Σπύρος Παπαγιάννης
Μετά τον Παπαμιχαήλ, ο Κασιδιάρης.
Μετά την Βουγιουκλάκη η Κανέλλη.
Μετά το «βεβαίως, βεβαίως» του Τσαγανέα, ο ψύχραιμος όπως πάντα Παυλόπουλος.
Μετά τον ξύλινο λόγο των πολιτικών, το ξύλο αυτοπροσώπως, χωρίς καμιά επεξεργασία, στην πρωτογενή του δοξασμένη μορφή.
Μετά τον άξεστο καθηγητή, έρχεται ο
άξεστος μποξέρ να διδάξει από τηλεοράσεως το πολιτικό χαστούκι στα πολιτικά σαλόνια και να δείξει πως δεν αστειεύεται.
Για αυτό το «δεν αστειεύεται» τον στείλαν κάποιοι στο κοινοβούλιο, επειδή δεν τους άφηνε η αστυνομία να φθάσουν οι ίδιοι σ’ αυτό και να γεφυρώσουν, ηλεκτροβολταϊκώ τω τρόπω, την διαφορά πολιτικού επιπέδου εκλογέων και εκλεγμένων, βουλής και πλατείας συντάγματος, με τα ματ και τα δακρυγόνα.
Και έκλεισε η βουλή πριν ανοίξει και δεν πρόλαβαν να μεταφέρουν οι ιππότες του πεζοδρομίου την δυσαρέσκεια του λαού για τα άσφαιρα, άψυχα λόγια των πολιτικών, που όσο κι΄ αν διαφωνούν και αντιμάχονται, στο τέλος μοιράζονται κοινά προνόμια, λιμουζίνες και υπηρέτες. Και αντί να βρεθεί στην βουλή ο Κασιδιάρης, βρέθηκε στην πολιτισμένη τηλεόραση, εκεί όπου το ψέμμα με την αλήθεια μπλέκονται τόσο πολύ, που σηκώνει κανείς ψηλά τα χέρια. Κι’ αν έχεις συνηθίσει να διαμαρτύρεσαι με τα χέρια, καταφεύγεις αναπόφευκτα σ’ αυτά, καθώς τα λόγια μοιάζουν πλέον ανούσια.
Και έμειναν όλοι έκπληκτοι από την βαρβαρότητα. Από το ότι η βαρβαρότητα έφθασε ως την τηλεόραση, ενώ ως τότε εκπέμπονταν μόνο από την βουλή και τους νόμους της, από τα ΜΑΤ και τα δακρυγόνα και αναπέμπονταν πίσω από τους εγκάθετους κουκουλοφόρους, τους παρακρατικούς και τους εμπρηστές και βρίσκονταν στην μέση πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι, οι άδολοι, άστολοι αδικημένοι, που δεν έφθανε ποτέ η φωνή στους στα αυτιά της κοινωνίας για να γίνει συνείδησή της.
Ξέχασαν όλοι πως είχε προηγηθεί από το χαστούκι του Κασιδιάρη, το χαστούκι που είχε φάει η ίδια η κοινωνία, που στου κασιδιάρη το κεφάλι βλέπει πάντα τους πολιτικούς να μαθαίνουν να κυβερνούνε.
Ξέχασαν πως το χαστούκι αυτό το ΄φάγαν οι πάντες, δεξιοί και αριστεροί, και αν οι αριστεροί και οι κεντροαριστεροί βρήκαν κάποια αντιπολιτευτικά κόμματα μπροστά τους να ψηφίσουν, για τους δεξιούς, που είναι μόνιμα καπελωμένοι από τα σαλόνια του Κολωνακίου και της Εκάλης, είναι πολύ δύσκολο να βρούν την λεπτή διάκριση μεταξύ του παραγωγικού και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, της οικονομικής ανάπτυξης και της τοκογλυφίας, της κεϋνσιανής οικονομικής αντίληψης και του τραπεζικού νεοφιλελευθερισμού και καταφεύγουν αναπόφευκτα σε μορφές πρωτογενούς κοινωνικής οργάνωσης με στρατοκρατική δομή και αδιαμφισβήτητες αυταρχικές μεσσιανικές ηγεσίες.
Ας μην σπεύδει λοιπόν η κ. Παπαρήγα να χαρακτηρίζει το κόμμα της ως την μοναδική αντιμνημονιακή δύναμη, υποδηλώνοντας ότι όλοι οι άλλοι είναι μαριονέτες του συστήματος. Όταν αυτή βλέπει την κ. Δούρου, ως όργανο της Μέρκελ, κι’ όταν και την ίδια άρχισαν να την μυρίζονται οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της ως στήριγμα του κ.Σαμαρά, του πολύ πιο υπεύθυνου, κατά τα λεγόμενά της, από τον ανατροπέα του δικομματισμού Τσίπρα, ας μην εκπλήσσονται όλοι που αυξάνει την δύναμή της η Χρυσή Αυγή που αν μη τι άλλο δεν παίρνει την ψήφο των εκλογέων της για να εξαφανισθεί, μα είναι εκεί μονίμως στο πεζοδρόμιο.
Βεβαίως ήταν κρίμα που δεν ήταν στο τηλεοπτικό σαλόνι ο Πάγκαλος, ή κάποιος από τους πρωτεργάτες του ανατέλλοντος ηλίου του σοσιαλισμού και τις έφαγε αντ’ αυτού μία γυναίκα και μάλιστα μια αγωνίστρια των δικαίων του λαού, η πασιονάρα Κανέλλη. Το αμάρτημα της κ. Κανέλλη και της κ. Δούρου είναι ότι αν και δημοκρατικές ως το κόκκαλο, δεν συνειδητοποίησαν πως η δημοκρατία, η δημοκρατία που ζήσαμε από το ΄74 μέχρι σήμερα, έχασε το ηθικό πλεονέκτημα που είχε έναντι της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που παρά τον εξτρεμισμό της και τις διώξεις των πολιτικών αντιπάλων της, δεν εξαθλίωσε τον λαό και δεν τον κατάντησε επαίτη και περίγελω της οικουμένης. Το αντίθετο μάλιστα, του ανέβασε το βιοτικό επίπεδο και άφησε πίσω της μία χώρα που ήταν οικονομικά τουλάχιστον για πρώτη φορά στην ιστορία της ανεξάρτητη, καθώς είχε μηδενικό εξωτερικό χρέος. Βέβαια ο γνώστης της πολιτικής γνωρίζει πως την εποχή εκείνη δεν υπήρχε παγκοσμιοποίηση, μα κλειστά, εθνικά και οικονομικά σύνορα και η σύγκριση μεταξύ του χθές και του σήμερα στην πολιτική, αδικεί πάντα το σήμερα.
Ο πολίτης όμως αυτό δεν το νιώθει. Δεν έχει νόημα λοιπόν να διεκδικεί κανείς στην σημερινή πολιτική πραγματικότητα την ταμπέλα του δημοκράτη και να προσπαθεί να κολλήσει στον άλλο την ταμπέλα του φασίστα. Οι ιδεολογίες έχουν τόσο ευτελισθεί, που ο πόλεμος των ταμπελών στην χώρα μας μάλιστα, όπου είσαι ότι δηλώσεις, μοιάζει εντελώς ξεπερασμένος και αναχρονιστικός. Δεν έχασαν λοιπόν το δικαίωμα δια να ομιλούν, κατά την αξέχαστη ρήση του Κουτσόγιωργα, μόνο οι άνθρωποι των καθεστωτικών κομμάτων εξουσίας, μα και όλοι οι δημοκράτες, μαζί τους και αυτοί που χρόνια μάχονταν την κλεπτοκρατία και την ανουσιοκρατία του κοινοβουλίου, μα δεν μπόρεσαν να αντιτάξουν τίποτα ουσιαστικό απέναντί τους, που τελικά να φαίνεται πως συμβιβάστηκαν μ’ αυτές..
Κανείς δεν έχει δικαίωμα πλέον να κομπορρημονεί πως είναι δημοκράτης , έστω και αν συγκρίνεται με έναν χρυσαυγίτη, ούτε να περιχαρακώνεται στον πολιτικό καθωσπρεπισμό του και να αρνείται να αντιμετωπίσει με πολιτικό διάλογο τον πολικό βάρβαρο που τού ΄στειλε ο λαός για να τιμωρήσει την βαρβαρότητα της πολιτικής. Ο άτυπος αυτός πολιτικός ρατσισμός, στη προσπάθεια να εξοστρακισθεί αντιδημοκρατικά η όποια πολιτική απειλή ενάντια στην αρρωστημένη δημοκρατία, προτού εξυγιανθεί η ίδια και επανεύρει το ηθικό της ανάστημα, θα γιγαντώσει την πολιτική αντίδραση.
Και αν μάλιστα η νέα αλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ αποδειχθεί μια από τα ίδια, ένα νέο δηλαδή ΠΑΣΟΚ, όπως βιάζονται να την κατηγορήσουν ότι θα γίνει, μα και ελπίζουν και εύχονται ταυτόχρονα να γίνει η ΝΔ και το ΚΚΕ, τότε η Χρυσή Αυγή θα φαντάζει η μοναδική αντιπολίτευση του πολιτικού συστήματος. Και η αναπόφευκτη καταδίκη της βάρβαρης χειροδικίας από όλους τους πολιτικούς φορείς συνετέλεσε ήδη σε συμβολικό επίπεδο στο να συμφιλιωθούν όλοι, μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί ενάντια στο φάντασμα του φασισμού του 40, ενώ ο φασισμός της νέας τάξης πραγμάτων του 2000 καλώς κρατεί και βασιλεύει, γιατί αυτός τουλάχιστον έχει τρόπους και δεν δέρνει τις γυναίκες στα σαλόνια της τηλεόρασής του.
Ας σταματήσει λοιπόν το κυνήγι των κακών δαιμόνων και των μαγισσών της πολιτικής, του διαβόλου και του αντίχριστου κι΄ όπως κάποιοι βλέπουν στον παραβατικό και στον λαθρομετανάστη που πεινά, τον άνθρωπο, ας τον δούν και στον παραβατικό χρυσαυγίτη, για να μπορέσουν να του διδάξουν πολιτισμό, σαν εκείνο που δίδαξε στον Γιάννη Αγιάννη των αθλίων του Ουγκώ, ο αγαθός επίσκοπος.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να κάνουμε την δημοκρατία δημοκρατία, αντί να παραδίδουμε απλώς μαθήματα δημοκρατίας σε μια δημοκρατία χωρίς περιεχόμενο, ηθική και πιστεύω στον άνθρωπο και που δεν προσφέρει καμία προοπτική εργασίας και επιβίωσης στους πολίτες της.
Ας γίνουμε όλοι πιο ταπεινοί και συμφιλιωτικοί με εκείνους που βλέπουν την παγκοσμιοποίηση να τους καταργεί την πατρίδα και την γειτονιά τους και δεν έχουν την υπομονή να περιμένουν σαν την Παπαρήγα την παγκόσμια κατάρρευση του καπιταλισμού να τους λύσει τα προβλήματα.
Ας μην επιζητούμε παράσημα δημοκρατικής ανωτερότητας, έστω και αν τα δικαιούμαστε, πόσο μάλλον οι πολιτικοί μας, που αυτοί τα δικαιούνται λιγότερο από όλους μας, γιατί τότε θα βρεθούν κάποιοι να μας τα φορέσουν στο μάγουλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου