Eν πρώτοις εὐχαριστῶ τὸν Σεβασμιώ τατον ποιμενάρχη σας γιὰ τὴν πρό σκλησι νὰ ἔλθω ἀπὸ τὰ κακοβίωτα Ἄγραφα (ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν πάτησε τούρκου ποδάρι) καὶ νὰ ὁμιλήσω στὴν ἀγάπη σας*. Οὐκ ἀπειθὴς ἐγενόμην εἰς τὴν πρόσκλησιν καὶ τοῦτο διότι παρὰ τὸ τῆς ἡλικίας ὑπερώριμον, τὰ τῶν ψοῶν ἐμπαίγματα καὶ τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ, ἐκτιμῶ βαθύτατα καὶ σέβομαι ἐν εἰλικρινείᾳ τὸν ἅγιον Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας. Μᾶς συνδέει ἀῤῥήκτως μιὰ κοινὴ ἀγάπη. Τὸ σεπτὸν κέντρον, ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου.
Ἀλλ’ ἂς ἔλθουμε στὸ θέμα μας, ποὺ εἶναι: Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τὸν ὁποῖον σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει, καὶ ἡ Ὀρθόδοξός μας πίστις. Καὶ τοῦτο διότι ὁ Ἅγιος αὐτὸς εἶναι ἀῤῥήκτως συνδεδεμένος μὲ ἀγῶνες πρὸς κατίσχυσιν αὐτῆς τῆς Ἀποστολοπαραδότου πίστεως καὶ κυρίως γιὰ τὴν μὴ παραχάραξι καὶ διαστρέβλωσί της. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἕνα σπάνιο παράδειγμα ταχείας καὶ ἐπισήμου ἁγιοποιήσεως. Ἐκοιμήθη τὸν ὁσίοις ἐμπρέποντα ὕπνον τὸ 1359 καὶ μόλις μετὰ ἐννέα ἔτη, τὸ 1368 κατεγράφη εἰς τὸ ἐπίσημον ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν ἐπίσης ἅγιο Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο τὸν Κόκκινο. Πῶς ἐξηγοῦνται τρία τινα: α) Πῶς ἐξηγεῖται ἡ τόσον ταχεῖα ἁγιοποίησις, β) Πῶς ἐξηγεῖται ἡ σύνθεσις πανηγυρικῆς ἀκολουθίας ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καὶ
γ) Πῶς ἐξηγεῖται ἡ θέσπισις ἐπισήμου ἑορτῆς ὄχι στὶς 14 Νοεμβρίου ποὺ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, ἀλλὰ κατὰ τὴν σήμερον Β΄ Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Νηστειῶν. Οἱ λόγοι γι’ αὐτὰ εἶναι οἱ ἑξῆς: Πρῶτος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξεν ὁ με γαλύτερος δογματικὸς θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ μέχρι τῆς σήμερον. Μὲ αὐτὸν κλείνει κατὰ τρόπον μεγαλειώδη ἡ ἐποχὴ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλη – σίας. Δεύτερος. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην (14ος αἰών) ἡ λατινικὴ θεολογία βγαίνει ἀπὸ τὰ πηχτὰ σκοτάδια τοῦ μεσαίωνος. Ἦτο δὲ θεολογία ἐπιθετικὴ καὶ αἱρετική. Ἀπαιτοῦσε νὰ εἰσπηδήσει καὶ στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιοπατερικὴ θεολογία, ἐπιβάλλοντας τὶς ἀπόψεις της. Καὶ βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία:
Ἐδῶ στὴν καθ’ ἡμᾶς ἁγίαν Ἀνατολὴν τὰ πολιτικὰ πράγματα εἶχαν πάρει κατήφορο, χωρὶς τὴν δυνατότητα ἀνακάμψεως. Ὁ δικέ φαλος ἀετὸς εἶχε χάσει τὸ ἕνα του κεφάλι, τὴν Μικρὰ Ἀσία δηλαδὴ καὶ τὸ ἄλλο, ἡ Εὐρώπη, ψυχομαχοῦσε. Ἡ φαγωμάρα μεταξὺ ἀνταπαιτητῶν τοῦ θρόνου κατεράκωνε τὴν αὐτοκρατορία. Ἐμφύλιος πόλεμος μεταξὺ παπποῦ καὶ ἐγγονοῦ, Ἀνδρονίκου Β΄ τοῦ γέροντος (1282-1329) καὶ Ἀνδρονίκου Γ΄ (1328-1341), ἐμφύλιος πόλεμος μεταξὺ Ἰωάννου ΣΤ΄ τοῦ Καντακουζηνοῦ (1341- 1354) καὶ Ἰωάννου Ε΄ τοῦ Παλαιολόγου (1341-1390). Γιὰ νὰ νικήσῃ τὸν ἀντίπαλό του Ἰωάννης ὁ Καντακουζηνὸς ἔκανε ἕνα μοιραῖο λάθος ποὺ πλήρωσε ἀκριβὰ ἡ Ῥωμηοσύνη καὶ ἡ Εὐρώπη ὅλη. Πάντρεψε τὴν κόρη του Θεοδώρα ποὺ ἦταν μόλις 12 ἐτῶν (!) μὲ τὸν σουλτᾶνο τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, τὸν Ὀρχάν. Καὶ τὸ 1354 κάλεσε τὸν γαμπρό του σουλτᾶνο νὰ διαβῇ τὸν Ἑλλήσποντο καὶ νὰ ἐγκατασταθῇ στὴν Καλλίπολι γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ καταλάβῃ τὸν ἀντίπαλο. Ἔτσι, λοιπόν, πάτησαν οἱ τοῦρκοι πόδι στὴν Εὐρώπη, καὶ ἄντε ἀπὸ τότε νὰ τοὺς διώξῃς… Βγάλαμε τὰ μάτια μας μὲ τὰ δάχτυλά μας… Βέβαια, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Ἰωάννης ἔγινε καλόγηρος ὀνομασθεὶς Ἰωάσαφ· γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἡ παροιμία ποὺ λέγει πὼς «ἡ ἀλεποῦ ὅταν γηράσῃ, γίνεται καλόγρηα»! Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν δίνη ἔζησεν ὁ ἅγιος Γρη γόριος. Ὁ ἕνας αὐτοκράτωρ ἦτο μαζί του, ἀπεδέχετο τὶς ἰδέες του, ὁ ἄλλος, ἐξ ἀντιδράσεως ἦταν ἐχθρός του. Ἡ μία παράταξις ἦταν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἡ ἄλλη ἦταν ὑπὲρ τοῦ ἐξ Ἰταλίας ἐλθόντος καὶ ἑλλη νικὴν ἔχοντος καταγωγήν, τοῦ Καλαυροῦ Βαρλαάμ. Ἀλλ’ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔγινε τότε ὁ κυματοθραύστης πάνω στὸν ὁποῖον ἔσπαγαν τὰ κύματα τῶν ...
λατινικῶν κακοδοξιῶν. Γι’ αὐτήν του τὴν ἐμμονὴ στὴν Ἀποστολοπαράδοτη Ὀρθόδοξη πίστι ἐγκλείσθηκε σὲ φυλακές, περιωρίσθηκε σὲ μοναστήρια, σύρθηκε αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ὑπέφερε ἀλλὰ δὲν ὑπέκυψε. Ἐδίδαξε λεοντιαίᾳ τῇ φωνῇ ὅτι ἡ φιλοσο φία δὲν ὑποτάσσει τὴν θεολογία, ἀλλ’ ἡ θεολογία ὑποτάσσει τὴν φιλοσοφία. Ἡ φιλοσοφία εἶναι σκέψεις ἀνθρώπινες ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι πλανεμένες, ἐνῷ ἡ θεολογία εἶναι ἀποκάλυψις Θεοῦ, ἄρα ἡ μόνη ἀληθής. Οἱ λατίνοι ἀκρίτως φιλοσοφοῦντες θεωροῦσαν ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι δῶρο Θεοῦ. Διετείνοντο μάλιστα μὲ πρῶτο διδάσκαλο τὸν Βαρλαὰμ ὅτι «τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀτελές, τελειοῦσιν ἐκ μαθημάτων ἑλληνικῶν». Τὸ τελειοποιοῦν οἱ φιλόσοφοι δηλαδή. Ὁ ἅγιος δὲν ἀπέῤῥιπτε τὴν φιλοσοφία, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν εἶχε σπουδάσει ἐπι μελῶς, ἀλλὰ τὴν κατάχρησί της. Τὸ «ἰταλικὸν θηρίον», ὁ Καλαυρὸς αὐτὸς Βαρλαὰμ «τῇ ἔξῳ σοφίᾳ μέγα φρονῶν καὶ τῇ μα ταιότητι τῶν οἰκείων διαλογισμῶν πάντα οἰόμενος εἰδέναι, δεινὸν ἐγείρει πόλεμον κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς εὐσεβοῦς ἡμῶν πίστεως καὶ τῶν ἀσφαλῶς ταύτης ἀντεχομένων» τὸ ἄκτιστον φῶς τῆς θείας Μεταμορφώσεως κτιστὸν εἶναι δογματίζων καὶ ὅτι αἱ δυνάμεις καὶ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές. Ὁ θεῖος Γρηγόριος «Πνεύματος θείου πλεισθεὶς» εἰς τὴν σύνοδο τοῦ 1351 ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολι, «τὸ κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀνοιχθὲν ἐκεῖνο στόμα ἐφίμωσε καὶ εἰς τέλος κατῄσχυνε». Ἀπέδειξε, βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν παλαιοτέρων μεγάλων Πατέρων, ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο εἶναι ἄκτιστες καὶ ἄρα δὲν εἶναι φθαρτὲς καὶ ὅτι τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως στὸ Θαβὼρ ἦτο ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἐδίδαξεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μετάσχῃ στὶς ἄκτιστες θείες ἐνέργειες διὰ τῆς «μεθέξεως» καὶ νὰ θεωθῇ κατὰ χάριν, συμφώνως πρὸς τὸ Δαυϊτικὸν «ὑμεῖς θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ ὑψίστου πάντες» (Ψαλμὸς ΠΑ΄,6). Μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια ἐπάλαιψε κατὰ τῶν δυτικῶν κακοδοξιῶν «λόγοις τε καὶ συγγράμμασι», καὶ διετράνωσε τὴν Ὀρθόδοξό μας πίστι. Τὴν ὁριοθέτησε λέγοντας ὅτι τὸ ὀρθοδοξεῖν ἐστι σχοινοβατεῖν. Εἶναι μιὰ πίστις ποὺ πορεύεται ἐπάνω σὲ τεντωμένο σχοινί. Εἶναι μιὰ πίστις ποὺ δὲν ἐπιδέχεται οὔτε τὰ δεξιὰ οὔτε τὰ ἀριστερά. Ἂν πέσῃς ἀπ’ τὰ δεξιὰ πέφτεις σὲ αἱρέσεις (ἐξωτερικὲς ἢ καὶ ἐσωτερικές). Ἂν πέσῃς ἀπ’ τὰ ἀριστερὰ σὲ περιμένουν σχίσματα καὶ διαιρέσεις. Κι ἂν πέσῃς μὲ τὰ μοῦτρα σὲ περιμένει ὁ «βύθιος δράκων», ἡ αἰώνια καταδίκη. Γιὰ ὅλα αὐτά, λοιπόν, ἡ μνήμη του ὡρίσθη νὰ ἑορτάζεται τὴν Β΄ Κυριακὴ τῶν Νη στειῶν, ἀμέσως μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθο δοξίας. Ἡ μνήμη του εἶναι ἐπέκτασις τῆς Α΄ Κυριακῆς. Ὀρθοδοξία ἴσον ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, καὶ Γρηγόριος Παλαμᾶς ἴσον Ὀρθοδοξία. Ὅμως, πρέπει νὰ κάνουμε μιὰ μικρὴ ἀνάλυσι, διότι λέμε «Ὀρθοδοξία», «Ὀρθόδοξος», «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία». Τί σημαίνουν ἄραγε ὅλες αὐτὲς οἱ ὀνομασίες; Ὅπως θὰ ἔλεγεν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «πολλοὶ γὰρ τὰς ἑορτὰς ἄγουσι καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἴσασι, τὰς δὲ ὑποθέσεις, ὅθεν ἐτέχθησαν ἀγνοοῦσι». Ἐγείρονται, λοιπόν, τρία ἐρωτήματα:
α) Πότε καὶ ἀπὸ ποιούς χρησιμοποιήθησαν αὐτοὶ οἱ ὅροι,
β) Γιατί χρησιμοποιήθησαν, καὶ
γ) Τί σημαίνουν. Αὐτὰ βεβαίως ἐν πάσῃ δυνατῇ συντομίᾳ καὶ ἀπὸ κλαδίσκου εἰς κλαδῖσκον ὅπως οἱ ἀκρίδες, διότι ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι: «ὠκεανὸς εἰς κοτύλην οὐ χωρεῖ». Ὁ ὅρος «Ὀρθοδοξία», «Ὀρθόδοξος» προ – έρχεται ὡς γνωστὸν ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν Πολυδεύκη. Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας τὰ πράγματα δὲν ἦσαν τόσον ἁπλᾶ ὅσο νομίζουμε. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰῶνα ἐμφανίσθηκαν αἱρέσεις, λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου. Ὡνομάζονταν καὶ αὐτοὶ «Ἐκκλησία». Αὐτοωνομάζοντο «Χριστιανοί», μὲ σκοπὸ νὰ παραπλανήσουν τοὺς ἁπλοὺς Χριστιανούς. Ὅμως ἡ γνήσια Ἐκκλησία, ἔπρεπε νὰ βρῇ μιὰν ὀνομασία προστασίας, ὅπως σήμερα ὑπάρχει φερ’ εἰπεῖν ἡ Προστατευομένη Ὀνομασία Προελεύσεως (ΠΟΠ) προϊόντων. Εἰσήχθη ἐνωρὶς ὁ ὅρος «Καθολικός». Αὐτὸς ποὺ πιστεύει σὲ ὁλόκληρη τὴν πίστι, χωρὶς προσθαφαιρέσεις, χωρὶς περικοπές, χωρὶς στρεβλώσεις. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν ὅρο «Καθολικὴ Ἐκκλησία» τὸν χρησιμοποίησαν καὶ αἱρετικοί. Ὁπότε βρέθηκε ὁ πλήρης ὅρος «Ὀρθόδοξος», «Ὀρθοδοξία», «Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία». Πρῶτος σὲ ἐκκλησιαστικὸ χῶρο τὸν ἐχρη σιμοποίησε ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας, συγχρό νως δέ, κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 4ου αἰῶνος καὶ ὁ μέγας τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγωνιστὴς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τοῦ ὁποίου ὁ βίος καὶ ἡ διδασκαλία ἦταν κατὰ Γρηγόριον τὸν Θεολόγον «νόμος Ὀρθοδοξίας». Σιγὰ – σιγὰ ἡ Ὀρθοδοξία τῆς πίστεως ἔγινε «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» διότι ἁπλούστατα Αὐτὴ διδάσκει τὴν Ὀρθοδοξία πίστεως καὶ μόνον Αὐτή. Καὶ μὲ τὴν λέξι αὐτὴ μέχρι σήμερα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τοὺς μέλλοντας, καταδεικνύεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας ζῆ μέσα στὴν μόνη σῴζουσαν ἀλήθεια. Τί σημαίνει «Ὀρθοδοξία»; Δὲν θὰ ἀπαντήσω ἐγώ. Ἀλλὰ παλαιοὶ Πατέρες.
Λέγει ο Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ποὺ ἔζησε τὸν 12ο αἰῶνα: «Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ περὶ Θεοῦ καὶ τῆς κτίσεως θεώρησις», δηλαδὴ ἡ σωστὴ ἄποψις, ἡ σωστὴ γνώμη, ἡ σωστὴ ἀντίληψις γιὰ τὰ πάντα, καὶ περὶ Θεοῦ καὶ περὶ κτισμάτων. Συμπληρώνει καὶ ὁ ὑπέρμαχος τῆς πίστεως Ἰωσὴφ ὁ Βρυέν νιος ποὺ ἐκοιμήθη τὸ 1430: «Ὀρθοδοξία εἶναι κυρίως τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς ὀρθὴ γνώμη περὶ Θεοῦ. Δευτερευόντως, τὸ νὰ ἔχῃ σωστὴ ἄποψι γιὰ τὸ ποιᾶς φύσεως εἶναι τὰ κτί σματα καὶ ἡ δημιουργία. Ἑπομένως αὐτὸς ποὺ βλέπῃ τὰ πάντα ὀρθῶς, φυσικὸν εἶναι νὰ λέγεται Ὀρθόδοξος. Διότι πολλοὶ ἄνθρωποι διακατέχονται ἀπὸ ἐσφαλμένες καὶ ἄστατες θεωρίες καὶ ἀντιλήψεις». Καὶ μὲ ἕνα χρονικὸ ἅλμα φθάνουμε στὸ 1735, καὶ στὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδωσε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρὸς τοὺς Ἄγγλους ἀνωμότους: «Ἡ ἁγία, ἄμωμος καὶ εἰλικρινεστάτη πίστις μας [... ] οὐδέποτε ἐδέχθη δόγματα ἢ διδασκαλίες ἀλλόκοτες καὶ ξένες ἀπὸ ὅσες ἐδίδαξεν ὁ Κύριός μας καὶ Σωτῆρας μας. Φυλάσσει πάντοτε καὶ διακρατεῖ αὐτὰ καὶ μόνον αὐτὰ ποὺ ἐδι δάχθη ἀπ’ Αὐτόν, τὸν Σωτῆρα Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφές. Δηλαδὴ αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ἐδίδαξαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ποὺ οἱ Ἅγιες καὶ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἐθέσπισαν, ἐπεκύρωσαν καὶ μᾶς παρέδωσαν. Αὐτὰ τὰ φυλάξαμε μέχρι σήμερα καὶ τὰ διαφυλάττουμε χωρὶς καμμιὰν ἀλλοίωσι ἢ κάποια διαστροφή». Καὶ ὅταν τὸ 1868 ὁ πάπας Πῖος ὁ Θ΄ (αὐτὴ ἡ ἀλεποῦ ἡ «καμπίσια») ἀπέστειλε ἀπεσταλμένους στὴν Πόλι γιὰ τὴν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ συμμετοχὴ στὴν Α΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ ΣΤ΄ ἀπήντησε: «Σὲ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν μπόρεσαν ποτέ, οὔτε πατριάρχαι, οὔτε σύνοδοι νὰ εἰσαγάγουν νέα δόγματα, καὶ τοῦτο γιατὶ ὑπερασπιστὴς τῆς πίστεώς μας εἶναι αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ αὐτὸς ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει νὰ ἔχῃ τὴν πίστι του ἀμετάβλητη καὶ ὅμοια μὲ αὐτὴν ποὺ πίστευαν οἱ πατέρες του.
Φύλακας αὐτῆς τῆς ἱερᾶς ἀμπέλου εἶναι αὐτὸς ὁ λαός». Δηλαδὴ ἐσεῖς, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί. Καὶ λέγω ἐσεῖς, διότι πέρυσι ποὺ εἶχα ἔλθει πάλι ἐδῶ στὴν Κρήτη, ἄκουσα κάτι τὸ ὁποῖον μὲ ὠφέλησε , εἰλικρινῶς σᾶς τὸ λέγω, ὅσον ἑκατὸ θεολογικὰ βιβλία. Ἕνας δικός σας ἄνθρωπος, ὁδηγός, μοῦ εἶπε: «Πάτερ, ἔχω πάρει δάνειο. Μπορεῖ νὰ μοῦ πάρουν τὸ σπίτι μου, τὸ ἀμπέλι μου, τὰ χωράφια μου, ἀλλὰ ἕνα πράγμα δὲν μποροῦν νὰ μοῦ πάρουν· τὴν πίστι μου!». Τέτοια ὁμολογία ἐγὼ ὅταν τὴν ἄκουσα ἔμεινα ξερός, καὶ σκέ φθηκα πὼς ἰδοὺ αὐτὸς εἶναι ὁ λαὸς ποὺ φυλάει αὐτὴν τὴν ἁγία πίστι! Ἴσως πῆτε: Καλόγηρος εἶσαι, φανατικὸς εἶσαι, σκοταδιστὴς εἶσαι, αὐτὰ μᾶς λές. Τώρα ζοῦμε σὲ ἐποχὴ παγκοσμιοποιήσεως. Ὅλη ἡ γῆ ἕνα χωριό. Ὅλα ἰσοπεδώνονται, ἀκόμη καὶ ἡ πίστις. Πολυπολιτισμὸς βλέπεις… Παλαιότερα, Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας (δικός μας ἐννοεῖται) πῆγε σ’ ἕνα νοσοκομεῖο στὴν Ἀλεξανδρούπολι γιὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τοὺς ἀσθενεῖς. Χαιρετᾶ κάποιον ἀσθενῆ στρατιώτη, τὸν ὁποῖον ἐρωτᾶ: «Ἐσὺ τί εἶσαι;», καὶ ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Μουσουλμᾶνος». Τὸν χτυπᾶ ὁ Πρόεδρος φιλικὰ στὴν πλάτη καὶ τοῦ λέγει: «Δὲν πειράζει, ὅλοι στὸν ἴδιο Θεὸ πιστεύουμε…»!
Ὁπότε ἐὰν εἶναι ἴδιος ὁ Ἀλλὰχ μὲ τὸν ἐν Τριάδι ζῶντα δοξαζόμενον καὶ προσκυνούμενον Θεόν, τότε ἐγὼ μπορῶ νὰ εἶμαι Τρίτη Πέμπτη Σάββατο χότζας, Δευτέρα Τετάρτη Παρασκευὴ παπᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴ βουδδιστής! Καὶ ὁ δεσπότης σας ἰμάμης! Ἀφοῦ ὅλα εἶναι τὰ ἴδια καὶ ὅλοι πιστεύουμε στὸ ἴδιο Θεό! Ὅμως, ἀδελφοί μου, ἄλλο ὁ ζῶν ἀληθινὸς Θεός («Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ» ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως) καὶ ἄλλο τὰ ὅσα ἡ φαντασία (ἀγωνιώδης πολλάκις) τῶν ἀνθρώπων ἐφεῦρε περὶ Θεοῦ. Αὐτὰ εἶναι θρησκεῖες· ἐμεῖς εἴμαστε Ἐκκλησία, ἄρα ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Θεοῦ, ἄρα ΑΛΗΘΕΙΑ, κατὰ τὸν εἰπόντα Κύριον Ἰησοῦν: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάννου ΙΔ΄,6). Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς γνωρίζει ὅτι ἡ πίστις του εἶναι μοναδική, εἶναι τὸ ὅλως ἄλλο. Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἤμουν στὴν Κωνσταντινούπολι, καὶ συγκεκριμένα στὸ παλαιὸ Προξενεῖο μας, κατὰ τὴν Ἐθνικὴ Ἐπέτειο τῆς 28ης Ὀκτωβρίου. Μὲ πλησιάζουν δύο ὁμογενεῖς Πολίτες, ἀδέλφια μεταξύ τους, καὶ στὴν κουβέντα ἐπάνω μοῦ λέγουν τὴν ἱστορία τους. «Πάτερ, ἔχουμε συνεργεῖο αὐτοκινήτων. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐρχόταν συχνὰ ἕνας Τοῦρκος θεολόγος στὸ μαγαζὶ καὶ ὅλο μᾶς περιτριγύριζε. Καταλαβαίναμε πὼς κάτι θέλει, καὶ μιὰ φορὰ, λοιπόν, μᾶς τὸ σκάει τὸ παραμύθι. Ἐσεῖς οἱ Ῥωμηοί, μᾶς εἶπε, ἐὰν ἀλλαξοπιστήσετε, κάνετε περιτομὴ καὶ γίνετε Μωαμεθανοί, θὰ ἔχετε καλύτερη θέσι στὸν παράδεισο ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς τούρκους! Ἐμεῖς, πάτερ, παλαβώσαμε! Ὅμως δὲν τὰ χάσαμε. Τοῦ εἴπαμε, πὼς εὐχαρίστως νὰ ἀλλάξουμε πίστι, ἐὰν μᾶς ἀπαντήσεις σὲ μιὰν ἐρώτησι ποὺ θὰ σοῦ κάνουμε. Ἐμᾶς, ὁ παπᾶς λέγει στὴν Ἐκκλησία μας καὶ δέεται πρῶτα ὑπὲρ τῶν μισούντων καὶ ὕστερα ὑπὲρ τῶν ἀγαπώντων ἡμᾶς· ἐὰν βρῇς κάτι τέτοιο στὸ κοράνι γραμμένο, ἔλα νὰ μᾶς πεῖς. Ἐκεῖνος, πάτερ, χάθηκε καὶ μετὰ περίπου ἀπὸ ἕνα μῆνα ξανάρθε μὲ τὴν οὐρὰ στὰ σκέλια. Δὲν βρῆκα τίποτε τέτοιο, μᾶς εῖπε. Τότε, τοῦ λέμε, θ’ ἀφήσουμε αὐτὴν τὴν μοναδική μας πίστι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ θὰ τουρκέψουμε; Ποτὲ τῶν ποτῶν! Κι ἐξαφανίστηκε». Ἔτσι σκέπτεται καὶ ἔτσι συμπεριφέρεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἀγαπᾷ ὅλους, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστι του δὲν κινεῖ οὐδὲ βῆμα ποδός. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀρετὴ γενική, ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἀρετὴ μερική· διότι ἀνήκει μόνον στὴν Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ πίστευαν καὶ τὰ ἑκατομμύρια Μαρτύρων πάσης ἡλικίας, μορφώσεως ἢ κοινωνικῆς θέσεως. Καὶ ὅπως λέγει Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος: «Ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν πίστι μας καὶ ἔχουμε νὰ διαλέξουμε μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, ὁ θάνατος εἶναι προτιμώτερος». Καὶ γνωρίζετε, ἀδελφοί μου, πόσοι μαρτύρησαν στὸν τόπο σας γι’ αὐτὴν τὴν πίστι. Ὁ Χριστιανὸς γιὰ τὴν πίστι του δὲν δέχεται οὔτε μύγα στὸ σπαθί του. Ἀναφέρει τὸ Γεροντικό: «Ἔλεγον περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος ὅτι ἀπῆλθόν τινες πρὸς αὐτόν, ἀκούσαντες ὅτι μεγάλην διάκρισιν ἔχει, καὶ θέλοντες δοκιμάσαι εἰ ἐργάζεται, λέγουσιν αὐτῷ: -Σὺ εἶ Ἀγάθων; Ἀκούομεν περὶ σοῦ ὅτι πόρνος εἶ καὶ ὑπερήφανος. Ὁ δὲ εἶπε: -Ναί, οὕτως ἔχει.
Καὶ λέγουσιν αὐτῷ:
-Σὺ εἶ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καὶ καταλάλος (συκοφάντης);
Ὁ δὲ εἶπεν: -Ἐγώ εἰμι. Λέγουσι πάλιν: -Σὺ εἶ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός;
Καὶ ἀπεκρίθη: -Οὐκ εἰμὶ αἱρετικός. Καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν λέγοντες: -Εἰπὲ ἡμῖν, διατί τοσαῦτα εἴπομέν σοι, καὶ κατεδέξω, τὸν δὲ λόγον τοῦτον οὐκ ἐβάστα σας; Λέγει αὐτοῖς: -Τὰ πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω, ὄφελος γάρ ἐστι τῇ ψυχῇ μου· τὸ δὲ αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ δέ, ἀκούσαντες ἐθαύμασαν τὴν διάκρισιν αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθον οἰκοδομηθέντες». Γνωρίζει ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ὅτι ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ποὺ πάντοτε διώκεται, ἀλλ’ οὐδέποτε καταδιώκει. Τὸ γράφει αὐτὸ Μητροφάνης ὁ Κριτόπουλος στὴν Ὁμολογία του τὸ 1625. Ἡ Ὀρθοδοξία μας δὲν γνώρισε ποτὲ auto da fé ( ἔλεγχο πίστεως ), οὔτε Ἱερὲς Ἐξετάσεις, οὔτε καψίματα στὴν φωτιά. Ὅμως ὁ Ὀρθόδοξος εἶναι πάντα ἕτοιμος νὰ διωχθῇ γι’ αὐτήν του τὴν πίστι. Στὴν Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολὴν ἀναφέρεται τὸ: «Οἱ Χριστιανοὶ ἀγαπῶσι πάντας καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται». Διότι ἡ πίστις μας δὲν εἶναι οὔτε καλή, οὔτε ἡ καλλίτερη, οὔτε ἡ καλλίστη. Εἶναι Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Βέβαια, στὴν ἐποχή μας ἐπικρατεῖ κάποια χλιαρότης κυρίως μὲ τὰ ὅσα μεταδίδουν τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως. Μιλοῦν πὼς ὅλοι καλοὶ εἶναι, ὅλοι σὲ κάτι πιστεύουν καὶ τὰ τόσα ἄλλα. Κι ἂν βάλῃς καὶ τὴν καλοπέρασι τοῦ νεοέλληνα ποὺ ἅμα πιάσῃ μιὰ δεκάρα τουφεκάει τὸν Θεό, τότε ἐπέρχεται μιὰ χλιαρότης πίστεως ἀνεπίτρεπτος. Μιὰ φορά, στὴν αὐλή, στὴν εἴσοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, ἤμουν μὲ κάποιους ἱερεῖς καὶ συζητούσαμε ποῦ νὰ πηγαίναμε γιὰ φαγητό. Μᾶς πλησιάζει κάποιος ἄλλος ἄγνωστος σὲ ἐμᾶς παπᾶς (μὲ ῥάσα) καὶ μᾶς λέει: -Μὲ παίρνετε κι ἐμένα;
-Εὐχαρίστως. -Περιμένετε λίγο; -Βεβαίως, ἀπαντοῦμε. Μετὰ ἀπὸ λίγο παρουσιάζεται ἕνας κύριος ντυμένος «στὴν πέννα», μὲ κουστοῦμι, γραβάτα, κομψότατος κι ἐπίσημος. -Πᾶμε, μᾶς λέει. -Ποιός εἶσθε; ἐρωτῶ ἐγώ. -Ὁ παπᾶς ποὺ συστηθήκαμε προηγουμένως.
-Καὶ γιατί ἔβγαλες τὰ ῥάσα σου;
-Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ μὲ φτύνουν καὶ νὰ μὲ πετροβολᾶνε οἱ Τοῦρκοι, ἀπαντᾶ.
-Συγγνώμη, τοῦ λέγω, ἀλλὰ προσωπικῶς τόσες φορὲς ἔχω ἔρθει στὴν Πόλι μὲ τὰ ῥάσα πάντοτε, καὶ κανεὶς δὲν μὲ πείραξε. Ἐξάλλου κι ἂν σὲ φτύσουν ὅπως λές, θὰ γίνεις καὶ μάρτυρας. Καὶ μοῦ ἀπαντᾶ:
-Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ γίνω μάρτυρας! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνεπίτρεπτος χλιαρότης. Ἐμεῖς νὰ εἴμαστε βολεμένοι, καὶ τίποτε δὲν μᾶς νοιάζει παραπέρα. Ἀλλὰ σκεφθῆτε, ἐὰν σκέπτεται ἔτσι ἕνας παπᾶς, ὁ λαϊκὸς πῶς πρέπει νὰ σκεφθῇ; Ἀδελφοί μου, γι’ αὐτή μας τὴν πίστι, γιὰ τὸν πολύτιμο αὐτὸν μαργαρίτη πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ προσεκτικοί. Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος προκειμένου γιὰ αἱρετικούς: «Ἄν βλάπτωσιν αὐτῶν αἱ φιλίαι καὶ πρὸς κοινωνίαν τῆς ἀσεβείας ἕλκωσι, κἂν οἱ γεγεννηκότες ὦσιν ἀποπήδησον». Καὶ ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης: «Ἂν ἔχῃς φιλία μὲ κάποιον καὶ τοῦ συμβῆ νὰ πέσῃ σὲ πειρασμὸ πορνείας, ἂν μπορῇς νὰ τοῦ δώσῃς χεῖρα βοηθείας κάνε το γιὰ νὰ τὸν τραβήξῃς. Ἂν ὅμως πέσῃ σὲ αἵρεσι καὶ δὲν πεισθῆ νὰ τὴν ἀποκηρύξῃ, γρήγορα ξέκοψε ἀπ’ αὐτόν, μὴ τυχὸν καθυστερήσῃς καὶ πέσῃς μαζὶ μ’ αὐτὸν στὸν βόθρο». Καὶ εἶναι αὐτὸ ἀπόηχος τῶν ὅσων παραγγέλει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Β΄ Καθολική του Ἐπιστολή:
«Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ τὴν διδαχὴν ταύτην (τῆς Ἐκκλησίας δηλαδή) οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε». Ὅμως ἂς μὴ λησμονοῦμε μιὰ βασικὴ ἀρχή:
«Ἀετὸς ἑνὶ πτερῷ οὐχ ἵπταται» λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Θέλει δυὸ φτερὰ ὁ ἀετὸς γιὰ νὰ πετάξῃ. Ὁπότε σύμφωνα μὲ τὴν πίστι μας πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ζωή μας. Εἶναι σχιζοφρένεια ἄλλο νὰ πιστεύεις καὶ ἀλλιῶς νὰ ζῇς. Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Θε όδωρος ὁ Στουδίτης, ἀπαιτεῖται: «Ἀκρίβεια στὴν Ὀρθοδοξία ἀλλὰ καὶ ἀκρίβεια στὴν ἀγαθὴ πολιτεία». Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ὁ πίστιν ὀρθὴν κεκτημένος, ἁμαρτίας δὲ διαπραττόμενος, ὅμοιός ἐστι προσώπῳ μὴ ἔχοντι ὀφθαλμούς». Καλὴ καὶ ἀπαραίτητος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ λίγη ὀρθοπραξία δὲν βλάπτει. Χωρὶς ἐνάρετη καὶ φιλάνθρωπη ζωὴ ἡ πίστις μας εἶναι νεκρή, δαιμονιώδης, γιατὶ καὶ ὁ διάβολος ὀρθόδοξος εἶναι κι ὄχι αἱρετικός· ξέρει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ ἔχει ὑπερηφάνεια ἑωσφορική.
Ἐπίσης, ἂς γνωρίζουμε πὼς ἡ Ὀρθοδοξία σκέτη, εἶναι σὰν μιὰ αἰγέα, ἕνα τομάρι γίδας κρεμασμένο στὸ πουρνάρι· ξερό, χωρὶς αἷμα, χωρὶς ζωὴ καὶ μὲ ἄσχημη ὀσμή. Οὔτε οἱ μακρυὲς τρίχες, οὔτε τὰ μακρυὰ κομποσχοίνια, οὔτε τὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ σχίσματα κάνουν τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὑγιὴς Ὀρθοδοξία εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ὀρθοδοξία. Μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὀρθοδοξία ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι, δηλαδή, μιὰ πυραμίδα ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν νέον Ἰσραὴλ στὴν βάσι, ἀνεβαίνει στοὺς ἐφημερίους, ἔπειτα στοὺς ἐπισκόπους (τοὺς κανονικοὺς βεβαίως), ὕστερα τοὺς Πατριάρχας, καὶ στὴν κορυφὴ ἔχει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Τελειώνω. Ζοῦμε σὲ μιὰ κρίσιμη κατάστασι. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ θὰ φανῇ ἐὰν ζοῦμε σὰν Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι. Μόνον μιὰ ἀναφορὰ θὰ κάνω, καὶ ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα. Γράφει ὁ Παλλάδιος Ἑλενουπόλεως γιὰ κάποιον Σεβηριανὸ κόμητα ποὺ ζοῦσε στὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος, ἀλλά: «Λιμοῦ γενομένου μεγάλου, καὶ κατὰ σπλάγχνων χωροῦντος πάντων ἀνθρώπων, τότε ἐκεῖνοι τὰς αἱρέσεις τὰς ἐκεῖσε εἰς Ὀρθοδοξίαν μετήνεγκαν. Ἐν πολλοῖς γὰρ χωρίοις τοὺς σιτοβολῶνας ἑαυτῶν ἀνοίξαντες, παρέθηκαν εἰς διατροφὴν τοῖς πεινῶσιν. Ὡς ἐκ τῆς τούτων ἀφάτου φιλανθρωπίας εἰς μίαν συμφωνίαν τῆς ὀρθῆς πίστεως συνελθεῖν τὰς αἱρέσεις, δοξάζοντας τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ τούτων ἁπλῇ πίστει καὶ ἀμέτρῳ εὐποιίᾳ»…
Οἱ δικοί μας πλούσιοι στοὺς τωρινοὺς καιροὺς κάνουν ἐξαγωγὴ πλούτου στὶς ξένες τράπεζες, κι ὁ λαὸς ἂς πεθάνῃ. Καὶ μᾶς κοροϊδεύουν κιόλας, ὅπως τὸ εἶπε ἡ Μαρία Ἀντουανέττα. Ὅταν ὁ λαὸς ἐκραύγαζε, ῥώτησε τοὺς ὑπηρέτες της: -Γιατί φωνάζουν; -Διότι δὲν ἔχουν ψωμί, τῆς ἀπάντησαν. -Καὶ γιατί δὲν τρῶνε παντεσπάνι; ξαναρώτησε μέ… ἀπορία! Τώρα θὰ φανεῖ, ἀδελφοί μου, ἂν ἔχουμε ἐνστερνισθῇ τὸ τοῦ Κυρίου: «Ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ὅμως, ἡ κλεψύδρα τοῦ χρόνου δείχνει τέλος. Σεβασμιώτατε, λαὲ τοῦ Θεοῦ· καυχώμεθα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο πίστι μας, καὶ δικαίως. Καὶ ἐπαναλαμβάνουμε μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη:
«Ὀρθόδοξοί ἐσμεν, κἂν ἄλλως ἁμαρτωλοί». Καὶ ὡς ἁμαρτωλοὶ ἐκδυσωποῦμε τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ Σωτῆρα μας γιὰ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες καὶ ἐλπίζουμε στὸ ἄπειρόν Του ἔλεος! Ἔχουμε πρεσβευτὰς τὴν Κυρία Θεοτόκο, πάντας τοὺς Ἁγίους, ἐξαιρέτως τὸν σήμερον γεραιρόμενον ἅγιον Γρηγό ριον τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τοὺς Κρῆτας Ἁγίους καὶ πάντας τοὺς λοιπούς. Πιστεύουμε μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ὅτι «νεφύδριόν ἐστι, καὶ θᾶττον παρελεύσεται», συννεφάκι εἶναι θὰ περάσει. Μὲ τόσους καὶ τέτοιους Ἁγίους δὲν θὰ διαψευσθοῦν οἱ ἐλπίδες τῆς σωτηρίας μας! Τὴν Ὀρθοδοξία, δόξα τῷ Θεῷ, τὴν ἔχουμε. Μᾶς λείπει ἡ μετάνοια. Ἂς μᾶς ἀνοίξῃ πύλας μετανοίας ὁ Ζωοδότης. Τελειώνω, Σεβασμιώτατε δέσποτα, μ’ ἕνα τετράστιχο τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα:
«Δέξου τὶς ταπεινές μας ἱκεσίες καὶ δῶσε Παντοδύναμε Θεέ, νὰ παλιώνουν στὴν γῆ Σου οἱ Ἐκκλησίες, νὰ μὴν παλιώνει ἡ πίστη μας ποτέ».
Καλὴ συνέχεια καὶ εὐλογημένον Ἅγιον Πάσχα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου