Τή σημερινή τελευταία Κυριακή τοῦ χρόνου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμι λεῖ γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἀνθρώπινο δημι ούργημα καί ἐφεύρημα, ἀλλά καρπός τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Κυρίου στήν ἀνθρωπότητα. Προηγουμένως, εἶχε ἐκφράσει τή στενοχώρια του στούς Γαλάτες, καθώς πληροφορήθηκε ὅτι κάποιοι ἀπ’ αὐτούς εὔκολα μεταπήδησαν ἀπό τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀλήθειας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ ἄλλες δι δασκαλίες, σέ ἕτερα «εὐαγγέλια», πού δίδασκαν ψευδόχριστοι καί ψευ δοπροφῆτες, μέ σκοπό τήν ταραχή τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας καί τή διαστροφή τῆς Εὐαγγελικῆς ἀλήθειας. Αὐτή ἡ Ἀποστολική ἀναφορά στό Εὐαγγέλιο, στόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή πού μεταδίδεται καί θά δι δάσκεται ἀνελλιπῶς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι τό τέλος τῆς ἱστορίας, μᾶς δίνει τήν ἀφορμή καί τήν εὐκαιρία νά ἐπαναπροσδιορίσουμε μέσα μας τήν ἔννοια τοῦ Εὐαγγελίου καί νά ἐκτιμήσουμε καί πάλι τήν ἀξία τοῦ θείου λόγου.
Ἡ ἀναζήτηση τῆς θεϊκῆς ἀλήθειας
Ὁ κόσμος μας σήμερα εἶναι κορεσμένος ἀπό τόν λόγο· πολιτικό, δημοσιογραφικό, ἐπιστημονικό, ἀνθρώπινο καί κοσμικό. Τίς περισσότερες φορές, ὁ λόγος αὐτός προκαλεῖ δυσφορία καί ἐκπέμπει ἀποφορά. Διε γείρει τή σκέψη ἤ τήν ἀποκοιμίζει. Ἐξεγείρει τά ἔνστικτα, προκαλεῖ, θωπεύει, ἐνθουσιάζει πρόσκαιρα ἤ ἀπογοητεύει. Πάντα, ὅμως, ἐξυπηρετεῖ μιά σκοπιμότητα· νά χειραγωγήσει τόν ἀκροατή, νά ἐλέγξει τή σκέψη του καί νά τόν καθυποτάξει στή λογική τοῦ ἐκφραστῆ του, πού, συνή θως, εἶναι ἰδιοτελής καί καιροσκοπική. Γι’ αὐτό, ὁ κοσμικός λόγος, ἄν καί πληθωρικός, ἀφήνει ἀνικανοποίητο τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὅμως, τήν ἴδια στιγμή, ἀρνεῖται νά ἀκούσει καί νά ἀφουγκραστεῖ ἕναν ἄλλο Λόγο πού εἶναι συνεπής, σταθερός, δίκαιος, εἰρηνικός, ἀλλά καί ἐλεγκτικός, ἀγαπητικός καί ἀνεκτικός, εὐεργετικός καί σωτήριος. Καί αὐτός ὁ Λόγος εἶναι ὁ Χριστός, προσφερόμενος σέ κάθε διψασμένη ψυχή, πού κουράστηκε ἀπό τά ἀνθρώπινα λογοπαίγνια καί ἀναζητεῖ τή θεϊκή ἀλήθεια.
Ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ θείου λόγου
Ἀπό αὐτόν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκεται μέσα στήν Ἐκκλησία, ἔχει ἀνάγκη ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Σύμφωνα μέ τή θαυμαστή γραφίδα κεκοιμημένου Μητροπολίτη: «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο ἀναγκαῖος γιά τήν πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὅσο εἶναι καί τό ψωμί γιά τή σω ματική του συντήρηση. “Ἄρτῳ μέν σῶμα τρέφεται, λόγῳ δέ θείῳ ψυχή στηρίζεται”, διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ ἄρτος, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, εἶναι τόσο ἀναγκαῖος ὅσο καί ὁ ἄρτος ὁ ἐπιούσιος, μᾶλλον δέ, σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, ὁ θεῖος λόγος εἶναι ἀναγκαιότερος ἀπό τήν ὑλική τροφή. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Κύριος δέν μακάρισε τούς χορτάτους, ἀλλ’ ἀντίθετα, τούς ἐταλάνισε: οὐαί ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, εἶπε. Μακάρισε, ὅμως, τούς πεινασμένους καί εἶπε μακάριοι οἱ πεινῶντες, καί ἐκείνους πού ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λό γο τοῦ Θεοῦ, χαρά σ’ ἐκείνους πού ἔχουν τήν εὐκαιρία νά ἀκοῦν, μά καί θέλουν νά ἀκούσουν. Γιατί, πάντα μένει σάν ἕνα ἀναπάντητο ἐρώτημα, πόσοι πεινᾶνε καί διψᾶνε γιά νά ἀκούσουν λόγο Θεοῦ; Δέν εἶναι χωρίς σημασία ἐκεῖνο πού ἀκοῦμε νά λέει ὁ Χριστός, ὅταν τελειώνει κάποια διδαχή Του: “ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω”».
Τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ μεγαλύτερος θησαυρός τῆς ζωῆς μας· ἡ ἀπάντηση στά ἐρωτήματά μας· ἡ διέξοδος στά ἀδιέξοδά μας· ἡ λύση τῶν προβλημάτων μας. Ἄραγε, ἔχουμε ἀντιληφθεῖ αὐτή τήν ἀλή θεια ἤ ἀντιμετωπίζουμε τό Εὐαγγέλιο ὡς ἕνα κοινό βιβλίο σάν ὅλα τά ἄλλα πού στολίζουν τή βιβλιοθήκη μας; Νιώσαμε ὅτι, ἀγγίζοντάς το, ἀγγίζουμε τόν ἴδιο τόν Χριστό πού ἀποκαλύπτεται διαρκῶς μέσα στίς σελίδες του; Κάναμε τό Εὐαγγέλιο καθημερινή ἀνάγκη τῆς ζωῆς μας ἤ περιοριστήκαμε στήν ἐπιδερμική προσέγγισή του, στό πλαίσιο τῆς λει τουργικῆς μας ζωῆς; Διδάξαμε στά παιδιά μας τή σπουδαιότητά του; Μάθαμε, πρῶτα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, νά κάνουμε τρόπο ζωῆς τό ἅγιο περιεχόμενό του;
Ἕνα νέο ἔτος ἀνατέλλει ἐμπρός μας. Εἶναι σάν μιά νέα ζωή νά γεν νιέται στόν κόσμο. Ἄς δοῦμε αὐτή τή συγκυρία ὡς εὐκαιρία γιά τήν προ σωπική μας ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση, ὅπου τό γάλα, τό ψωμί καί τό νερό τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς θά γίνουν τό Εὐαγγέλιό Του! Γένοιτο!
Ἀρχιμ. Ἐ. Οἰκ.
https://apostoliki-diakonia.gr/wp-content/data/fk/2025/52_2025(3787).pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου