«Την ημών σωτηρίαν, ως ηθέλησας, Σώτερ οικονομήσασθαι, εν μήτρα της Παρθένου, κατώκησας τω κόσμω, ην προστάτιν ανέδειξας· ο των Πατέρων ημών, Θεός εύλογητός εί».
(Καθώς θέλησες, Σωτήρα, να ταχτοποιήσεις τη σωτηρία μας (από την αμαρτία), ήλθες στον κόσμο κατοικώντας στη μήτρα της Παρθένου, την οποία ανέδειξες προστάτη μας. Είσαι ευλογημένος, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων μας.)
Για να σώσει τον κόσμο ο Θεός από τη φθορά της αμαρτίας, θέλησε να κατέβει στη γη και να γίνει αληθινός άνθρωπος. Η θεία ενανθρώπηση ήταν η εγγύηση και η αλήθεια της σωτηρίας. Ο Θεός βέβαια μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο και από μακριά, από τον ουρανό. Παντοδύναμος και πανταχού παρών όπως είναι, δεν εμποδίζεται από την απόσταση και τον χρόνο να πραγματοποιήσει τις βουλές ταυ. Δεν το έπραξε όμως. Θέλησε να σώσει τον άνθρωπο πραγματικά στο χώρο που εκείνος ζούσε. Θέλησε να γίνει άνθρωπος αληθινός, να τον δουν οι άνθρωποι, να τον ακούσουν, να τον δουν να πεθαίνει και ν’ ανασταίνεται γι’ αυτούς. Να τον νιώσουν κοντά τους, δικό τους, από την ίδια ουσία με αυτούς, χωρίς όμως αμαρτία. Μόνο ως Θεάνθρωπος ο Χριστός μπορούσε πραγματικά να σώσει το πλάσμα του, ν’ ανακαλέσει τον Αδάμ στην αρχαία προπτωτική του κατάσταση, να αποκαταστήσει, τη φθαρείσα εικόνα στο αρχέγονο προπτωτικό κάλλος της.
Ο τρόπος της σαρκώσεως του Λόγου ήταν γνωστός. Το τροπάριο τον τονίζει πολύ απλά και περιεκτικά: ο Θεός «κατώκησεν εν μήτρα της Παρθένου», την οποία κατέστησε «εύρύχωρον σκήνωμα του Λόγου», πλατυτέρα των ουρανών και θρόνο χερουβικό. Στη μήτρα της θεόπαιδος Μαριάμ ο Λόγος ενώθηκε με τη φύση του ανθρώπου («Υιός ανθρώπου»), που έπλασε η δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος.
«Θελητήν του ελέους, ον εγέννησας Μήτερ αγνή δυσώπησον, ρυσθήναι των πταισμάτων, ψυχής τε μολυσμάτων, τους εν πίστει κραυγάζοντας· ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει».
(Αυτόν που θέλει το έλεος (την αγάπη) και γέννησες Μητέρα αγνή, παρακάλεσε να λυτρώσει από τα πταίσματα και τους μολυσμούς της ψυχής αυτούς που με πίστη κραυγάζουν. Θεέ των Πατέρων μας είσαι ευλογημένος.)
Ο Θεός είναι αγάπη και έλεος. Είναι εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος. Δεν θέλει το θάνατο, αλλά τη ζωή των ανθρώπων. Ελεεί τους αμαρτωλούς και επιδιώκει τη μετάνοια και σωτηρία τους. Εντούτοις δεν σώζονται όλοι οι αμαρτωλοί, γιατί δεν ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της θείας αγάπης. Δέχονται το έλεος του Θεού, αλλά δεν θέλουν να το κάνουν δικό τους, να το αξιοποιήσουν. Στο τέλος το χάνουν και μαζί του χάνουν και την ψυχή τους, την οποία κερδίζει ο διάβολος και την καταβροχθίζει ο αιώνιος πνευματικός θάνατος.
Το θειο έλεος σώζει όλους όσοι πιστεύουν στο Χριστό ως τη μόνη πηγή της σωτηρίας τους και προσαρμόζουν τη ζωή τους σύμφωνα με την ευαγγελική θεία αλήθεια. Αυτοί ανυμνολογούν και δοξάζουν τον Χριστό, την πηγή του ελέους και της σωτηρίας τους.
«Θησαυρόν σωτηρίας, και πηγήν αφθαρσίας την σε κυήσασαν, και πύργον ασφαλείας, και θύραν μετανοίας, τοις κραυγάζουσιν έδειξας. Ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει».
(Θησαυρό σωτηρίας και πηγήν αφθαρσίας, αυτήν που σε γέννησε, και πύργον ασφαλείας και θύρα μετανοίας ανέδειξες (Κύριε) σ’ αυτούς που κραυγάζουν. Θεέ των Πατέρων μας, είσαι ευλογημένος.)
Ότι η Παρθένος Μαρία είναι θησαυρός σωτηρίας, πηγή αφθαρσίας κ.τ.ό. είναι διδασκαλία σωστή, φτάνει να την εννοούμε στην πραγματική της δογματική διάσταση. Δεν παρέχει απ’ ευθείας τη σωτηρία και την αφθαρσία η Παναγία. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση προς το δόγμα της πίστεως, ότι μόνος σωτήρας του ανθρώπου είναι ο Χριστός, ο μόνος μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπου και λυτρωτής. Η Θεοτόκος είναι βοηθός των ανθρώπων προς σωτηρίαν. Αυτό το κατορθώνει διά των προσευχών και των δεήσεων της. Η μεγάλη χάρη που έχει η Παρθένος τής έχει δοθεί από το Χριστό, τον Κύριο και Θεό της. Στο όνομα αυτής της χάρης τελεί η Θεομήτωρ τα θαυμάσια της, Τα επαναλαμβάνουμε αυτά συχνά, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις και άδικες κατηγορίες κατά της ορθόδοξης πίστης, σχετικά με το πρόσωπο και το έργο της Απειρογάμου.
«Των ιαμάτων το δαψιλές επιχέεις τοις πιστώς υμνούσι σε Παρθένε, και υπερυψούσι τον άφραστόν σου τόκον».
(Παρέχεις πολλά ιάματα Παρθένε, σέ όσους σε υμνούν και υπερδοξάζουν τον άφραστό σου τόκο.)
Ο τόκος της Θεοτόκου δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια ανθρώπινα. Είναι τόκος ανέκφραστος και ανερμήνευτος. Κι εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε με το λιγοστό μυαλό που διαθέτουμε να τον εννοήσουμε. Είναι μυστήριο μεγάλο, που υπερβαίνει κάθε νοητική μας κατάληψη. Και γιατί όλα αυτά; Γιατί ο Χριστός, ο Υιός της Παρθένου, δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος που γεννήθηκε όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής γέννησης. Δεν είχε πατέρα φυσικό. Ήταν «απάτωρ εκ μητρός». Είχε δύο πλήρεις και τέλειες φύσεις, που ενώθηκαν, χωρίς η μία να βλάψει την άλλη, σε ένα πρόσωπο θεανδρικό. Ο Χριστός δεν είχε δύο τέλεια πρόσωπα, αλλά ένα και μόνο, το πρόσωπο του Θεού Λόγου. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν απρόσωπη. Το ένα πρόσωπο του Χριστού ήταν ο κοινός φορέας των δύο φύσεων του. Επειδή δε ήταν το πρόσωπο του Λόγου, ο Χριστός ήταν αναμάρτητος. Η ανθρώπινη φύση είχε θεωθεί (δεν έγινε φυσικά φύσει Θεός) με την ένωσή της με τη θεία φύση. Αυτά τα πράγματα δεν μπορούμε εμείς οι αδύνατοι άνθρωποι να τα καταλάβουμε. Είναι μυστηριώδεις αλήθειες, που φανέρωσε στον κόσμο ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού. Τις αλήθειες αυτές μπορεί να τις πλησιάσει κάπως ο άνθρωπος μόνο διά της πίστεως και με το φωτισμένο από το Πνεύμα του Θεού ανθρώπινο λόγο.
Όταν μάθει κανείς το μυστήριο του Χριστού, τότε μόνο μπορεί να μάθει και το μυστήριο της αειπάρθενης Μητέρας του.
(Α. Θεοδώρου, «Χρυσοπλοκώτατε Πύργε» -Μετάφραση και σχολιασμός των Παρακλητικών Κανόνων, εκδ. Αποστ. Διακονίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου