Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

«Το προνόμιο τῆς ἀπελπισίας»

 

Δέν πρέπει νά ἀκούγεται ὀξύμωρο τό σχῆμα «τό προνόμιο τῆς ἀπελπισίας». Ἡ λέξη «ἀπελπισία», βέβαια, ἔχει ἀρνητική σημασία. Πῶς μπορεῖ νά εἶναι προνομιοῦχος ἕνας ἀπελπισμένος ἄνθρωπος; 

Καί ὅμως ὑπάρχει μιά «ὑγιής ἀπελπισία», πού ὄχι ἁπλῶς ἀποτελεῖ προνόμιο, ἀλλά εἶναι ἡ βασική προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας. Πρόκειται γιά τήν ἀπελπισία - ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία στηρίζεται στά λόγια Του: « Ὅς ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ’ ἄν ἀπολέσει τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν» (Ματθ. 16, 25). Γιά νά «ἀπολέσει» κάποιος τήν ψυχή του ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ὅτι πρέπει νά πάψει νά στηρίζει τήν ἐλπίδα του στό αὐτοθεωμένο «ἐγώ» του, νά ἀπελπιστεῖ ἀπό τόν ἐγωιστή ἑαυτό του καί νά στηρίξει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό καί στό θέλημά Του. Νά γκρεμίσει, δηλαδή, τό «παραμύθι» ὅτι εἶναι αὐτόφωτος, αὐτόνομος καί αὐτάρκης, νά πάψει νά πιστεύει σέ αὐτοσωτηρία, αὐτολύτρωση, αὐτοθεραπεία, καί νά καταλάβει ὅτι εἶναι ἑτερόφωτος, ἑτερόνομος καί ὅτι σώζεται διά τοῦ Χριστοῦ. Τότε μόνον ὁ ἄνθρωπος «εὑρίσκει τήν ψυχή του». Τότε μόνο ζεῖ τό ψαλμικό: «Κύριος ποιμαίνει με καί οὐδέν με ὑστερήσει· ...[καί Κύριος] τήν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν...».

Αὐτή τήν εὐλογημένη ἀπελπισία ἐξυμνεῖ καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, μέ τά λόγια: «Τίποτε δέν εἶναι πιό δυνατό ἀπό αὐτή τήν ἀπόγνωση. Τίποτε δέν μπορεῖ νά νικήσει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού ἔκοψε τήν ἐλπίδα του στόν ἑαυτό του καί στά ὁρατά, καί τή στήριξε στόν Θεό. Διότι, τότε μόνο νιώθει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ θαυμαστό τρόπο, ὅταν βρεθεῖ σέ δύσκολες συνθῆκες, πού τοῦ κόβουν τήν ἐλπίδα στά ἐπίγεια... Γιατί ποτέ δέν μπορεῖ νά μάθει ὁ ἄνθρωπος τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ‘ἐν ἀναπαύσει καί πλατυσμῷ’ (ὅταν τοῦ πᾶνε ὅλα καλά)» (Λόγος ΙΘ΄).

Προλαβαίνουμε κάποιες παρεξηγήσεις:

α. Δέν εἶναι «κακό» «νά μᾶς πηγαίνουνε ὅλα καλά». Οὔτε πρέπει μαζοχιστικά νά ἐπιδιώκουμε τίς δοκιμασίες. Στήν προσευχή μας λέμε «μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», ἐννοώντας καί τίς ἀκούσιες θλίψεις. Τό κακό εἶναι ὅτι, ὅταν μᾶς πηγαίνουν «ὅλα καλά», τότε εὔκολα ξεχνᾶμε τόν Θεό καί μεγαλώνει ἄρρωστα καί ἐπικίνδυνα ἡ ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας καί στά ὑποτιθέμενα χαρίσματά μας.

β. «Ἀπελπίζομαι ἀπό τόν ἑαυτό μου» δέν σημαίνει «πηδάω ἀπό τήν ταράτσα» καί ἄλλες αὐτοκαστροφικές, δῆθεν «παλληκαρίσιες λύσεις». Δέν σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι πάσχω ἀπό χαμηλή αὐτο-εκτίμηση ἤ χαμηλή αὐτοπεποίθηση. «Ἀπελπίζομαι ἀπό τόν ἑαυτό μου» σημαίνει ἀναζητῶ ἀκριβῶς τήν πιό ἀληθινή ἐκτίμηση τοῦ ἑαυτοῦ μου, δηλαδή παλεύω γιά ὅσο τό δυνατόν πιό γνήσια αὐτογνωσία. Ἔτσι παύω νά πιστεύω στίς δῆθεν «ἐξαίρετες» ἀντοχές καί ἱκανότητες τοῦ ἑαυτοῦ μου καί «προσγειώνομαι» στήν παραδοχή τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας μου.

Τέλος, 

γ. «Στηρίζω τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου στόν Χριστό» δέν σημαίνει ὅτι σταυρώνω τά χέρια μου καί περιμένω νά «βρέξει» λύσεις στά ἀδιέξοδά μου. Ἀντίθετα, σημαίνει ὅτι ἐνεργοποιῶ καί ἀξιοποιῶ στό ἔπακρον τίς δωρεές καί τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ (νοῦ, κρίση, θέληση, σωματική ὑγεία, ἐπιστήμη, ὑλικά μέσα καί τόσα ἄλλα) ὥστε νά συνεργαστῶ μέ τόν Θεό γιά τή σωτηρία μου. «Σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει», πού ἔλεγαν καί οἱ ἀρχαῖοι. 

Ὑγιής, λοιπόν, ἀπελπισία ἀπό τά γήινα καί κτιστά σημαίνει ἁπλῶς ὅτι δέν τά ἀπολυτοποιῶ καί δέν τά αὐτονομῶ ἀπό τόν Κτίστη καί Δωρεοδότη Θεό, ἀλλά τά χρησιμοποιῶ θεοφιλῶς γιά τή σωτηρία μου. 

π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

Περιοδικό Σύνδεσμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: