π. Δημητρίου Μπόκου
Χαμήλωσε τὸ πέπλο της κρύβοντας τὰ ὄμορφα μάτια της ἀπὸ τὰ ἀδιάκριτα βλέμματα, ἔσφιξε πάνω της τὸν πτυχωτό της χιτώνα καὶ βιάστηκε νὰ χωθεῖ στὸ μεγάλο ἑτερόκλητο πλῆθος, ποὺ ἐδῶ καὶ ὥρα ἀκολουθοῦσε τὴ μικρὴ συνοδία. Μὰ καὶ ἔτσι, ἔνιωθε κιόλας ἄβολα κάτω ἀπ’ τὰ βλοσυρὰ βλέμματα τῶν ἀντρῶν ποὺ τὴν κύκλωναν.
Ποῦ ἔτρεχε ὅλος ἐκεῖνος ὁ κόσμος;
Ἡ νεαρὴ γυναίκα πάλεψε νὰ βγεῖ μπροστά, μὰ τὸ πυκνὸ πλῆθος τὴν ἐμπόδιζε. Σπρωξίματα ἔδιναν καὶ ἔπαιρναν γύρω της, μὰ ἀδιαφοροῦσε. Μιὰ δυνατὴ φωνὴ ὡστόσο τὴν ξάφνιασε:
- Τί θέλεις ἐδῶ ἀνάμεσά μας ἐσύ;
Γύρισε τρομαγμένη καὶ βρέθηκε ἀντιμέτωπη μὲ ἕνα πρόσωπο ἀγριεμένο. Τὸν γνώρισε ἀμέσως. Ἦταν συντοπίτης της. Στὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς του δυὸ-τρεῖς ἀκόμα ἔστρεψαν περίεργοι τὰ κεφάλια τους.
- Ποιὰ εἶναι αὐτή; ρώτησε ἕνας τους κι ἁπλώνοντας μὲ θράσος τὸ χέρι του τράβηξε ἀδιάκριτα τὸ πέπλο της.
- Μακριά της! φώναξε ἀπότομα ὁ πρῶτος. Μὴν τὴν ἀγγίζεις! Εἶναι ἀκάθαρτη. Μολύνθηκες καὶ σὺ τώρα ποὺ ἀκούμπησες τὸ ροῦχο της, μὴ μᾶς πλησιάζεις! Καὶ σὺ δὲν ξέρεις τὴ θέση σου; γύρισε ξανὰ ἀγριωπὸς πρὸς τὴ γυναίκα. Τί δουλειὰ ἔχεις ἐδῶ μέσα στὸν κόσμο;
Ἡ γυναίκα πάγωσε ὁλόκληρη. Τί ἀτυχία, Θεέ μου! Πῶς ἀποκαλύφθηκε τόσο γρήγορα; Τί θὰ γινόταν τώρα; Προσπάθησε γρήγορα νὰ βρεῖ διέξοδο. Γιατί ὅμως τοὺς ἔτρεμε τόσο; Ποιὸ ἦταν τὸ ἔγκλημά της; Ποιὰ ἦταν καὶ τί μυστικὸ ἔκρυβε ἡ μυστηριώδης νεαρή;
Ἡ ἴδια δὲν ἤξερε νὰ τὰ πεῖ μὲ πολλὲς λεπτομέρειες. Γνώριζε μόνο ἀμυδρά, ὅτι πλήρωνε παλιὲς ἁμαρτίες. Βίωνε ἀνεπιθύμητες συνέπειες ἀπὸ πράγματα ποὺ εἶχαν συμβεῖ στὴν ἀρχαία ἐποχή. Τότε ποὺ οἱ προπάτορές της ἔχασαν τὴ θεοείδεια καὶ ἡ ζωή τους ἔγινε παρακατιανή, προσομοιώθηκε πρὸς τὴν ἀλογία τῶν κτηνῶν. Ἰδιαίτερα ὁ τρόπος γέννησης, ἡ μεταλαμπάδευση τῆς ζωῆς. Ὅταν τὸ ἀρχικὸ θεϊκὸ σχέδιο γιὰ τὸν τρόπο ἀναπαραγωγῆς τους τροποποιήθηκε. Καὶ ἐδῶ ἦταν ποὺ ὁ ἄνθρωπος ξέπεσε, ταπεινώθηκε. Θὰ ἀναπαραγόταν στὸ ἑξῆς ὅπως καὶ τὰ ἄλογα ζῶα. Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε ὁ τρόπος σύλληψης, ἡ κυοφορία, ὁ τοκετός, ἡ γαλουχία, ἡ ἐνηλικίωση, ἡ φθορά, ὁ θάνατος. Ὅλος ὁ βιολογικὸς κύκλος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ δερμάτινος χιτώνας ποὺ ἀντικατέστησε τὴ θεοΰφαντη στολή, «τὸ θεότευκτον ἄμφιον», ποὺ εἶχε στὸν Παράδεισο.
Καὶ ὅ,τι θύμιζε τὸν ξεπεσμὸ αὐτὸν φορτώθηκε, κληρονομικῷ δικαίῳ, σὰν κατάρα στοὺς ἐπιγόνους. Μὰ τὸ ἄγος της βάρυνε πιότερο τὶς θυγατέρες τῆς Εὔας. Ἦταν πιὸ ἐπαχθεῖς οἱ συνέπειές της σ’ αὐτές. Ὁ νόμος δὲν ἄφηνε περιθώρια: «Γυνὴ» ποὺ θὰ βρίσκεται «ἐν ρύσει αἵματος, ἀκάθαρτος ἔσται». Θὰ εἶναι ἀπόβλητη ἀπ’ τὴ ζωή. Ὅπου καθίσει, ὅ,τι ἀκουμπήσει, γιὰ ἑφτὰ μέρες κάθε μήνα, θὰ γίνεται ἀκάθαρτο.
Ἔφταιγαν σὲ κάτι οἱ γυναῖκες; Ἦταν συνυπεύθυνες στὴν ἁμαρτία τῆς Εὔας; Ὄχι βέβαια! «Ἀνάμνησις ἁμαρτιῶν» ἀρχαίων ἦταν αὐτά, ὄχι προσωπική τους ἐνοχή. Μὰ ὡς κατάλοιπο ἁμαρτίας, λογίζονταν μολυσμὸς καὶ ὄχι εὐλογία. Ἴσως γιὰ νὰ μὴ συμβιβάζονται μὲ τὸ τωρινό τους κατάντημα. Νὰ μὴν ξεχνοῦν τὴν πρότερη ὀμορφιά τους τὴν παραδεισένια, τὴν ἀρχικὴ πρωτόφαντη θεόδμητη κατασκευή τους.
Μέτοχος τῆς ἴδιας κατάρας καὶ ἡ ἄγνωστη νεαρή, σήκωνε πολὺ βαρύτερο σταυρὸ ἀπὸ κάθε ἄλλη θυγατέρα τῆς Εὔας. Γιατὶ σ’ αὐτὴν ἡ ρύση αὐτὴ τοῦ αἵματος δὲν σταματοῦσε ποτέ. Ἐπὶ δώδεκα χρόνια τὴν ταλαιπωροῦσε, τὴν ταπείνωνε, τὴν ἐξόριζε σὰν μίασμα παντοτινὸ ἀπ’ τὴ ζωή. Δὲν εἶχε θέση στὸν κύκλο τῶν κανονικῶν ἀνθρώπων. Ἦταν γνωστὴ πλέον καὶ σεσημασμένη. Ἡ αἱμορροοῦσα. Ταπεινωμένη, περιφρονημένη, σωματικὰ ἐξαντλημένη, μόνιμα καταδικασμένη στὴ μοναξιά. Δὲν ἦταν ἐπιτρεπτὸ νὰ κυκλοφορεῖ ἀνάμεσά τους.
Ἔχοντας δαπανήσει στοὺς γιατροὺς «τὰ παρ’ ἑαυτῆς πάντα», ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε, χωρὶς νὰ δεῖ καμμιὰ θεραπεία, «ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα», βρισκόταν στὴν ἔσχατη ἀπελπισία. Καὶ τότε ἦταν ποὺ ἄκουσε γιὰ τὸν μεγάλο διδάσκαλο ποὺ περιερχόταν «τὰς πόλεις καὶ τὰς κώμας». Κήρυττε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας» ἐθεράπευε.
«Ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ» ἡ γυναίκα ἀναθάρρησε. Τρελὲς ἐλπίδες ξεπετάχτηκαν μέσα της. Θὰ μποροῦσε νὰ τὴν κάνει ἄραγε κι αὐτὴν καλά; Μὰ πῶς νὰ τὸν προσεγγίσει; Πῶς νὰ βγάλει στὴ φόρα τὸ πρόβλημά της, γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ ἡ ἴδια εἶχε μάθει νὰ αἰσθάνεται μόνο ταπείνωση καὶ ντροπή; Μὰ ἡ πίστη της στὸ πρόσωπό του γιγαντωνόταν. Ἦταν θέμα χρόνου νὰ βρεῖ τὴν κατάλληλη στιγμή.
Καὶ νά, ποὺ κάτι τέτοιο δὲν ἄργησε. Ἡ δωδεκάχρονη κόρη τοῦ ἄρχοντα ἀσθενοῦσε βαριά. Ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ὁ Ἰάειρος, ἂν καὶ ἀρχισυνάγωγος, ἄφησε στὴν ἄκρη κάθε ἐπιφύλαξη. Ἔπεσε ταπεινὰ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἱκέτεψε νὰ συρθεῖ ὣς τὸ σπίτι του. Καὶ ὁ Κύριος, ἡ ἀπέραντη εὐσπλαχνία, δὲν ἀρνήθηκε. Ἀμέσως ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, περίεργο γιὰ τὴν ἔκβαση, βρέθηκε νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό.
Ἡ νεαρὴ γυναίκα στάθμισε γρήγορα τὰ γεγονότα. Ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ περίμενε. Τί θά ’χανε νὰ δοκιμάσει; Θὰ εἶχε ἄραγε ἄλλες εὐκαιρίες; Πῆρε στὰ γρήγορα τὴν ἀπόφαση. Μὲ λίγη τύχη ἔλπιζε νὰ τὰ καταφέρει. Μὲς στὴν κοσμοσυρροὴ θὰ περνοῦσε ἀπαρατήρητη. Δὲν θ’ ἄφηνε τὴν εὐκαιρία νὰ χαθεῖ. Δὲν εἶχε τὴν πολυτέλεια γιὰ κάτι τέτοιο.
Μὰ μὲς στὸ πλῆθος ἦταν καὶ ἄνθρωποι τοῦ τόπου της. Τὴ γνώριζαν. Ἔπρεπε νὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὴν προσοχή τους γιὰ νὰ φτάσει στὸν σκοπό της, νὰ συναντήσει τὸν Χριστό. Ἀρκεῖ νὰ ἔφτανε κοντά του. Νὰ ἀγγίξει ἁπλῶς τὴν ἄκρη τοῦ εὐλογημένου ρούχου του. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει κανένας, οὔτε ἐκεῖνος, οὔτε ἄλλος. Θὰ πνιγόταν στὴ ντροπὴ ἂν τὸ μάθαιναν ὅλοι. Εἶχε ἀκούσει ὅτι πολλοὶ ἀσθενεῖς ἐπιδίωκαν, «ἵνα κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ ἅψωνται» μόνο καὶ γίνονταν καλά. Τὸ ἴδιο πίστευε κι αὐτή. «Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι».
Μὲ ἀγωνιώδη προσπάθεια, ξεφεύγοντας συνεχῶς ἀπὸ τὰ ἀδιάκριτα βλέμματα, βρέθηκε ἐπιτέλους πίσω ἀπ’ τὴ συνοδία τοῦ Χριστοῦ. Ἅπλωσε τὸ χέρι της χωρὶς καθυστέρηση καί, σίγουρη γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα, «ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ. Καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς». Μὲ τὸ εὐλαβικὸ ἐκεῖνο ἄγγιγμα τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ αἱμορραγία σταμάτησε. Μὲ κάποιον τρόπο ἔνιωσε ἀμέσως τὴ διαφορὰ στὸ σῶμα της. Ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὴ μάστιγά της. Ἡ ψυχή της ἀναστήθηκε. Γεμάτη χαρὰ θέλησε νὰ ξαναχαθῆ ἀμέσως μὲς στὸ πλῆθος. Μὰ δὲν εἶχαν τελειώσει ἀκόμη ὅλα.
Ὁ δῆθεν ἀνυποψίαστος Χριστὸς στράφηκε ξαφνικὰ πρὸς τὰ πίσω. Ἡ φωνή του ἀκούστηκε πεντακάθαρη παρὰ τὴν ὀχλοβοή.
- «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;»
Ὅλα τὰ μάτια καρφώθηκαν ἔκπληκτα πάνω του. Οἱ μαθητές του ἀλληλοκοιτάχτηκαν. Ὁ Πέτρος δὲν ἄντεξε.
- Δὲν βλέπεις τὸ πλῆθος, Κύριε, ποὺ ἔχει πέσει πάνω σου; Ποὺ σὲ σπρώχνει καὶ σὲ πιέζει ἀπὸ παντοῦ; Ρωτᾶς ποιὸς σὲ ἄγγιξε;
- Κάποιος μὲ ἄγγιξε! ἐπέμεινε ὁ Χριστός. Δὲν μιλάω γι’ αὐτοὺς ποὺ «πέφτουν» ἐπάνω μου. Ἔνιωσα δύναμη νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ μέσα μου.
Ἡ νεαρὴ γυναίκα τὰ ἔχασε. Πῶς ἀντιλήφθηκε τὸ ἄγγιγμά της; Μόνο τὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου του εἶχε ἀγγίξει! Ὄχι τὸ σῶμα του. Πῶς ἀντιλήφθηκε τὸ δικό της μόνο ἄγγιγμα, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν «ἔνιωθε» καθόλου τὰ ὑπόλοιπα; Κατάλαβε πὼς δὲν ξεφεύγει τίποτε ἀπὸ τὸν ἔλεγχό του. «Πάντα ὑποτέτακται» στὸ παντοδύναμο θέλημά του.
Καὶ τώρα; Ἂν ἀποκαλυφθεῖ ἡ πράξη της, τί θὰ γίνει; Εἶχε ἐνεργήσει παράνομα. Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ ἀνθρώπους, ἀφοῦ κατὰ τὸν νόμο ἦταν ἀκάθαρτη. Πολὺ περισσότερο, δὲν εἶχε δικαίωμα νὰ πλησιάσει, νὰ ἀγγίξει τὸν Διδάσκαλο. Ποιὲς θά ’ταν τώρα οἱ συνέπειες; Ὁ τρόμος τὴν κυρίευσε. Μὰ ὁ Χριστὸς εἶχε τὸν σκοπό του.
Ὑποκρινόμενος ἄγνοια γιὰ χάρη της, κοίταζε γύρω του δῆθεν ἐρευνητικὰ γιὰ νὰ τὴ δεῖ. Ἡ γυναίκα εἶδε πὼς δὲν εἶχε διέξοδο. «Φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα» ἦλθε καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του. Ἄφησε στὴν ἄκρη κάθε ντροπή. Ὁμολόγησε μπροστὰ σὲ ὅλους τὸ χρόνιο πρόβλημά της καὶ τὴν σωτήρια ἀπαλλαγή της ἀπ’ αὐτό.
- Μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου! ἄκουσε ἤρεμη, ζεστὴ τὴ φωνή του σὰν χάδι ἁπαλὸ στ’ αὐτιά της.
Κόρη του; Ποιὸς τῆς μιλάει μὲ τόση τρυφερότητα; Γνώριζε μέχρι τότε προπηλακισμοὺς καὶ ἀπόρριψη. Ποιὸς καταδέχεται νὰ τὴν προσφωνεῖ κόρη του; Ἀνασήκωσε τὸ ταλαιπωρημένο της κορμί, τόλμησε νὰ ὑψώσει τὸ ταπεινό της βλέμμα, τὸ ἔφερε μέχρι τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔνιωσε νὰ τὴ συνεπαίρνει τὸ βλέμμα ἐκεῖνο μὲ μιὰ ὁρμητικὴ ἀπύθμενη ἀγάπη, νὰ πλημμυρίζει τὴ ρημαγμένη της ψυχὴ μὲ γλυκειὰ θαλπωρή. Ἕνα βαθὺ αἴσθημα γαλήνης καὶ ἀνείπωτης χαρᾶς κυρίευσε τὴν ὕπαρξή της. Ἀλλεπάλληλα κύματα πρωτόγνωρης τρυφερότητας ξεπηδοῦσαν ἀπ’ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο καὶ τὴν ἀγκάλιαζαν ἀπαλά.
- Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε, κόρη μου! ἄκουσε πάλι τὴν ἀγαπημένη φωνὴ νὰ χαϊδεύει τὴν ψυχή της. Θὰ εἶσαι ὑγιὴς στὸ ἑξῆς. Πήγαινε στὸ καλὸ γεμάτη εἰρήνη! Μὴν ἀνησυχεῖς καθόλου γιὰ τίποτε!
Ὁ Χριστὸς ἤθελε μόνο νὰ δοξάσει καὶ νὰ ἀποκαταστήσει στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τὸ μέχρι τότε ντροπιασμένο καὶ ταπεινωμένο πλάσμα του. Δὲν ἔβλεπε μπροστά του τὴ μολυσμένη ἀπόβλητη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, ἀλλὰ «νεόφυτον ἠγαπημένον». Δὲν ἦταν πιὰ ἡ ἀνώνυμη ἀκάθαρτη αἱμορροοῦσα, ποὺ ὅλοι ἀπόφευγαν μὲ βδελυγμία. Ἦταν ἡ Βερονίκη, ὁ ἐπώνυμος πολύτιμος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν τὸν ἀποστράφηκε καθόλου ὁ Πλαστουργός του, ἀλλὰ κατέβηκε ψάχνοντάς τον ἐπίμονα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μέχρι τὴ γῆ καὶ τὰ ὑποχθόνια.
Τὸ φτωχὸ πλάσμα ρίγησε μέσα στὴν πανευφρόσυνη εὐλογία. Ἡ ταπεινὴ γυναίκα ζωντάνεψε, ἀναγεννήθηκε. Ἔνιωσε ὁλόψυχα πὼς ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ὅ,τι ἀνώτερο, ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ νὰ ποθήσει ποτὲ ὁ ἄνθρωπος. Τὸ πρόσωπό του, ἀχτινοβολώντας θεϊκὴ ὀμορφιὰ καὶ ἀγάπη, χαράχτηκε ἀνεξίτηλα στὴν καρδιά της.
Μὰ οἱ καλὲς καὶ ἥσυχες μέρες τελείωσαν κάποτε. Ἦρθε τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν, «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα» τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νεαρὴ Βερονίκη βρέθηκε στὴ δίνη ἄλλων περιστάσεων. Ἀνάμεσα σὲ ἕνα ἄλλο τεράστιο πλῆθος, ποὺ συνωστιζόταν ξανὰ πίσω ἀπὸ τὸν Χριστὸ σὲ μιὰν ἄλλη πορεία. Μὰ τὸ σκηνικὸ εἶχε ἀλλάξει τώρα ἐντελῶς.
Φωνὲς καὶ κραυγὲς πλανιόντουσαν σὰν μαυροπούλια στὸν ἀέρα. Σύννεφο οἱ κατάρες -μακάβρια ὑπόκρουση- συνόδευαν τὸν μεγάλο κατάδικο στὴν τελευταία μαρτυρικὴ πορεία του πρὸς τὸν Γολγοθᾶ. Εἶχε κριθεῖ «ἔνοχος θανάτου» γιὰ τὴ μεγάλη του «βλασφημία», νὰ ὀνομάσει τὸν ἑαυτό του Υἱὸ Θεοῦ. Ὄφειλε κατὰ τὸν νόμο τους νὰ πεθάνει.
Στὴν ἀνηφορικὴ ὁδὸ στριμώχνονταν τὰ πιὸ ἀνόμοια σύνολα. Οἱ λαοπλάνοι ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, οἱ φανατικοί τους ἀκόλουθοι «μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων», ὁ ἄβουλος συρφετός, «οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην», οἱ περίεργοι ὅλοι ποὺ συγκεντρώθηκαν γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὰ πρωτοφανῆ δρώμενα. Σκληροτράχηλοι λεγεωνάριοι, σχηματίζοντας τεῖχος μὲ αἰχμηρὰ δόρατα καὶ ἡμικυλινδρικὰ σκοῦτα, τὶς ἀσπίδες τους, συγκρατοῦσαν μὲ κόπο τὴν παλλόμενη θάλασσα. Γιὰ νὰ δαμάσει τὰ ἀπειθάρχητα στίφη ὁ Ρωμαῖος κεντυρίωνας, ἔριξε στὴ «μάχη» ὅλη τὴν ἑκατονταρχία.
Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ σκόρπισαν «ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Ἀλλὰ μὲς στὸ ἀλλοπρόσαλλο πλῆθος κάποιες ὑπάρξεις τολμοῦν. Εἶναι οἱ γυναῖκες. Αὐτὲς ποὺ ἀκολουθοῦσαν παντοῦ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν, χωρὶς νὰ φύγουν οὔτε στιγμὴ ἀπὸ κοντά του. Μὲ πρώτη καὶ καλύτερη, στὴ διακριτική, ἀθόρυβη, ἀπαρατήρητη, σεμνὴ παρουσία της, τὴν πανάχραντη μητέρα του. Αὐτὲς τὸν συνοδεύουν καὶ τώρα μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς στὶς δραματικὰ ἐπώδυνες τελευταῖες του στιγμές. Ἡ ἀγάπη τους νικάει κάθε φόβο.
Ὁ ἀνήφορος τοῦ Γολγοθᾶ ποτίστηκε μὲ πολὺ αἷμα, ἱδρώτα καὶ ὀδύνη. Ὁ Χριστὸς δὲν θέλησε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν πόνο. Τὸν βίωσε σὰν ἄνθρωπος, σὰν ἕνας κοινὸς θνητός. Ἀφέθηκε νὰ κακοποιηθεῖ ἀφάνταστα. Τὸ σῶμα του ἔγινε μιὰ τεράστια πληγή. Τροφὴ δὲν ἔλαβε, νερὸ δὲν ἤπιε, ὕπνος δὲν ἀνέβηκε στὰ βλέφαρά του. Ἡ ἀδιάκοπη ροὴ τοῦ αἵματος ἀπὸ τὶς χαίνουσες πληγὲς μεγάλωνε βασανιστικὰ τὴ δίψα του. Ἐπὶ δύο συνεχεῖς μέρες οἱ μαστιγώσεις, τὰ ραπίσματα, ἡ ἀσιτία, ἡ δίψα, ἡ ἀϋπνία, στράγγιξαν μεθοδικὰ τὴ ζωτικότητά του. Καὶ τέλος ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ.
Μὰ ἐκεῖ τὸ ἐξαντλημένο σῶμα του δὲν ἄντεξε. Οἱ ματωμένοι ὦμοι του λύγισαν. Ἔγειρε ὁλόκληρος, σὰν κομμένος κορμὸς σωριάστηκε στὸ λιθόστρωτο. Ἐξουθενωμένος, ταπεινωμένος, φορτωμένος τὴν κατάρα τῆς ἀνθρώπινης ἐνοχῆς ὅλων τῶν αἰώνων, ἀποδιοπομπαῖος γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, μισητός, ἀπόβλητος, ὁ παντοδύναμος Θεὸς κειτόταν στὸ ματωμένο χῶμα ἀβοήθητος, σὲ ἔσχατη ἀδυναμία, ἀδιανόητο αἰώνιο σκάνδαλο γιὰ τοὺς Ἑβραίους.
Στὸ θλιβερὸ θέαμα τὸ βουητὸ δυνάμωσε ἀπότομα. Τὸ ἀνθρώπινο κύμα μαινόμενο πάφλασε, ὁ θρῆνος τῶν γυναικῶν ὑψώθηκε σπαραχτικός, οἱ καγχασμοὶ ἀντήχησαν χαιρέκακα. Τὸ πλῆθος κινήθηκε βίαια μπροστά, μὰ οἱ στρατιῶτες, στὸ στιβαρὸ πρόσταγμα τοῦ κεντυρίωνα, πρόταξαν ἀκαριαῖα τὰ μυτερά τους ἀκόντια καὶ τοὺς ἀποθάρρυναν. Ὁ ἑκατόνταρχος Λογγίνος, μετέχοντας ἀνεξήγητα στὸ ἐνεργούμενο ἐνώπιόν του ἀνερμήνευτο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, στράφηκε μὲ αἴσθημα βαθέος σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἡμιθανῆ κατάδικο. Στὸ νεῦμα του δυὸ λεγεωνάριοι ἀνασήκωσαν τὸν βαρὺ σταυρὸ καὶ τὸν ἀπέθεσαν στὴν ἄκρη.
Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκάθεκτη μιὰ νεαρή, μὲ τὸ βέλο κατεβασμένο στὰ μάτια της, εἰσέβαλε στὸ μέσον ὁρμητικά. Κανεὶς δὲν πῆρε εἴδηση πῶς μπόρεσε νὰ σπάσει τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τῶν στρατιωτῶν, πῶς διαπέρασε τὸ ἀρραγὲς τεῖχος ἀσπίδων καὶ λογχῶν. Μὲ ἀξιοθαύμαστο θάρρος καὶ φοβερὴ ἀποφασιστικότητα ἡ Βερονίκη εἶχε κιόλας γονατίσει πλάι στὸν σεβαστό της διδάσκαλο. Κάποιοι στρατιῶτες ἔτρεξαν πρὸς τὸ μέρος της, μὰ ὁ Λογγίνος, ἐπιβλητικὸς καὶ σοβαρός, τοὺς σταμάτησε μὲ μιὰ κίνηση τοῦ χεριοῦ του.
Ἡ Βερονίκη ἀνασήκωσε ἀπαλὰ καὶ κράτησε εὐλαβικὰ στὰ χέρια της τὸ αἱμόφυρτο θεϊκὸ πρόσωπο. Μὰ ἡ ὄψη ἐκείνη δὲν εἶχε τώρα «εἶδος, οὐδὲ κάλλος». Δὲν ἦταν πιὰ «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς», ποὺ εἶχαν ἀντικρύσει ἐκστατικὰ τὰ μάτια της στὴν πρώτη της συνάντηση μαζί του. Κάθε ὀμορφιὰ εἶχε χαθεῖ ἐντελῶς ἀπ’ τὴ μορφή του. «Τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας ἀνθρώπους». Κανενὸς τὸ πρόσωπο δὲν εἶχε ἀφανισθεῖ σὰν τὸ δικό του.
Μὰ ὅταν τὰ μισόκλειστα μάτια του ἀντάμωσαν ξανὰ μὲ τὰ δακρύβρεκτα δικά της, ἡ Βερονίκη ρίγησε ὁλόκληρη σὰν τὴν πρώτη φορά. Μιὰ μυστικὴ δύναμη ἀπ’ τὸ θολό του βλέμμα εἰσόρμησε ξανὰ στὴν ταραγμένη της ψυχή. Τὰ σβησμένα του μάτια ἔπεμπαν μέσα της ὁλοφώτεινο ἥλιο εἰρήνης, ἀγάπης, ζεστασιᾶς. Ἤξερε ἀλάνθαστα πώς, ἂν καὶ «κατάστικτος τοῖς μώλωψι», μπρός της βρισκόταν ὁ «πανσθενουργὸς» Θεός. Νεκρὸς σχεδόν, καὶ παρὰ ταῦτα παντοδύναμος.
Μὲ τὸ μαντήλι της σκούπισε γρήγορα, ἁπαλά, προσεκτικὰ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο. Καθάρισε τὴ σκόνη, τὸν ἱδρώτα, τὰ αἵματα, ἔβρεξε τὰ ξεραμένα του χείλη. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει περισσότερα, ἂν καὶ λαχταροῦσε γιὰ κάτι τέτοιο διακαῶς. Σηκώθηκε, μὰ αὐτὸ ποὺ ἀντίκρυσε τὴν καθήλωσε ξανά. Πάνω στὸ ματωμένο, λερωμένο μαντήλι της εἶχε ἀποτυπωθεῖ ἡ φωτεινή, πανέμορφη, πραγματικὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἔστρεψε τὸ βλέμμα της πάνω του ἄφωνη, ἐκστατική.
- Κόρη μου!
Βαθιὰ μέσα της, ἂν καὶ τὰ χείλη του δὲν κινήθηκαν καθόλου, ἄκουσε τὴ γλυκειά του φωνὴ νὰ χαϊδεύει τὴν ψυχή της ξανά.
- Κράτησέ το, κόρη μου, «εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Νὰ μὲ θυμᾶσαι!
- Κύριέ μου! κατάφερε νὰ ψιθυρίσει μόνο, γεμάτη θάμβος καὶ ἔκσταση, ἐνῶ στὰ μάτια της γυάλισαν σταγόνες κρυστάλλινες. Στὸ ψιθύρισμα ἐκεῖνο συνωθοῦνταν ὅλος ὁ παλμὸς τῆς φλεγόμενης ψυχῆς της.
Ἀμέτρητες φωνές, ἀπειλές, εἰρωνεῖες, κατάρες ἐναντίον της συνέθεταν ἕνα μακάβριο πανδαιμόνιο γύρω της. Μὰ ἐκείνη δὲν ἄκουγε, δὲν καταλάβαινε τίποτε. Ἡ δεύτερη συνάντησή της μὲ τὸν Χριστὸ ἦταν τὸ ἴδιο ὑπέροχα συγκλονιστικὴ σὰν τὴν πρώτη. Προχώρησε ἥσυχα καὶ πέρασε μέσα ἀπ’ τὸ μαινόμενο πλῆθος, χωρὶς νὰ φοβᾶται κανένα, χωρὶς νὰ τὴν ἀγγίζει κανένας.
Φύλαξε προσεκτικὰ τὸ μαντήλι της μὲ τὴ θεϊκὴ ἀχειροποίητη εἰκόνα. Μὰ πιὸ πολὺ φύλαξε εὐλαβικὰ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, χαραγμένο ἀνεξίτηλα στὴν καρδιά της γιὰ πάντα.
Πάσχα 2021
Διαδίδω τὴν «Ἀντιύλη»
Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails
ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, αρ. 20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου