέ Ατόν, ν προσπαθήσουμε.
ς μήν ναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν γαπ τόσον τό στόμα τν προφητν, σον κενο τν πιεικν καί πράων νθρώπων. «Πολλοί», λέγει, «θά μο πον: Δέν προφητεύσαμε στό νομά Σου; Καί γώ θά τούς επ: Δέν σς γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα το Μωυσέως, πειδή ταν πολύ πιεικής καί προς (διότι « Μωυσς», λέγει, «ταννθρωπος προς περισσότερο πό λους τούς νθρώπους τς γς» ριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό γαποσε, στε νά πε: «μιλοσε πό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, πως μιλάει νας φίλος μέ τόν φίλο του» (ξ. 33, 11 καί ριθμ. 12, 8). Δέν θά δίνεις ντολές στούς δαίμονες τώρα, λλά θά διατάσσς τότε κε τό πρ τς γεέννης, ἐάν βέβαια χς τό στόμα σου μοιο μέτό στόμα το Χριστο.
Θά διατάσσς τήν βυσσο το πυρός καί θά λέγς: «Σιώπα φιμώσου» (Μάρκ. 4, 39), καί μέ πολλήν παρρησία θά νέβς στούς ορανούς καί θά πολαύσς τή βασιλεία, τήν ποία εθε νά πιτύχουμε λοι μες, μέ τήν Χάρη καί φιλανθρωπία το Κυρίου μας ησο Χριστο, στόν ποον νήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό γιον Πνεμα,  δόξα,  δύναμη,  τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τν αἰώνων. μήν.
(πόσπασμα πό τήν μιλία ΟΗ’)

Δεν υπάρχουν σχόλια: