Σήμερα τὰ παιδιὰ ἐξύπνησαν πολὺ πρωΐ.
Τοὺς ἐφάνηκε σὰν νὰ ἐκτυποῦσαν δυνατὰ τὴν πόρτα, σὰν νὰ ἔτρεχαν ἔξω πολλοὶ ἄνθρωποι.
Μὰ καθὼς ἐξύπνησαν, ἄκουσαν τὶς δυνατὲς βροντὲς καὶ τὴ βροχή, ποὺ ἐκτυποῦσε τὰ τζάμια, σὰν νὰ τοὺς ἐφώναζε:
— Ξυπνᾶτε, ξυπνᾶτε νὰ ἰδῆτε!
Ὁ Κωστάκης ἐσηκώθηκε πρῶτος. Ἔτρεξε ἀμέσως στὸ παράθυρο. Ἆ, τί ἐγίνετο ἔξω! Ἀπὸ τὴ μεγάλη βροχὴ ποτάμια ἔτρεχαν στὸ δρόμο τὰ νερά. Ὁ οὐρανὸς σκεπασμένος μὲ σκοτεινὰ σύννεφα. Ἄστραφτε πότε - πότε καὶ ἐβροντοῦσε. Ὁ κὺρ Γιάννης, ὁ πατέρας τοῦ Μήτσου, ἐπήγαινε στὴ δουλειά του μὲ μιὰ μεγάλη ὀμπρέλλα, ποὺ ἔσταζε γῦρο - γῦρο νερά Τὰ παπούτσια του ἦσαν ὅλο λάσπες.
Μιὰ μεγάλη βροντὴ ἀκούσθηκε καὶ μιὰ δυνατὴ λάμψι ἔκαμε τὸν Κωστάκη νὰ κλείσῃ τα μάτια του.
Ἔπειτα ἐτραβήχθηκε ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ ἄρχισε νὰ ντύνεται.
— Θὰ βρέξῃ πολὺ σήμερα,εἶπε ἡ μητέρα του.
— Θα ποτίσῃ τὰ δένδρα καὶ τὰ λουλούδια, τὰ χωράφια καὶ τὰ ἀμπέλια. Θὰ καθαρίσῃ τὸν ἀέρα καὶ θὰ τὸν ξεπλύνῃ ἀπὸ τὴ σκόνη καὶ τοὺς καπνούς. Θὰ γεμίσῃ καὶ τὰ πηγάδια καθαρὸ νερό.
Νά, ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς Ἑλενίτσας:
— Κωστάκη, Κωστάκη, καλημέρα!
— Καλημέρα, Ἑλενίτσα, καλημέρα ἐξαδελφούλα. Πῶς σοῦ φαίνεται σήμερα ὁ καιρός;
Ἡ Ἑλενίτσα γιὰ ἀπάντησι ἐτραγούδησε:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει
καὶ τὸ μάρμαρο ποτίζει
καὶ ἡ γάτα μαγειρεύει
καὶ ὁ ποντικὸς χορεύει.
καὶ τὸ μάρμαρο ποτίζει
καὶ ἡ γάτα μαγειρεύει
καὶ ὁ ποντικὸς χορεύει.
Kαὶ ὁ Κωστάκης τῆς ἀπάντησε μὲ ἕνα γνωστὸ ποίημα:
Η ΒΡΟΧΟΥΛΑ
Ψιλή, ψιλὴ βροχούλα
ποτίζει τὸ χωράφι.
Ἡ κάθε μιά της στάλα
κι ἕνα ἀκριβὸ χρυσάφι
Μέσ’ στοῦ ζευγᾶ τὸ σπίτι
λαμποκοπᾷ τὸ τζάκι.
Μὲ τὴ γιαγιά, ποὺ γνέθει,
μιλεῖ τὸ ἐγγονάκι.
Χαμογελᾷ ὁ πατέρας
καὶ τὴ φωτιὰ σκαλίζει.
Καὶ δός του πιὰ ἡ βροχούλα
τοῦ γλυκομουρμουρίζει.
Σὰν νὰ τοῦ λέῃ, κτυπῶντας
σιγὰ στὸ παραθύρι,
πὼς πλούσια θὰ θερίσῃ
ὅσα καλὰ ἔχει σπείρει.
ποτίζει τὸ χωράφι.
Ἡ κάθε μιά της στάλα
κι ἕνα ἀκριβὸ χρυσάφι
Μέσ’ στοῦ ζευγᾶ τὸ σπίτι
λαμποκοπᾷ τὸ τζάκι.
Μὲ τὴ γιαγιά, ποὺ γνέθει,
μιλεῖ τὸ ἐγγονάκι.
Χαμογελᾷ ὁ πατέρας
καὶ τὴ φωτιὰ σκαλίζει.
Καὶ δός του πιὰ ἡ βροχούλα
τοῦ γλυκομουρμουρίζει.
Σὰν νὰ τοῦ λέῃ, κτυπῶντας
σιγὰ στὸ παραθύρι,
πὼς πλούσια θὰ θερίσῃ
ὅσα καλὰ ἔχει σπείρει.
Στέλιος Σπεράντσας
— Εἶσαι ἕτοιμος γιὰ τὸ σχολεῖο, Κωστάκη; ἐρώτησε ἡ Ἑλενίτσα.
— Ναί, ναί, εἶπε ὁ Κωστάκης, ἐσύ;
— Νά, τὴν ὀμπρέλλα μου περιμένω νὰ μοῦ δώσῃ ἡ μητέρα μου.
— Καὶ ἐμένα, εἶπε ὁ Κωστάκης.
Ἡ μητέρα του τὸν ἐβοήθησε νὰ περάσῃ τὴ σάκκα του στοὺς ὤμους καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν πόρτα· Ἐκεῖ τοῦ ἄνοιξε τὴν ὀμπρέλλα και ὁ Κωστάκης τὴν ἐκράτησε στὸ δεξί του χέρι.
Ἦλθε καὶ ἡ Ἑλενίτσα κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλλα της καὶ τὰ δύο ἐξαδελφάκια, περπατῶντας προσεκτικὰ ὅσο ἠμποροῦσαν στὰ στεγνὰ μέρη τοῦ δρόμου, ἐπήγαιναν γιὰ τὸ σχολεῖο.
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Γ Δημοτικοῦ σχολείου 1955
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου