«…Ξεχωρίζω μια από τη σωρεία των επιστολών. Έχει τη μικρά ιστορία της. Κάπου από την Ήπειρο περνούσαν οι μαθηταί ενός σχολείου, οδηγούμενοι από τους δασκάλους των σε σημεία λιγώτερο εκτεθειμένα σε κινδύνους. Πλησίασε έναν από τους δασκάλους και του εμπιστεύθηκε – δεν είχε ακόμη εκδοθή η απαγορευτική διαταγή για τη μεταφορά των επιστολών – ένα γράμμα για τη γυναίκα του. Ανοικτό το γράμμα γιατί φάκελος πρόχειρος δεν υπήρχε. Και ο κομιστής – δεν αμφι¬βάλλετε βέβαια – μόλις απομακρύνθηκε ενδιαφέρθηκε να γνωρίση το περιεχόμενό του.
“Η περιέργεια – ομολογεί – έφερε τα μάτια μας εις μίαν περικοπήν. Η συγκίνησίς μας υπήρξε μεγάλη. Δακρύσαμε και εθεωρήσαμεν επιβεβλημένην υποχρέωσιν να φροντίσωμεν διά την δημοσίευσιν της επιστολής ταύτης, περιτράνως καταδεικνυούσης αγνότητα και ανυπόκριτον ευγένειαν αισθημάτων ενός στρατιώτου, παιδιού του λαού. Τέτοιος είναι όλος ο στρατός. Τον είδαμε, τον ζήσαμε από κοντά εκεί στην πρώτη γραμμή…”
Μην περιμένετε ανεξάντλητα κατεβατά: Μια φρασούλα μόνο: “…Όσο για τα παιδιά να τα βάζης να προσεύχωνται κάθε βράδη για τη Νήκη τον ελληνικόν όπλων και την σωτηρίαν όλων των στρατιωτών και ύστερα για μένα…”
Μα σε δάσκαλο βρήκες να δώσης ένα τέτοιο γράμμα, φαντάρο; Κι αν αγρίευε; κι αν απέρ¬ριπτε την επιστολή; κι αν σε βαθμολογούσε με μηδέν στην ορθογραφία; Αλλά να που και οι δάσκαλοι σήμερα έχουν κλείσει το βιβλίο της γραμματικής. Αντί της ορθογραφίας σου, βαθμολόγησε δακρυσμένος, την ευγένεια και τον πατριωτισμό σου κι έδωσε και σε μας την ευκαιρία να βεβαιωθούμε ότι μπορεί κανείς να μην ξέρη να γράφη το όνομα της πατρίδας του, αλλά να την κλείη ολόκληρη στην ψυχή του. Να μην ξέρη πως γράφεται η νίκη, αλλά η νίκη να στεφανώνη τα όπλα του.
Κάπου εκεί στις χιονισμένες πλαγιές των ηπειρωτικών βουνών, ο Κωνσταντίνος Π…, αφανής άνθρωπος τον λαού χθες, άγνωστος στρατιώτης σήμερα, οραματίζεται τη γαλήνη του σπιτιού. Τέτοια ώρα θάχουν μαζευτή τα παιδιά. Τα κούρασε όλη μέρα το παιχνίδι, γέρνουν τα κεφαλάκια στο τραπέζι με τα ψίχουλα ακόμη του λιτού δείπνου των και η μητέρα τα παίρνει από το χέρι και τα οδηγεί στο κρεββάτι τους. Αγνές ψυχές έχουν τα παιδιά και ξέρει ο στρατιώτης ότι ευπρόσδεκτη είναι στους ουρανούς η προσευχή τους. Ένα κεφάλαιο κι αυτό για τον αγώνα. Κάτι να προσφέρουν και τα βρέφη. Ό,τι έχουν. Τη δέησή τους. Έτσι γυμνά, με τα λευκά πουκαμισάκια τους καθώς είναι, να υψώσουν παρακλητικά τα μάτια στα εικονίσματα και κάμνοντας αδέξια το σημείο του σταυρού να προσευχηθούν για τη νίκη. Ύστερα, αν περισσέψει καιρός, αν δεν αποκοιμηθούν τη στιγμή της δεήσεώς τους, ας θυμηθούν και τον καϋμένο τον πατέρα.
Οραματίζεται και γράφει την επιστολή του ο στρατιώτης: “Όσο για τα παιδιά…”
Δεν πρέπει να χάνονται τέτοια ντοκουμέντα. Αυτά αποτελούν την αληθινή ιστορία του πολέμου. Μια ιστορία που γράφεται στο γόνατο των φαντάρων μας, σε στρατσόχαρτα, σε πακέτα σιγαρέτων, με μια κουτσομύτα πέννα, μ’ ένα φαγωμένο μολύβι, με ανορθογραφίες, με ασυνταξίες, με βία γιατί επίκει¬ται η επίθεσις, με τη συνοδεία του βογγητού των κανονιών, με ματωμένα δάκτυλα, με επιδέσμους στο κεφάλι, χωρίς τέλος κάποτε, γιατί κάποια σφαίρα ήρθε να βάλει τελεία και να διακόψει τη συνέχεια.
Εμπρός σε τέτοια αυθεντικά κείμενα τί σημασία έχει η άλλη, η παγερή ιστορία που μας αγγαρεύουν να αποστηθίζουμε στα σχολεία; Θα βρεθή όμως άραγε κανείς να ενδιαφερθή για την περισυλλογή των σκορπισμένων αυτών σελίδων που γράφει το ένοπλο έθνος; Κάποια κρατική υπηρεσία, η Ακαδημία, η Ένωσις των Συντακτών, η εταιρεία λογοτεχνών, μια οργάνωσις που θα θελήσει να συγκεντρώσει τις πιο χαρακτηριστικές επιστολές για να σχηματίσουν τον ογκώδη τόμο της ιστορίας του πολέμου, ένα κομμάτι από την ψυχή του 1940, ιερό κειμήλιο του έθνους που θα παραδοθή στες γενεές των μεταγενεστέρων για να υπερηφανενωνται για τους προγόνους και να ευλογούν τόνομα των πατέρων τους».
Εφ. «Ελεύθερον Βήμα», 17/11/40.
“Η περιέργεια – ομολογεί – έφερε τα μάτια μας εις μίαν περικοπήν. Η συγκίνησίς μας υπήρξε μεγάλη. Δακρύσαμε και εθεωρήσαμεν επιβεβλημένην υποχρέωσιν να φροντίσωμεν διά την δημοσίευσιν της επιστολής ταύτης, περιτράνως καταδεικνυούσης αγνότητα και ανυπόκριτον ευγένειαν αισθημάτων ενός στρατιώτου, παιδιού του λαού. Τέτοιος είναι όλος ο στρατός. Τον είδαμε, τον ζήσαμε από κοντά εκεί στην πρώτη γραμμή…”
Μην περιμένετε ανεξάντλητα κατεβατά: Μια φρασούλα μόνο: “…Όσο για τα παιδιά να τα βάζης να προσεύχωνται κάθε βράδη για τη Νήκη τον ελληνικόν όπλων και την σωτηρίαν όλων των στρατιωτών και ύστερα για μένα…”
Μα σε δάσκαλο βρήκες να δώσης ένα τέτοιο γράμμα, φαντάρο; Κι αν αγρίευε; κι αν απέρ¬ριπτε την επιστολή; κι αν σε βαθμολογούσε με μηδέν στην ορθογραφία; Αλλά να που και οι δάσκαλοι σήμερα έχουν κλείσει το βιβλίο της γραμματικής. Αντί της ορθογραφίας σου, βαθμολόγησε δακρυσμένος, την ευγένεια και τον πατριωτισμό σου κι έδωσε και σε μας την ευκαιρία να βεβαιωθούμε ότι μπορεί κανείς να μην ξέρη να γράφη το όνομα της πατρίδας του, αλλά να την κλείη ολόκληρη στην ψυχή του. Να μην ξέρη πως γράφεται η νίκη, αλλά η νίκη να στεφανώνη τα όπλα του.
Κάπου εκεί στις χιονισμένες πλαγιές των ηπειρωτικών βουνών, ο Κωνσταντίνος Π…, αφανής άνθρωπος τον λαού χθες, άγνωστος στρατιώτης σήμερα, οραματίζεται τη γαλήνη του σπιτιού. Τέτοια ώρα θάχουν μαζευτή τα παιδιά. Τα κούρασε όλη μέρα το παιχνίδι, γέρνουν τα κεφαλάκια στο τραπέζι με τα ψίχουλα ακόμη του λιτού δείπνου των και η μητέρα τα παίρνει από το χέρι και τα οδηγεί στο κρεββάτι τους. Αγνές ψυχές έχουν τα παιδιά και ξέρει ο στρατιώτης ότι ευπρόσδεκτη είναι στους ουρανούς η προσευχή τους. Ένα κεφάλαιο κι αυτό για τον αγώνα. Κάτι να προσφέρουν και τα βρέφη. Ό,τι έχουν. Τη δέησή τους. Έτσι γυμνά, με τα λευκά πουκαμισάκια τους καθώς είναι, να υψώσουν παρακλητικά τα μάτια στα εικονίσματα και κάμνοντας αδέξια το σημείο του σταυρού να προσευχηθούν για τη νίκη. Ύστερα, αν περισσέψει καιρός, αν δεν αποκοιμηθούν τη στιγμή της δεήσεώς τους, ας θυμηθούν και τον καϋμένο τον πατέρα.
Οραματίζεται και γράφει την επιστολή του ο στρατιώτης: “Όσο για τα παιδιά…”
Δεν πρέπει να χάνονται τέτοια ντοκουμέντα. Αυτά αποτελούν την αληθινή ιστορία του πολέμου. Μια ιστορία που γράφεται στο γόνατο των φαντάρων μας, σε στρατσόχαρτα, σε πακέτα σιγαρέτων, με μια κουτσομύτα πέννα, μ’ ένα φαγωμένο μολύβι, με ανορθογραφίες, με ασυνταξίες, με βία γιατί επίκει¬ται η επίθεσις, με τη συνοδεία του βογγητού των κανονιών, με ματωμένα δάκτυλα, με επιδέσμους στο κεφάλι, χωρίς τέλος κάποτε, γιατί κάποια σφαίρα ήρθε να βάλει τελεία και να διακόψει τη συνέχεια.
Εμπρός σε τέτοια αυθεντικά κείμενα τί σημασία έχει η άλλη, η παγερή ιστορία που μας αγγαρεύουν να αποστηθίζουμε στα σχολεία; Θα βρεθή όμως άραγε κανείς να ενδιαφερθή για την περισυλλογή των σκορπισμένων αυτών σελίδων που γράφει το ένοπλο έθνος; Κάποια κρατική υπηρεσία, η Ακαδημία, η Ένωσις των Συντακτών, η εταιρεία λογοτεχνών, μια οργάνωσις που θα θελήσει να συγκεντρώσει τις πιο χαρακτηριστικές επιστολές για να σχηματίσουν τον ογκώδη τόμο της ιστορίας του πολέμου, ένα κομμάτι από την ψυχή του 1940, ιερό κειμήλιο του έθνους που θα παραδοθή στες γενεές των μεταγενεστέρων για να υπερηφανενωνται για τους προγόνους και να ευλογούν τόνομα των πατέρων τους».
Εφ. «Ελεύθερον Βήμα», 17/11/40.
(Μερόπης Ν. Σπυροπούλου , «Στην εποποιία του 1940-41, με πίστη», εκδ. Διδαχή, σ. 131-135)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου