Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Η Διασπορά ως συνδιαμορφώτης ενός Οικουμενικού Ελληνισμού


Γιώργος Αντωνιάδης*
Η παρούσα κρίση οδηγεί μια μεγάλη πλειοψηφία ιδίως των νέων και μορφωμένων Ελλαδιτών σε μία αποδημία αναζήτησης καλύτερων όρων ζωής που διαφέρει κατά πολύ από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αντίστοιχων του 20ου αιώνα. Το φαινόμενο αυτό παρά τα όσα αρνητικά συνεπάγεται για τον πνευματικό και δημογραφικό μαρασμό του εθνικού κέντρου, παρουσιάζει και μία θετική πλευρά που είναι ανανέωση και ενδυνάμωση της Ελληνικής Διασποράς. Η Διασπορά δύναται να λειτουργήσει σε μεγάλο βαθμό ως υποδοχέας των «νέων» ξενιτεμένων του 21ου αιώνα και να διαμορφώσουν από κοινού τις συνθήκες εκείνες για την ανάδειξη ενός Νέου Οικουμενικού Ελληνισμού. Ο όρος Οικουμενικός Ελληνισμός έχει πολλές φόρες αποδώσει στον δημόσιο λόγο την έννοια της ελληνικής ταυτότητας ως ένα άθροισμα του εθνικού κέντρου και των κατά τόπους κοινοτήτων της Ελληνικής Διασποράς. Η λογική αυτή απηχεί μια συσταλτική αντίληψη για την ίδια την ελληνική ιδιαιτερότητα σύμφωνα με την οποία η ελληνικότητα εξαντλείται σε ένα σύνολο επιμέρους χαρακτηριστικών όπως η κοινή καταγωγή, η κοινή γλώσσα, τα κοινά ήθη και έθιμα και ενδεχομένως και σε παλαιότερες γενεές, αν όχι και τώρα, και η κοινή πίστη.
Αυτή η αφήγηση της ελληνικότητας είναι που οδήγησε στην μετατροπή της εθνικής μας ταυτότητας σε ένα μουσειακό είδος το οποίο δεν εξυπηρετεί παρά μονάχα στην διατήρηση κάποιων συναισθηματικών δεσμών με την Ελλάδα. Βάσει αυτών των δεδομένων, οικοδομήθηκε, με κύρια ευθύνη της Ελλαδικής Πολιτείας, ένα στατικό σχήμα σχέσεων μεταξύ της Διασποράς και του Εθνικού Κέντρου, το οποίο περιγράφεται από ένα είδος υπαγωγής του δυναμικού της Ομογένειας στις κρατικές επιδιώξεις της εκάστοτε Ελληνικής Κυβέρνησης. Βεβαίως, όλοι οι μεταπολιτευτικοί φορείς εξουσίας δεν φέρουν τις ίδιες ευθύνες για αυτό το φαινόμενο, περιστατικής και περιπτωσιολογικής χρησιμοποίησης τους, υπέρ κοινών «εθνικών» αγώνων.
Η παραπάνω περιγραφή των σχέσεων μεταξύ της Ομογένειας και του Εθνικού Κέντρου εάν διαιωνιστεί, μπορεί να οδηγήσει τις συγκαιρινές και δη τις επόμενες γενιές των Ελλήνων Απόδημων να μετεξελιχτούν από Έλληνες της Διασποράς σε αφομοιωμένους πολίτες των χωρών υποδοχής τους, διατηρώντας μια ανάμνηση Ελληνικής καταγωγής σε φολκλορικό επίπεδο. Σε καμία περίπτωση, δεν καταφρονούμε τους συναισθηματικούς δεσμούς ή τις μνήμες παράδοσης της Διασποράς, αλλά δεν επιθυμούμε στον 21ο αιώνα αυτά τα δύο στοιχεία να είναι το επίκεντρο μίας προσπάθειας για την αναδιαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού και την εκ παράλληλου δημιουργική συμπόρευση του με τον Ύστερο Νεωτερικό Πολιτισμό. Το αναφέρουμε αυτό διότι οι κολοσσιαίες ανακατατάξεις που συνοδεύουν την εκπνοή της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, λόγω της παγκόσμιας ανακατανομής οικονομικής ισχύος και εξαιτίας της ανάδειξης νέων κρατικών ή μη κρατικών δρώντων στο διεθνές προσκήνιο, υπομνείουν την δυνατότητα ανάληψης ενός νέου ρίσκου ενώ το εθνικό κέντρο καταρρέει, αρχής γενομένης με την οικονομική και δημογραφική του παρακμή. Αυτό το ρίσκο αφορά την λανθάνουσα ευκαιρία ο Οικουμενικός Ελληνισμός να διαδραματίσει ένα πολύπλευρο ρόλο –πολιτισμικό, πολιτικό, οικονομικό- για την εκδίπλωση ενός μετανεωτερικού πολιτισμικού παραδείγματος στον 21ο αιώνα.
Προϋπόθεση αυτού του νέου ελληνικού υποδείγματος με οικουμενική διάσταση δεν είναι άπλα η λειτουργική ανάγνωση των κινδύνων και των ευκαιριών του διεθνούς συστήματος από μια ικανή πολιτική και οικονομική ελίτ που θα συστήσει ένα πολύτροπο και κραταιό δίκτυο των ελληνίδων κοινοτήτων ανά τον κόσμο. Αλλά αποτελεί ευθύνη μίας πνευματικής ελίτ, ιδίως της ακαδημαϊκής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας της Διασποράς που θα εμπνεύσει τις κατά τόπους κοινότητες των Ελλήνων να ανασυστήσουν μέσω νοηματοδοτημένων κριτήριων και επίλογων του καθημερινού τους βίου, την ελληνικότητα που το εθνικό κέντρο τυποποίησε προς άγραν ψήφων ή συντελεστών κρατικής ισχύος. Ο λόγος για τον οποίο προκρίνεται η πνευματική ελίτ έναντι της οικονομικής και πολιτικής ελίτ και μάλιστα της Διασποράς έναντι του Εθνικού Κέντρου οφείλεται στους ιστορικούς και κοινωνικούς εθισμούς ιδιωτείας του νεοελληνικού κράτους, στοιχεία που ταλαντώθηκαν σε ανεπανάληπτο βαθμό από το μεγαλύτερο δημεγέρτη και δημοκόπο της Νεώτερης Ελλάδος, τον ιδρυτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ, Ανδρέα Παπανδρέου.  Αντιθέτως, η Ομογένεια χάριν της αυτόνομης δικτυακής της οργάνωσης δεν απορρόφησε στην επαφή της με το εθνικό κέντρο όλα τα διαλυτικά φαινόμενα που κατέστησαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος, ένα παράδοξο μείγμα κρατικοδίαιτης ιδιωτείας.
Έτσι, λοιπόν, το κυριότερο βάρος πνευματικής αναγέννησης του Ελληνισμού πέφτει στους ωμούς των σύγχρονων κοινοτήτων των Ελλήνων κάτι το οποίο ενδεχομένως θα συνεπιφέρει και την οικονομοπολιτική ανάδυση του εθνικού μας κέντρου από το σημερινό του τέλμα. Ο λόγος που τονίζουμε ότι οι κοινότητες της διασποράς θα πρέπει να στοχεύουν πρωτίστως σε μια πνευματική αναγέννηση σχετίζεται με το είδος της ανάκαμψης που οφείλει να προηγηθεί, αν θέλουμε να προκριθούμε μέσω μιας ποιοτικής διαφοροποίησης από το κυρίαρχο και παράλληλα μετεξελισσόμενο Νεωτερικό Παράδειγμα. Για αυτό το λόγο οι Έλληνες της Διασποράς θα πρέπει να μην έχουν απλά αυτοσκοπό μια ανεκτή πολυπολιτισμική συμβίωση με τους ομοεθνείς ή αλλοεθνείς, αλλά την υπέρβαση των όρων κοινωνίας χρείας χάριν μίας κοινωνίας του κατ’ αλήθειαν βίου. Κατ’ ανάγκην, η «αλήθεια» δεν αντίκειται της χρηστικότητας και της αποτελεσματικότητας, αλλά η συλλογική μετοχή στον βίο της κοινότητας αντιτίθεται στη εγωτική κατοχή μέρους της κοινότητας για την αναπαραγωγή ανελικτικών μηχανισμών ισχύος που στο διάβα του χρόνου καθίστανται οστεοποιημένα κελύφη. Ένας ζων πολιτισμός δεν εξαντλείται στην μιμητική διαιώνιση ενός κλασσικού μέτρου πνευματικής ή υλικής ευδαιμονίας, αλλά είναι αναβαθμός του παρελθόντος που καλωσορίζει την ξεδίπλωση ενός άγνωστου μέλλοντος στο παρόν.
Σε πρακτικό επίπεδο, οι ομογενείς ενώ θα έχουν την υπηκοότητα των χωρών υποδοχής αυτό που θα τους συνέχει σε μια τέτοια προοπτική δύναται να είναι μια οικουμενική  Ελληνική Πολιτειότητα που δεν χρειάζεται πιστοποιητικά υπηκοότητας. Η ιστορική διαχρονία και η διασύνδεση των μερών ενός ελληνικού πολιτισμικού συνόλου κρίνεται όχι από την φυλετική και εθνολογική συνέχεια μιας εθνοκεντρικής ελληνικότητας που αναπαράγει ένα παρελθοντικό πολιτισμικό κέντρο αλλά μέσω της αναδημιουργίας των ελληνικών κοινοτήτων σε χρόνο ενεστωτικό και με τρόπο δικτυακό, δηλαδή ακόμη και μέσω της αναγνώρισης της απώλειας του παρελθόντος για την διάνοιξη ενός άδηλου μετανεωτερικού μέλλοντος.
Εν κατακλείδι, χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε πως η από τα κάτω εμπερική ανασύσταση ενός ελληνότροπου βίου στην Διασπορά δεν συνεπάγεται πως αντιβαίνει με την εκ παραλλήλου μετεκένωση αυτού του προτάγματος στο εθνικό κέντρο ή με τον διαδραστικό συντονισμό του Ελληνισμού της Διασποράς με την στοχοθεσία του Εθνικού Κέντρου. Σαφώς, και υπάρχει κέντρο εθνικό αλλά αυτό δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με την πρωτοπορία και την δυναμική του Οικουμενικού Ελληνισμού και δεν χρειάζεται το εθνικό κέντρο να εκλαμβάνει την Ομογένεια ως απλό αναμεταδότη του «κύματος» του. Η ελληνικότητα είναι ένα ταυτοδοτικό άνυσμα, ένα πεδίο υπέρβασης των στοιχείων που την συγκροτούν και μέσω της δικτυακής της υπερδομής έχει την δυνατότητα να μετεξελίχθη σε ένα μετα-κρατικό υπόδειγμα Οικουμενικού Πολιτισμού. Κατά αυτόν τον τρόπο, το Εθνικό Κέντρο μπορεί είναι ο Φάρος του Ελληνισμού, όχι όμως και η μοναδική Λυχνία ή έστω Φανός του Ελληνισμού στο Αρχιπέλαγος των Ελληνικών Κοινοτήτων, ποσό μάλλον όταν κανείς δεν δύναται να μονοπωλεί το Φεγγος του το οποίο ποικίλει από τόπο σε τόπο και από γενεά σε γενεά, από πρόσωπο σε πρόσωπο.
O κ. Γιώργος Αντωνιάδης είναι Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμων
πηγή: Αντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: