Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;



«Κα ς γγισεν, δν τν πόλιν κλαυσεν π ατ» (Λουκ. 19,41)

Ο πόστολος, τ εαγγέλιο, λα τ τροπάρια, γαπητοί μου, μς φωνάζουν σήμερα· ρχεται! Ποιός ρχεται; Ἐὰν τ Πνεμα τ­γιο μς φώτιζε ν νιώσουμε ποιός ρχεται, τότε στ μυστικ ατι τς ψυχς μας θ ­κούγαμε τ σάλπισμα τν γ­γέλων πο λέει σ λους· ξέλθετε πρς προ­ϋπάντησιν το Χριστο! Μικρο κα μεγάλοι, γυνακες κα ν­τρες, φτωχο κα πλούσιοι, ξ­έλθετε παντες γι ν λάβετε μέρος στν ­ποδοχή του.
ποδοχ ατ γινε σήμερα στν πόλι τν εροσολύμων, τν πρωτεύουσα το σρα­ήλ. Ποιά γλσσα μπορε ν τν περιγράψ!

* * *

Πολλς ποδοχές, γαπητοί μου, χουν γίνει κα γίνονται. Κα πρωτεύουσα τς λ­λάδος λ.χ., θήνα, τ 1913 ζησε μι τέτοια ­μέρα. ταν ούλιος. Τ παιδι τς λλάδος γύριζαν νικηταί. στερα π γνες κτ μη­νν, λληνικς στρατς πέστρεφε δαφνο­στεφς μ π κεφαλς τν νδοξο βασιλέα π τος βαλκανικος πολέμους. Ο καμπάνες χτυποσαν, ο σάλπιγγες χοσαν, ο σημαες νέμιζαν, λα τ μάτια δάκρυζαν. Τέτοιος ταν νθουσιασμός, στε πεφταν κα φιλοσαν τ πόδια το λόγου το βασιλέως!
Μ
γιατί τ λς ατά; θ πτε. Τ λέω ς πα­ράδει­γμα. ποδοχ κείνη ενε μι σκιά, πο μπορε κάπως ν ζων­τανέψ μπροστά μας τ σημεριν ποδο­χή, τν ποδοχ πο τοίμα­σε χι πλέον λας τν θηνν σ ναν πίγειο βασιλι λλ λας τν εροσολύμων στν βασιλέα Χριστ ς τν μεγαλύτερο νικητή.
Πολλο
ς νικητς ναφέρει στορία. Ο λ­λοι νικητα πρέπει ν γράφωνται μ ν μικρό· ατς γράφεται μ ν κεφαλαο, Νικητής. Διότι ο λλοι νίκησαν νθρώπους. ησος Χριστς, πο σήμερα ποδέχονται τ εροσόλυ­μα μ ξαλλο νθουσιασμό, ενε μονα­δικς νικητής. Νίκησε κενον πο κανένας λλος δν μπόρεσε ν νικήσ· νίκησε τ μεγαλύτερο χθρ το νθρωπίνου γένους, τ θάνατο. Σν χθς πγε στ μνήματα κα επε «Λάζαρε, δερο ξω» (ω. 11,44), κα Λάζαρος α­τοστι­γμε ναστή­θηκε κ νεκρν. Ατ ταν τ με­γαλύτερο θαμα πο ­κανε δύναμίς του.
εδη­σι τς ναστάσεως το Λα­ζάρου, διαδόθηκε ­στραπι­αίως κα ξέπλη­ξε λους, μικρος κα μεγάλους. Γι ατ τν μέρα ατ γινε κάτι πρω­τοφανές. πολογίζουν ο ­στορικοί, τι πάνω ­π να κατομμύριο ν­θρωποι ταν συγκεν­τρω­­μένοι κενες τς μέρες στν γία πόλι γι ν ορτάσουν τ πάσχα. Μόλις λοιπν κουσαν τι ρχεται ησος, θριαμβευτς κα νικη­τς το θανάτου, βγκαν λοι ξω π τν πόλι ν τν ποδεχθον. Τέτοια ταν χαρά τους, στε βγαζαν τ οχα τους κα τ ­στρωναν κάτω ν γίνουν τάπητας ν πατήσουν τ γιά του πόδια, νέβαιναν στ δέντρα κα κοβαν κλαδι κα βάια. Κι ταν πλέον τν ν­τίκρυσαν πάνω στ γαϊδουράκι, σεί­οντας τ βάια ξέσπα­σαν σ ορανομήκεις ζητωκραυγς «σαννά, ελογημένος ρχόμενος ν νόματι Κυρίου, βασιλες το σραήλ» (.. 12,13).
τσι ασθάνονταν ο νθρωποι, λας τν εροσολύμων, ποδεχόμενοι τν Νικητή. λλ Χριστς πς ­ρα­γε ασθανόταν μπροστ σ ατ τ παραλή­ρημα; Θ νόμιζε κανες τι α­τ ταν ραιότερη μέρα τς ζως του. Κα μως κενος, ν ντιθέσει πρς τν λαό, ενε λυπημένος, κα κλαίει. Γιατί;
Κλαίει, διότι
ς Θες βλέπει τ πρά­γματα βαθύτερα. μες βλέπουμε τν πι­φάνεια, ­κενος βλέπει στ βάθος. θάλασσα στν πιφάνεια ενε γαλαν κα ραία, στ βυθ μως κρύβονται κήτη κα τέρατα. Κα Χριστς μέσα σ ατ τν νθρωποθάλασσα βλέπει τι ­πάρχουν σκορπιο κα φίδια φαρμακερά. ταν ο ρχοντες, πολιτικο κα θρησκευτικοί, πο ταν διεφθαρμένοι ψυχικς π τ πάθη· τν διοτέλεια κα τ συμφέρον, τ φθόνο ­ναντίον κάθε καλο κα ραίου, τ φιλαργυρία κα τν πλεονεξία, κα πρ παντς π ­να ­λάττωμα πο τ μάτια το Χριστο δν τ ­πέφεραν, τν ποκρισία. Τ πι αστηρ λόγια του Χριστς δν τ επε γι λλους ­μαρτωλούς· τ επε γι τος ποκριτάς, κα­τ τν ­ποίων ρριξε τος καυστικούς του μύ­δρους. Ο γραμματες κα φαρισαοι εχαν διαφθαρ π τν ποκρισία· λλο ταν κα λλο δειχναν· ταν δαίμονες κα παρουσιάζονταν ς γγελοι. Ατ δν τ νέχθηκε Χριστός.
Κλαίει λοιπ
ν Χριστς γι τος ρχον­τες, κλαίει κα γι τ λαό. Καθς κατεβαίνει π ψωμα κι ντικρύζει λη τν πόλι τν εροσο­λύμων μ τν κόσμο κενο, κλαίει γι τ πλ­θος ατό. Γιατί; Διότι λας ταν σν πρόβα­τα χωρς ποιμένα. Κλαίει κόμα γι τ λα ατό, διότι δν ενε σταθερός. Ενε πιπόλαι­ος κα εμετάβλητος. Γρήγορα θ λλάξ. Σή­μερα ενε κοντά του κα ζητωκραυγάζει «­σαννά»· λλ αριο Μεγάλη Δευτέρα τ «­σανν» θ χαμηλώσ, τ Μεγάλη Τρίτη θ χα­μηλώσ περισσότερο, τ Μεγάλη Τετάρτη ­κόμη περισσότερο, τ Μεγάλη Πέμπτη κόμη περισσότερο, κα τ πρω τς Μεγάλης Παρα­σκευς θ σβήσ τελείως, κα ντ το «σαν­ν» θ κούγεται τ «ρον ρον, σταύρωσον ατόν» (.. 19,15). Γι ατ σήμερα μνογράφος σχολιάζει τν γνώμονα λα σ ναν μνο κα λέει· «Μετ κλάδων μνήσαντες πρότερον, μετ ξύλων συνέλαβον στερον, ο γνώμονες Χριστόν, ουδαοι τν Θεόν…»· ο ουδα­οι, πο προηγουμένως μνησαν τν Θεάνθρω­πο Χριστ μ κλαδι στ χέρια, στερα τν συν­έλαβαν μ ξύλα ο χάριστοι (πακ.).
Κλαίει λοιπ
ν Χριστς γι τος ρχον­τες, κλαίει γι τ λαό· κλαίει κόμα γι τ μέλλον τς πόλεως· μπροστά του σν σ ταινία βλέπει τι στερα π τριάντα περίπου χρόνια ατ πόλις μ τς ραες οκοδομές της, τ μέγα­ρα το ννα κα το Καϊάφα, τ πραιτώριο το Πιλάτου, λλ κα ατς περίλαμπρος νας πο ταν τ καύχημά τους, θ γίνουν γ Μαδιάμ. πως κα γιναν πράγματι· λέτρι πέρασε, δν μεινε «λίθος π λίθον» (Ματθ. 24,2).
δού λοιπν γιατί τν μέρα ατ Χριστς «δν τν πόλιν ­κλαυσεν π ατ» (Λουκ. 19,41).

* * *

λλ, δελφοί μου, τ κλάμα το Χριστο μας δν παυσε, δν στέρεψαν τ μάτια του. ξακολουθε ν κλαί κα σήμερα, κα τ δάκρυά του πέφτουν στ γ· κι που πέφτει τ δάκρυ το Χριστο, σείεται κόσμος. Κλαίει Χριστός ταν κλαί χήρα, φτωχός, ­δικούμενος, ταν κλανε λαο λόκληροι· τ δάκρυ τους ενε τ δάκρυ το Χριστο. Δν κλαίει πι Χριστς γι ουδαίους, πο τν σταύρωσαν μι φορά· κλαίει γι Χριστιανούς, πο τν σταυρώνουν καθημερινς. Κλαίει γι λες τς δικίες, τ γκλήματα κα τ ργια πο τελε λεγόμενος χριστιανικς κόσμος.
περβολικ φαίνονται τ λόγια μου; Παρτε στ χέρια σας τ κόσκινο, τν ψιλ κρησά­ρα το Εαγγελίου, κα κοσκινίστε. Κοσκίνισε πρτα – πρτα τν αυτό σου. Ατς τς γι­ες μέρες σε πι τς δουλεις κα τς πιχειρήσεις σου, κα στρέψε τν προσοχ στν θάνα­τη ψυχή σου, πο ξίζει παραπάνω π λο τν κόσμο. Πέρασε π κόσκινο τος λογισμούς σου, τ λόγια σου, τ συμπεριφορά σου, λη τ ζωή σου, κα θ δς ν σ εσαι Χριστιανός. Πάρε κατόπιν τ κόσκινο κα κοσκίνισε τν ο­κογένειά σου, τ γυνακα κα τ παιδιά σου. Πά­ρε μετ τ κόσκινο κα κοσκίνισε τος ρχον­τες πολιτείας κα κκλησίας, τος ρχιερες κα ερες νεξαιρέτως. Πάρε τ κόσκινο κα κοσκίνισε λη τν πατρίδα κα τν κοινωνία μας. Κα θ δς, π τ τόσα κατομμύρια, πόσοι ζον τ δρμα το Χριστο, πόσοι ζον τ μεγαλεο το χριστιανισμο.
Φοβο
μαι, δελφοί μου, ­τι δν εμαστε Χριστιανοί· εμαστε χειρότεροι κι π τος βραίους. Δν ξίζουμε ν κρατομε τ βάια στ χέρια μας· διότι τ βάια ενε σύμβολα νίκης, κ μες εμαστε πόδουλοι στ πάθη. Μς μεινε μόνο μι πιδερμίδα Χριστιανισμο· στ βάθη μας δν πάρχει γάπη στ Θε κα τν πλησίον, δν πάρχει δικαιοσύνη, δν πάρχει τ πραγματικ εναι το Χριστιανο.
ς ξυπνήσουμε λοιπόν. Θέλετε ν γιορτά­σετε σωστά; «ξέλθετε» π τ πάθη κα τ λαττώματα, π τ κέντρα τς διαφθορς, ­π τς σπηλις το διαβόλου, κα «δετε προσ­κυνήσωμεν κα προσπέσωμεν Χριστ». Κάψτε τ βρωμερ «πουκάμισο» πο φορτε, τ ντύμα τς μαρτίας, κα ντυθτε τ νδυμα τς μετανοίας. ποδεχθτε τ Χριστό. Πλέξτε στεφάνι κα στεφανστε τον. Κα πρ παν­τς τοιμάστε του τ σαλόνι σας. Θέλει σαλόνι Χριστός. Κα σαλόνι ενε καθαρ καρδιά. κε ναπαύεται κα τελε τ Πάσχα.
Ε
χομαι, μ καρδι καθαρ ν ορτάσουμε τ πάθη κα τν νάστασι το Χριστο λέγον­τας «Τν νάστασίν σου, Χριστ σωτήρ, γγε­λοι μνοσιν ν ορανος κα μς τος π γς καταξίωσον ν καθαρ καρδί σ δοξάζειν».
πίσκοπος Αγουστνος
Ι.Ν.
ναλήψεως Βύρωνος -θναι  10-4-1960)


Σχόλιο
Η μεγάλη αγάπη του Θεού μας έφερε στην ζωή. Μας χάρισε την ζωή του, να χαρούμε την ζωή μαζί Του. Να έρθουμε στην ύπαρξη και να ζούμε μαζί Του. Εμείς; Πόσοι από εμάς έχουν αντιληφθεί πως η ζωή μας είναι η ζωή του Χριστού; Πόσοι κατανοήσαμε πως η ζωή δεν είναι δική μας, δικό μας κατόρθωμα αλλά δώρο και χάρισμα του Θεού; Πώς να μην κλαίει ο Πατέρας μας όταν αντί να χαρούμε την ζωή Του εμείς προτιμήσαμε τον θάνατο και την ανυπαρξία;

Δεν υπάρχουν σχόλια: