Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Ἡ πίστη στόν ἀναμάρτητο Χριστό μόνο θά μᾶς σώσει.


ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ (Δ΄)

Αναστάσιος Μ.,

Σάν τό χρυσάφι στό καμίνι. Μέρος Δ΄
Ἡ εὐλογημένη «ἐκδίκηση»
» Νά μήν πεῖς ποτέ ὅτι ἔχασα τό δίκηο μου, γιατί θά σέ ντελαπάρει. Ἅμα φωλιάσει μέσα σου τό γιατί νά χάσω τό δίκηο μου, γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος, φεύγει ἡ Χάρη. Ἐμεῖς στόχο τό Φῶς θά ἔχουμε. Αὐτό εἶναι ἡ καλύτερη περιουσία. Ὅλα νά τά λυώνει ἡ προσευχή. Εἶναι προσωρινή ἡ κυριαρχία τοῦ σκότους, δέν ἔχουν φῶς αὐτές οἱ δουλειές. Μεγαλύτερη περιουσία εἶναι νά μείνουμε στόν Χριστό μέ ὑπομονή, νά μήν διαλογιζόμαστε. Τότε εἶσαι ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος.
» Πάντα παραπέφτουμε ὅταν μιλᾶμε. Μία φορά στό χωριό, μία νευρικιά πολύ γυναῖκα μάλωσε καί μᾶς ἔσπασε μέ πέτρες ὅλα τά τζάμια. Ἦρθε ἡ ἀστυνομία καί ρώτησε, νά κάνουμε μήνυση; Ὄχι εἶπα. Θά πᾶς στήν ἀστυνομία μόνο ἄν εἶσαι κα’νας δεσπότης καί σέ παίρνει τό κύμα, μαζί μέ παπάδες, γιά κάτι πού γράφουν, τότε Ναί, ἀλλιῶς ὄχι γιά τόν ἑαυτό σου. Ἐσύ «ἀποστραφήτω», πού λένε, μ’ ἕνα κρύο χαμόγελο καί θά πᾶς μακριά….
» Αὐτοί πού πίστεψαν στόν Σατανᾶ εἶναι θολωμένοι, τούς βοηθᾶ μέ σατανικό φῶς, τούς ἐξυψώνει. Μέ σατανικές ἐνέργειες κάνουν διαφώτιση, νά διεγείρει τήν ἀνθρωπότητα στό σκότος. Δέν ἔχουν φώτιση. Ἀπό ποῦ νά ἔχουν φώτιση; Ἀπ’ τήν παραλογία; Ἐνῶ οἱ ἄλλοι εἶναι φωτισμένοι ἀπό «ἄνωθεν».
» Μήν συνερίζεσαι μέ τόν κόσμο. Ἡ αὐστηρότητα ὅμως ἀπαγορεύεται. Ἀλλιῶς ἔχεις αἱμοβορία μέσα σου.
» Κάνε κάποτε ὅτι δέν γνωρίζεις τίποτα, γιατί ποῦ θά βρεῖς ἄκρη ἄν μπλεχτεῖς μέ γλωσσοφαγιά;
» Τώρα ὁ κόσμος εἶναι χωρίς θεμέλια, ἀπό κάτω πρός τά ἐπάνω εἴμαστε σέ μία ὁμίχλη ὅλοι μας. Ὅποιος φωνάζει ὅμως βοήθεια, θά σωθεῖ.
» Ὁ Χριστός εἶναι ἐπανάσταση καλοσύνης.
» Ὁ κόσμος πίστεψε στό χρῆμα καί στόν σαρκικό ἔρωτα. Ἡ πίστη στόν ἀναμάρτητο Χριστό μόνο θά μᾶς σώσει.
» Ἅμα ρθεῖς σέ λόγια μέ τόν κόσμο, ζαλίζεσαι καί δέν μπορεῖς νά προσπέσεις σέ προσευχή· νά, πῶς βάζεις νερό μές στό φαγητό καί ξανοσταίνει· ἔτσι δύσκολα νά βρεῖς τά «ὄστια σου» πάλι.
» Καμιά φορά στόν ὕπνο βλέπω σκυλιά σά νά μέ δείχνουν τά δόντια τους, ὅλα τά διαλύει ὅμως ἡ προσευχή.
» Μικρός, ὅταν ἤμουνα, δέν ὀργιζόμουνα καθόλου οὔτε ἔβλεπα κακό ἤ ἀδικία… Νά, ἕνας πῆρε τήν κομπίνα στό χωράφι του ἐνῶ ἐγώ εἶχα πεῖ πιό μπροστά νά ἔλθουν στό δικό μου χωράφι. Αὐτοί ὅμως τόν ξεγέλασαν καί πῆγε σ’ αὐτούς. Ε… ἁλωνίζει τό δικό τους. Δέν ἦλθε στό δικό μου. Τό βράδυ ἐκεῖνο, ὅμως, πιάνει ἕνα χαλάζι, καταστροφή! Ἐγώ, τί νά κάνω; Γιά νά μήν φωλιάσει μέσα μου τό κακό, πῆγα καί θέρισα τό χόρτο, αὐτουνοῦ δηλαδή πού μέ ξεγέλασε, στά κρυφά. Γιά νά μπορῶ νά τόν φέρνω μετά στό μυαλό μου χωρίς κακία. Κι ἔφυγα, ἀφοῦ θέρισα τό χόρτο τους-, χαράματα μή μέ δοῦν.
» Μίαν ἄλλη φορά, ὁ καφετζῆς εἶπε, ἐπειδή, ὅταν πήγαινα γιά ξεκούραση κανένα ἀπόγευμα στό καφενεῖο, δέν ἔπαιζα στά χαρτιά καί δέν παράγγελνα πολλά – πολλά. Εἶπε λοιπόν ὁ καφετζής, «ἔ, ἅμα ἦταν ὅλοι σάν τόν Τάσο, θά πεθνήσκαμε, θά τό κλείναμε…» τί νά κάμω; Πάω, φορτώνω πουρνάρια καί τ’ ἀφήνω κρυφά ἔξω ἀπ’ τό καφενεῖο, γιά τή σόμπα. Δέν τοῦ τό ‘πα. Χτύπησα μέ τέτοιο τρόπο τόν Σατανᾶ. Ὅταν κάποιος μ’ ἔκανε κακό, κοίταζα στά σκοτεινά, νἄμαι μέσα στό στάβλο μοναχός μου, σκλήριζα, φώναζα μέ φωνή «ἥμαρτον Κύριε! συχώρεσέ με»· κι ἄλλοτε στά χωράφια, πού δέν μ’ ἄκουγαν «συγχώρα με», φώναζα, ὅπως οὐρλιάζει ὁ λῦκος γυρεύοντας βοήθεια. Ἀποκηρυγμένος ἤμουνα….
» Ἕνα καλοκαίρι πού ἁλωνίζαμε, μέ ἕνα ζευγάρι βόδια μέ τό δοκάνι, ἔρχεται ἕνας στρατιώτης, ντυμένος σάν τούς Μάηδες καί μᾶς διατάζει -«ξεζέψτε καί πᾶτε νά θερίσετε τό χωράφι τοῦ τάδε…» -«Μά, εἴπαμε ἐμεῖς, θέλουμε νά λιχνίσουμε.» -«Δέν ἔχει! μή μιλᾶς γιατί ἔχεις δύο ἀδέλφια ἀντάρτες». Ἐγώ καθόλου δέν εἶχα ἀνάμειξη σέ τέτοια. Μετά μέ ἀδικήσανε… Ἔφεραν ἕνα χασάπη ἔμπορα νά πάρει τά ζῶα καί μέ λέει «Λίρες θέλεις ἤ λεφτά;» Αὐτός πού ἦταν 38 χρόνια παράλυτος καί τόν γιάτρεψε ὁ Χριστός, αὐτός λένε ἦταν πού τόν ἔδωσε τό ράπισμα, τότε στόν ἀρχιερέα. Ὅπως τό λέει, «ἐάν ἐμένα ἐδίωξαν, καί ἐσᾶς τό ἴδιο». Ὁπότε νά περιμένουμε ἀπ’ τούς ἀνθρώπους πολλά.
» Ἐμένα μ’ ἐνδιαφέρουν μόνο οἱ Ἅγιοι καί ὁ Χριστός μέ τά αἵματα στόν Σταυρό. Βρῆκαν νά Τόν κατηγορήσουν ἐπειδή ἔκανε καλοσύνες τό Σάββατο καί ‘γώ, ἀκούγοντάς το, μ’ ἦρθε νά πῶ, βρέ τό καλό μου τό παιδί, τόσο πολύ τό χάρηκα!
Κάποτε, γιά ἕναν πού  τόν εἶχε προσβάλλει, στεναχωριόταν κι ἔλεγε: -«γιατί νά χάσει ὁ καλός Θεός μία ψυχούλα; Τόν συνέλαβα στήν προσευχή μου, γιά νά μήν φωλιάσει κακία μέσα μου…».
» Τί περιπέτειες εἶχα καί μέ τό ζάχαρο πού μέ βρῆκε στά σαράντα χρόνιά μου!… Θυμᾶμαι πῶς τό κατάλαβα… Εἶχα φάει γλυκό κουταλιοῦ κι’ ἄρχισα νά βλέπω τούς ἀνθρώπους σά σκιές, σάν ἕνα δάχτυλο τοῦ χεριοῦ. Πᾶμε στό νοσοκομεῖο, μ’ ἀρχίζουν ἰνσουλίνες. Ὅταν ἐπέστρεψα στό χωριό μέ σταματᾶ ὁ γιατρός ὁ ἀγροτικός, μέ ρωτᾶ, καί μ’ ἀρχινᾶ στίς μοῦντζες, λέγοντας «γιατί δέχτηκες;» Καί μέ πᾶνε στό Σανατόριο τῆς Καβάλας, ὅλο φυματικοί. Γράφω γράμμα σπίτι, ἐλᾶτε νά μέ πάρετε, πεθαίνω… Εἶχα γίνει ἐλεεινός… Ἔρχεται ἡ γυναίκα μου μέ τόν ἀδελφό της νά μέ πάρουν, στόν δρόμο δέν ἔλεγαν οὔτε μία λέξη ἀπ’ τή στεναχώρια, νόμιζαν πώς θά εἶχα πεθάνει. Μᾶς δίνουν ἐξιτήριο καί δίαιτα, τί νά τρώω… Γυρνᾶμε σπίτι καί ἄρχισα νά τρώω τυρί, ὅπως τό ἔπηζαν στήν τσαντήλα. Ἔβαλα βάρος γιατί μ’ εἶχε πεῖ ἕνας γιατρός ἐκεῖ ὅτι, ἄν βάλεις κιλά, πέφτει τό ζάχαρο! Κόβουμε τήν ἰνσουλίνη καί παθαίνω ἕνα κῶμα καί μέ τρέχουν στό ΑΧΕΠΑ μέ τό στόμα ἀνοιχτό. Ἐκεῖ μία φοιτήτρια, λέει στήν γυναίκα μου, ἔλα νά δεῖς πῶς μυρίζει, ἡ ἀναπνοή του, σάπιο μῆλο. «Ὀξονάρα»! Κι ἄρχισα πάλι τίς ἐνέσεις, τίς μονάδες….
Παρ’ ὅλο πού εἶχε «ἰνσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη» καί δικαιοῦνταν ἐπίδομα ἀπό τήν Πρόνοια, δέν ἔπαψε νά δουλεύει μέχρι τό 1998, πού τοῦ ἔκοψαν τό ἀριστερό πόδι, καί ἔλεγε: – «γιατί νά πάρω ἐπίδομα εἰς βάρος τοῦ κράτους, ἀφοῦ μπορῶ νά προσφέρω;….»
συνεχίζεται…
Δεῖτε ἐπίσης:

Δεν υπάρχουν σχόλια: