Γνωρίζοντας την μεγάλη σημασία της πίστεως για την σωτηρία του ανθρώπου, ο απόστολος Παύλος με απλό και ξεκάθαρο τρόπο την αντιπαραβάλλει με τα έργα του νόμου, με τις πράξεις δηλαδή που γεννά η ξηρή και καθηκοντολογική τήρηση του νόμου του Θεού. ήταν και είναι ένας ζωντανός πειρασμός, τόσο για τους πρώτους Χριστιανούς, όσο και για όλους τους μεταγενέστερους μέχρι και τις ημέρες μας, η τήρηση των θείων εντολών με τρόπο ώστε να οδηγείται ο άνθρωπος στην αποξένωση από τον Θεό και Πατέρα και να διαρρηγνύεται αυτή η ευλογημένη σχέση εκ μέρους των τέκνων, που την μεταβάλλουν σε σχέση εργοδότου με μισθαποδότου προς εργαζομένους, καθώς αναμένουν πάντοτε στον καιρό της την ανταπόδοση των αξιόμισθων πράξεών τους.
Η στάση αυτή είναι ανύπαρκτη και ανοίκεια στην ορθόδοξη πνευματικότητα, καθώς κατεργάζεται δαιμονικές προσωπικότητες και όχι ανθρώπους του Θεού. το πλήθος και το ήθος των Αγίων μας, των ασκητών και μαρτύρων της Εκκλησίας, μας διδάσκουν ότι δεν έχει σημασία τι κάνει ο άνθρωπος, αλλά γιατί το κάνει. Δεν έχει σημασία πότε το κάνει αλλά εάν το κάνει πιστεύοντας με όλη του την καρδιά στον παντοδύναμο Θεό. Ποτέ η αναζήτηση και η προσευχή της Εκκλησίας δεν είχε χαρακτήρα ποσοτικό, αλλά πάντοτε ποιοτικό. Ο Μέγας Βασίλειος γράφει ότι ο Θεός θα ζυγίσει και δεν θα μετρήσει τα χρόνια μας. Στην κατεύθυνση αυτή, όποτε ευχόμαστε «χρόνια πολλά» σε εορτάζοντες, είτε ας κατακλείουμε την ευχή μας με την διευκρίνιση «χρόνια μετανοίας και επιστροφής στο θέλημα του Θεού», είτε, εάν γνωρίζουμε ότι ομιλούμε «εις ώτα μη ακουόντων» και ότι η ευχή μας «ουδέν ωφελεί» αλλά μάλλον θόρυβο προκαλεί, ας την μεταβάλλουμε σε προσευχή προς τον Θεό που γνωρίζει πότε και πώς πρέπει να μιλάει στις καρδιές των ανθρώπων.
Η Εκκλησία του Χριστού ποτέ δεν ηθικολόγησε, αλλά η επέμβασή της στα ανθρώπινα πράγματα ήταν και είναι πάντοτε οντολογική και υποστατική. Εργαζόμαστε το αγαθό με πίστη στον Θεό ή αποφεύγουμε την αμαρτία με πίστη και πάλι στον Θεό, όχι για να είμαστε «καλά παιδιά», αλλά διότι είμαστε «μέλη εκ μέρους», ένα σώμα με τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος αποτελεί την κεφαλή της Εκκλησίας. Σε κάθε ιερό μυστήριο τονίζεται αυτή η άρρηκτη και ζωογόνος σχέση του Χριστού με την Εκκλησία και τα μέλη της.
«Ζώ δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» ομολογεί σήμερα ο Παύλος. Αυτή η ομολογία δηλώνει την πίστη και την απόλυτη παράδοσή του στο θέλημα του Θεού. Δηλώνει όμως και κάτι άλλο, την συναίσθηση που έχει ως απόστολος Χριστού και διδάσκαλος του ιερού Ευαγγελίου, μα πρώτα και κύρια ως Χριστιανός. Βλέπουμε ότι δεν προσδιορίζει την ζωή κοντά στον Χριστό, αλλά ταυτίζει την ζωή με τον ίδιο τον Χριστό. Δεν την περιορίζει λέγοντας ότι μια τέτοια ζωή είναι πνευματική, ηθική, «καθωσπρέπει», γιατί απλά πιστεύει ότι αυτή και μόνη μπορεί να αποκαλείται ζωή, η ζωή κοντά στον Χριστό.
Διαβάζοντας τα ιερά Ευαγγέλια βλέπουμε τον Χριστό να αποκαθιστά την ανθρώπινη ασθένεια, να χαρίζει το φώς σε τυφλούς, την ευεξία σε παραλυτικούς, την απελευθέρωση σε δαιμονιζομένους, ακόμη και την ανάσταση σε νεκρούς. πάντοτε πριν από την θεραπεία απευθύνεται στον ασθενή λέγοντας ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες του ή τον κατευοδώνει υγιή με την ευχή «πορεύου και μηκέτι αμάρτανε». Από αυτό εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ζωή της αμαρτίας, της παράδοσης στα πάθη και τις αδυναμίες, είναι πρόβλημα για τον Χριστό και την Εκκλησία, είναι «το μέγα τραύμα», διότι καταργεί το ανθρώπινο πρόσωπο και απογυμνώνει τον άνθρωπο από την χάρη του Θεού. Πολλές φορές μας επισκέπτεται μια ασθένεια και στενοχωρούμαστε διότι φοβόμαστε ότι θα λιγοστέψουν τα χρόνια της ζωής μας. Ποιάς ζωής όμως; Μιας ζωής βυθισμένης στην δαιμονική ευδαιμονία και αυτάρκειά μας, μιάς ζωής συνεχούς και μόνιμης αναζήτησης υλικών αγαθών, μιάς ζωής της οποίας τελικά την επίφαση μόνο ζούμε.
Είθε λοιπόν να αρχίσουμε να βιώνουμε τα διδάγματα της σημερινής αποστολικής περικοπής προσφεύγοντας στην σώζουσα χάρη των ιερών μυστηρίων. Ας μην αφήνουμε πλέον τον χρόνο της ζωής μας να κυλά ανεκμετάλλευτος, αλλά «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» ας οδηγούμαστε καθημερινά στην μετάνοια, και δι’ αυτής στην σωτηρία. Αμήν.
Αρχιμ. Α.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου