Ο Άρειος Πάγος και ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Αθηναίους της εποχής του!..
Με αφορμή τον πανηγυρικό εσπερινό, τον οποίο η Εκκλησία μας τελεί κάθε χρόνο με ιδιαίτερη λαμπρότητα και επισημότητα στον λόφο του Αρείου Πάγου, ας δούμε τι ήταν ο Άρειος Πάγος, πώς ακριβώς έγινε ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα, τι συγκλονιστικό συνέβη στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και τι αναφέρει η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για τον πανηγυρικό εσπερινό!..
ΕΙΝΑΙ γνωστό, ότι ο Άρειος Πάγος είναι ένας πετρώδης λόφος ύψους 115 μ., ΒΔ της Ακρόπολης της Αθήνας. Το όνομά του σημαίνει «βράχος του Άρη» γιατί, κατά τη μυθολογία, εκεί συγκεντρώθηκαν οι θεοί να δικάσουν τον Άρη για το φόνο του γιου του Ποσειδώνα Αλιρρόθιου. Κατά μία άλλη παράδοση στο λόφο αυτό στρατοπέδευαν οι Αμαζόνες, οι θυγατέρες του Άρη, όταν πολιορκούσαν την Ακρόπολη. Το όνομα του λόφου σχετίζεται επίσης με τις Αρές, δηλαδή τις Ευμενίδες ή Ερινύες, των οποίων υπήρχε ιερό στο λόφο, όπου κατέφευγαν οι φονιάδες. Στον Άρειο Πάγο έγινε η δίκη του Ορέστη για το φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας και του εραστή της Αίγισθου, κατά την οποία κρίθηκε πως η ισοψηφία των δικαστών πρέπει να είναι υπέρ του κατηγορουμένου.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι από την προϊστορική ακόμη εποχή, στο λόφο αυτό δικάζονταν από σεβάσμιους Αθηναίους, με πρόεδρο τον εκάστοτε βασιλιά, οι δίκες φόνων.
Με την κατάργηση της βασιλείας οι δικαστές (Αρεοπαγίτες) αύξησαν τη δύναμή τους, όσο το πολίτευμα ήταν αριστοκρατικό, και ο νομοθέτης Δράκοντας αναγνώρισε και νομιμοποίησε (και τυπικά) την εξουσία τους. Αυτή η «Βουλή του Αρείου Πάγου» διοικούσε την πόλη. Μέλη του γίνονταν οι άρχοντες, όταν τελείωνε η αρχή τους.
Ο Σόλωνας περιόρισε τις εξουσίες του Αρείου Πάγου, καθορίζοντας το ρόλο του ως «επισκόπου» και «νομοφύλακα» της πολιτείας, δηλαδή ανώτατο επιτηρητή, αλλά χωρίς συγκεκριμένη δύναμη, δημιουργώντας τη Βουλή των 400, οργανώνοντας την Εκκλησία του Δήμου και παρέχοντας το δικαίωμα της έφεσης στο δικαστήριο της Ηλιαίας.
Ο Πεισίστρατος περιόρισε τη δύναμη το Αρείου Πάγου ακόμη περισσότερο και ουσιαστικά του άφησε μόνο την εξουσία να δικάζει τις δίκες φόνου. Σε μικρό χρονικό διάστημα, όμως, με την περσική εισβολή, ο Άρειος Πάγος απέκτησε και πάλι μεγάλη δύναμη, ακριβώς επειδή αντιμετώπισε με ψυχραιμία τον εχθρικό κίνδυνο και πρωτοστάτησε στην οργάνωση του πολέμου, με εξοικονόμηση των απαραίτητων χρημάτων για τον εξοπλισμό των πλοίων που ναυμάχησαν στη Σαλαμίνα.
Ο Εφιάλτης, Αθηναίος πολιτικός του 5ου αι. π.Χ., αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος, αφαίρεσε όλες τις πρόσθετες εξουσίες του Αρείου Πάγου και τις έδωσε στη Βουλή των 500, στην Εκκλησία του Δήμου και στα λαϊκά δικαστήρια. Τέλος, ο Περικλής άφησε στον Άρειο Πάγο μόνο τις δίκες φόνου και την εποπτεία της καλής συμπεριφοράς των πολιτών.
Γενικά, παρατηρείται περιορισμός της εξουσίας του δικαστικού σώματος του Αρείου Πάγου σε περιόδους λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και ομαλών συνθηκών, και επανάκτηση των δικαιοδοσιών και της δύναμής του σε περιόδους κινδύνων και έκτακτων καταστάσεων. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), για παράδειγμα, ο Άρειος Πάγος ανέθεσε τη στρατηγία στο Φωκίωνα, ακυρώνοντας την εκλογή άλλου στρατηγού από το δήμο.
Από τις «Πράξεις των Αποστόλων» (κεφ. ιζ’, 20-34) είναι γνωστή η ομιλία του αποστόλου Παύλου στο λόφο του Αρείου Πάγου για τον Άγνωστο Θεό και η μετάνοια του αρεοπαγίτη Διονυσίου, ο οποίος στη συνέχεια χρημάτισε και πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Σήμερα, μια χάλκινη πλάκα σε βράχο του λόφου μνημονεύει το λόγο του αποστόλου, και την παραμονή της γιορτής του (29 Ιουνίου) τελείται στο χώρο αυτόν πανηγυρικός εσπερινός. (Βλέπε και εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία»)
Ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Αθηναίους
Ως γνωστόν, όταν οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης επληροφορήθησαν πως ο Παύλος εκήρυξε τον λόγον του Θεού και εις την Βέροιαν, εδημιούργησαν μεγάλες αναταραχές εναντίον του και αμέσως οι σύντροφοι του Αποστόλου, παραπλανώντας τους Ιουδαίους, ότι δήθεν ο Παύλος θα φύγη δια πλοίου, οι ίδιοι τον οδήγησαν δια ξηράς και με ασφάλειαν εις την Αθήνα, ενώ εις την Βέροιαν παρέμεινε ο Σίλας και ο Τιμόθεος (Πράξ. 17, 14-15).
Ενώ δε ο Παύλος επερίμενε στην Αθήνα τους συνεργάτες του (Σίλαν και Τιμόθεον), ερεθιζόταν το πνεύμα του και μάλιστα εξοργιζόταν πολύ, που έβλεπε μία πόλη γεμάτη είδωλα. Αυτός και ο λόγος που έκανε την συζήτηση αυτή με Ιουδαίους της συναγωγής των Αθηνών, αλλά και με προσηλύτους εις τον αληθινόν Θεόν Έλληνας, ενώ δεν έπαυε να συζητά κάθε ημέρα με εκείνους που συναντούσε στον δρόμο.
Μεταξύ δε των άλλων συζητούσαν μαζί του και μερικοί από τους Επικουρείους1 και τους Στωϊκούς2 φιλοσόφους. Και άλλοι μεν έλεγαν: «Σαν τι να θέλη ο φλύαρος να μας είπη;»3. Άλλοι δε έλεγαν « Φαίνεται να είναι κήρυξ ξένων θεοτήτων, που μας είναι άγνωστοι»4. Έλεγαν δε αυτά, διότι ο Παύλος εκήρυττε τον Ιησού και την Ανάστασιν.
Αφού, λοιπόν, τον έπιασαν από το χέρι, τον οδήγησαν εις τον Άρειον Πάγον και του είπαν: «Μπορούμε να μάθουμε, ποια είναι η νέα αυτή διδασκαλία, που διδάσκεται από σένα;. Και τούτο διότι κάποια παράδοξα και πρωτάκουστα διδάγματα φέρεις με την διδασκαλίαν σου μέσα εις τ’ αυτιά μας. Θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε, σαν τι μπορεί να είναι αυτά που διδάσκεις.»5.
Οι Αθηναίοι το έκαναν αυτό όχι από θρησκευτικό ενδιαφέρον, αλλά από την συνηθισμένη περιέργειά τους, διότι όλοι οι Αθηναίοι και οι μονίμως διαμένοντες ξένοι στην αρχαία Αθήνα, δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο, από το επιθυμούν συνεχώς να ακούνε κάτι νεώτερο.
Αφού, λοιπόν, ο Παύλος εστάθη εν μέσω του Αρείου Πάγου, τους είπε:
«Ώ άνδρες Αθηναίοι, σαν πιο ευλαβεστέρους καθ’ όλα και πιο θρήσκους από άλλους ανθρώπους σας βλέπω.
Και λέγω τούτο, διότι διαβαίνων τους δρόμους της πόλεως σας και εξετάζων προσεκτικά εκείνα, που λατρεύετε, βρήκα και ένα βωμό, εις τον οποίον είχε τεθεί η επιγραφή: «Αφιερούται ο βωμός αυτός εις τον άγνωστον Θεόν». Εκείνον, λοιπόν, τον Θεόν, που λατρεύετε, χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω.6
Ο Θεός, ο οποίος εποίησε τον κόσμον και όλα, όσα υπάρχουν μέσα εις τον κόσμον, αυτός μη εξαρτώμενος από κανένα άλλον, αλλ’ υπάρχων από τον εαυτόν του απόλυτος Κύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εις ναούς, που κατασκευάζονται από χέρια ανθρώπων, όπως είναι και οι μαρμάρινοι αυτοί ναοί, τους οποίους κατασκεύασαν οι καλλιτέχνες σας.
Ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπων, σαν να εστερείτο και να είχεν ανάγκην από κάτι. Όχι δεν έχει ανάγκην από τίποτε, αφού αυτός δίδει εις όλα τα ζώντα δημιουργήματά του ζωήν και αναπνοήν και όλα όσα προς συντήρησιν της ζωής των χρειάζονται.
Και εποίησεν από ένα αίμα και από το αυτό πρωτόπλαστον ζεύγος όλα τα έθνη των ανθρώπων7, δια να κατοικούν εις όλην την επιφάνειαν της γης. Και αυτός όρισε δια καθένα από τα έθνη αυτά χρόνους εκ προτέρου προσδιορισμένους υπό της προνοίας του δια την εμφάνισιν και εξαφάνισιν αυτών, καθώς και τα σύνορα της κατοικίας των.
Ο σπουδαιότερος δε σκοπός, δια τον οποίον εποίησεν ο Θεός τα έθνη, είναι να ζητούν αυτά τον Κύριον, εάν θα κατόρθωναν ψηλαφητά δια της σκέψεως να τον εύρουν, καίτοι αυτός υπάρχει όχι μακράν, αλλά πολύ πλησίον προς ένα έκαστον από ημάς.
Και είναι πολύ πλησίον μας, διότι μέσα εις αυτόν ως μίαν πνευματικήν ατμόσφαιραν ζούμε και κινούμεθα και υπάρχουμε, καθώς και μερικοί από τους δικούς σας ποιητές έχουν είπει Διότι αυτού είμεθα και γενηά. Και είμεθα γενηά του, όχι διότι εβγήκαμεν από την ουσίαν του και είμεθα όλοι ένα με τον Θεόν, όπως το εννοούσε ο ποιητής σας Άρατος8, αλλά διότι μας έπλασε κατ’ εικόνα του και μας αγάπησε ως οικείους του.
Αφού, λοιπόν, είμεθα γένος του Θεού και ελάβαμε παρ’ αυτού ζώσαν και πνευματικήν φύσιν, δεν πρέπει να νομίζουμε, ότι η θεότης είναι ομοία προς τα άψυχα και τα νεκρά, προς χρυσόν δηλαδή ή άργυρον ή μάρμαρον, που έχουν χαραχθή και πελεκηθή υπό της γλυπτικής τέχνης και της καλλιτεχνικής φαντασίας και επινοήσεως ανθρώπου εις μαρμάρινα ή αργυρά ή χρυσά αγάλματα και είδωλα.
Όχι επί τόσους δε χρόνους, που οι άνθρωποι λατρεύουν τα άψυχα αυτά είδωλα, αγνοούν και εξευτελίζουν τον δημιουργόν τους και ασεβούν προς αυτόν. Τώρα λοιπόν τους μακρούς αυτούς χρόνους, κατά τους οποίους και σεις και τα άλλα έθνη είχατε άγνοιαν του αληθινού δημιουργού σας, παρέβλεψεν εις την μακροθυμίαν του ο Θεός και παραγγέλλει εις όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις κάθε τόπον, να μετανοούν και να εγκαταλείψουν τα είδωλα και την ειδωλολατρικήν ζωήν και να επιστρέψουν εις τον αληθινόν Θεόν.
Πρέπει δε όλοι να μετανοήσουν, διότι ο Θεός όρισε ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη την οικουμένην με δικαιοσύνην, δι’ ανδρός τον οποίον όρισε κριτήν. Ότι δε αυτός θα είναι κριτής όλων μας, έδωσε βεβαίαν την απόδειξιν περί τούτων ο Θεός αναστήσας τον άνδρα τούτον εκ νεκρών.
Αλλ’ όταν ήκουσαν ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον περιγελούσαν άλλοι δε είπαν: «Θα σε ακούσωμεν και πάλιν περί του θέματος αυτού»9.
Και έτσι ο Παύλος βγήκε από το μέσον του Αρείου Πάγου, που τον είχαν περικυκλώσει εκείνοι δια να τον ακούσουν. Μερικοί, όμως, άνθρωποι συνεδέθησαν και προσεκολλήθησαν μετ’ εμπιστοσύνης και ευλαβείας εις αυτόν και επίστευσαν εις το κήρυγμά του. Ήσαν δε μεταξύ τούτων και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και κάποια γυναίκα, που ελέγετο Δάμαρις και μερικοί άλλοι μαζί μ’ αυτούς». (Πράξεις των Αποστόλων 17, 16-34).
«Ει Θεός πάσχει…»
Πρέπει εδώ να πούμε ότι, σύμφωνα με την παράδοσιν, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης επίστευσε εις τους λόγους του Αποστόλου Παύλου για ένα συγκλονιστικό γεγονός:
Όταν είχε γίνει η Σταύρωσις του Κυρίου (33 μ.Χ.), ως γνωστόν, ηκολούθησε ένας μεγάλος σεισμός, κρύφτηκε ο ήλιος, ενώ «το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν, και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη…» 10
Ιδών το συγκλονιστικό αυτό γεγονός ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ένα γεγονός που θα πρέπει να το ένοιωσαν πολλοί λαοί γύρω από το φοβερόν σημείον της Σταυρώσεως, από φόβο άρχισε να ψελλίζη την φράσιν: « Ή θεός πάσχει ή το πάν απόλλυται» (ή ο Θεός πάσχει ή χάνεται το παν) και εσημείωσε την ημερομηνίαν του μεγάλου σεισμού.
Και ασφαλώς θα ένοιωσε ένα νέον «σεισμόν» εις τα σωθικά του μόλις διεπίστωσε από τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, ότι ο μεγάλος εκείνος σεισμός της 33ης μ.Χ. δεν ήταν άλλος από τον σεισμό, που έγινε κατά την Σταύρωσιν του Κυρίου!
Αυτός και ο λόγος που επίστευσε εις τον λόγον του αληθινού Θεού!…
Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου
Κλείνοντας το σημερινό μας αφιέρωμα, θα διαβάσουμε την Ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος της 27ης Ιουνίου 2012 για τον πανηγυρικό εσπερινό στον λόφο του Αρείου Πάγου:
«Η Εκκλησία της Ελλάδος εορτάζει τη μνήμη του ιδρυτού της, Αποστόλου Παύλου
Με θρησκευτική λαμπρότητα θα εορτάσει και εφέτος η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος την ιερή μνήμη του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών Παύλου, ιδρυτού της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Την Πέμπτη, 28 Ιουνίου 2012, και ώρα 7.00 μ.μ. θα τελεσθεί στον πανηγυρίζοντα Καθεδρικό Ιερό Ναό Αποστόλου Παύλου Κορίνθου Πανηγυρικός Εσπερινός, στον οποίο θα χοροστατήσει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, με την συμμετοχή Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών, Μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Επίσης την ίδια ημέρα και ώρα στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Παύλου οδού Ψαρών, θα τελεσθεί Πανηγυρικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Συνοδικού Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου. Στον Εσπερινό θα ομιλήσει ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Χερουβείμ Βελέτζας, Διευθυντής Προσωπικού της Ιεράς Συνόδου.
Το πρωί της εορτής, την Παρασκευή 29 Ιουνίου ε.ε., θα τελεσθεί, στον Ιερό Ναό Αγίου Παύλου οδού Ψαρρών, ο Όρθρος και η Συνοδική Θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου και με την συμμετοχή Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών, Μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Κατά την Θεία Λειτουργία θα ομιλήσει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμος. Το απόγευμα της ιδίας ημέρας και ώρα 7.00 μ.μ., στον Ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου, σε ανάμνηση του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου, θα τελεσθεί Μεγας Πανηγυρικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου και με την συμμετοχή Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών, Μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Εκ της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Επικούρειοι. Αυτοί οι οποίοι σχετίζονται με τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο Επίκουρο (341 –270 π.Χ.) και την φιλοσοφίαν του, η οποία εστρέφετο εις τον υλιστικόν ευδαιμονισμόν. Ως γνωστόν, η Σχολή του Επικούρου ήτο από τις πλέον σημαντικές της αρχαιότητος, ενώ η ηθική φιλοσοφία του Επικούρου ήτο η ψυχική αταραξία, η ευζωία και η φιλία έναντι του έρωτος και της πολιτικής.
2. Στωϊκοί. Οι άνθρωποι οι οποίοι σχετίζονται με το φιλοσοφικό σύστημα που ιδρύθηκε από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα, του οποίου οι βασικές αντιλήψεις ήσαν η απάθεια στις συγκινήσεις ή τα εξωτερικά ερεθίσματα (κυρίως σε δυσάρεστες καταστάσεις), που αντιμετωπίζει η ζωή, η αποχή των υπερβολών (που οδηγούν στην ταραχή και την ανησυχία), η ενότητα όλων των ανθρώπων, βάσει της κοινής φύσεως αυτών και η υπεροχή της λογικής, που έδινε έμφαση στις έννοιες της ηθικής τάξεως, του καθήκοντος, της δικαιοσύνης, καθώς και στην ουσιαστική αξία του ανθρώπου και την καλοκαγαθία της θεϊκής φύσεως. Επί πλέον, η στωϊκή φιλοσοφία εχαρακτηρίζετο από καρτερικότητα και πως τα πάντα στην ζωή μπορεί να τα δή κανείς με στοχαστική διάθεση.
3. «τι αν θέλοι ο σπερμολόγος ούτος λέγειν;» (Πράξ. 17, 18).
4. «ξένων δαιμονίων δοκεί καταγγελεύς είναι» (Πράξ 17,18).
5. «δυνάμεθα γνώναι τις η καινή αύτη η υπό σου λαλουμένη διδαχή; ξενίζοντα γαρ τινα εισφέρεις εις τας ακοάς ημών βουλόμεθα ουν γνώναι τι αν θέλοι ταύτα είναι» (Πράξ. 17, 19-20).
6. «Διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, αγνώστω Θεώ. ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν.» (Πράξ. 17, 23).
7. «εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων..» (Πράξ. 17, 26).
8. Ο Απόστολος εδώ εννοεί τον ποιητήν Άρατον, που ορθώς επισημαίνει ο Παν. Ν. Τρεμπέλας στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης.
9. «Ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον ακουσόμεθά σοι πάλιν περί τούτου» (Πράξ. 17, 32).
10. Ματθ. 27, 51-53 Ιω. 23, 45.