Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΘΕΟΠΑΤΟΡΕΣ (β) Μιζέρια ἢ χαρά;


π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἄν­να …τὴν ἁ­γνὴν ἀ­ει­πάρ­θε­νον προ­σά­γει με­τ’ εὐ­φρο­σύ­νης εἰς τὸν να­ὸν τοῦ Θε­οῦ» (Ἀ­πό­στι­χα Εἰ­σο­δί­ων).
Οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι Θε­ο­πά­το­ρες Ἰ­ω­α­κεὶμ καὶ Ἄν­να δὲν παύ­ουν νὰ μᾶς ἐκ­πλήτ­τουν εὐ­χά­ρι­στα, κα­θώς, ἐναλλασσόμενο ἀδιάκοπα τὸ ἐτήσιο ἑορτολόγιο, ἀ­πο­κα­λύ­πτει μπρο­στά μας ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτες πτυ­χὲς τῆς θεοχαρίτωτης ζω­ῆς τους (βλ. καὶ ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 386, Σε­πτ. 2015).
Δὲν πρό­λα­βαν νὰ χα­ροῦν κα­λὰ-κα­λὰ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη τους κο­ρού­λα, ποὺ εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει πρὸς τὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς τους, με­τὰ ἀ­πὸ ἰ­σό­βια σχε­δὸν ἀ­να­μο­νή. Τρί­α χρό­νια ὅ­λα κι ὅ­λα τὴν ἔ­ζη­σαν καὶ τὴ χά­ρη­καν. Μὰ ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ αὐ­τὰ γιὰ νὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σουν στὴν εὐ­γνώ­μο­νη καρ­διά τους τὴ λύ­πη γιὰ τὴ μα­κρὰ πε­ρί­ο­δο τῆς πι­κρῆς ἀ­να­μο­νῆς.
Εἶ­χαν δι­δα­χθεῖ νὰ ἀ­πο­δέ­χον­ται ἤ­ρε­μα τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἂν καὶ ἐ­πώ­δυ­νη ἡ ἀ­να­μο­νή τους, δὲν τοὺς ἐ­ξώ­θη­σε πο­τὲ σὲ ἀλ­λα­γὴ στά­σης ἀ­πέ­ναν­τι στὸν Θε­ό. Ἡ στά­ση τους, στά­ση ἐμ­πι­στο­σύ­νης καὶ ἀ­γά­πης, ἦ­ταν ἀ­πό­λυ­τα στα­θε­ρή, χω­ρὶς νὰ στη­ρί­ζε­ται στὸ δοῦ­ναι καὶ λα­βεῖν. Ἂν καὶ ἀ­δι­ά­λει­πτο τὸ αἴ­τη­μά τους, δὲν ἦ­ταν μο­νό­πλευ­ρα ἀ­παι­τη­τι­κό, ἐ­πί­μο­να ἐ­γω­κεν­τρι­κό. Ζη­τοῦ­σαν καὶ πε­ρί­με­ναν. Χω­ρὶς νὰ βά­ζουν στὸν Θε­ὸ χρο­νο­δι­ά­γραμ­μα. Ζη­τοῦ­σαν καὶ δὲν εἶ­χαν πρό­βλη­μα νὰ ξα­να­ε­πι­στρέ­ψουν μὲ ζη­λευ­τὴ εὐ­χα­ρι­στια­κὴ δι­ά­θε­ση στὸν δω­ρε­ο­δό­τη τὸ δῶ­ρο του. Ἡ Ἄννα θυμᾶται μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν καιρὸ ποὺ παρακαλοῦσε μὲ πίστη καὶ προσευχὴ τὸν Θεὸ νὰ ἀποκτήσει τέκνο καὶ θεωρεῖ ἀπολύτως δίκαιο «μετὰ τόκον τὸ κύημα προσάγειν τῷ παρέχοντι». Νὰ ἀντιπροσφέρει τὸ παιδί της σ’ αὐτὸν ποὺ τῆς τὸ ἔδωσε. Ἀναγνωρίζει ὅτι «νόμιμον ὄντως τὸ ἔργον ἐστίν».
Εἶ­χαν τὸ οὐ­σι­ω­δέ­στε­ρο, τὸν Θε­ό. Δὲν ἦ­ταν καί­ριας ση­μα­σί­ας συ­νε­πῶς γι’ αὐτοὺς σὲ τί­νος τὰ χέ­ρια θὰ βρί­σκον­ταν τὰ δῶ­ρα του. Πρό­θυ­μα τοῦ τὰ ἀν­τι­πρό­σφε­ραν. Ὄ­χι ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη. Ὄ­χι μὲ μί­ζε­ρη, γκρινιάρικη δι­ά­θε­ση. Ἀλ­λὰ μὲ χα­ρά. «Με­τ’ εὐ­φρο­σύ­νης». Καὶ μὲ δι­ά­θε­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Γι’ αὐ­τὸ στὴν ὁ­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα, ὅ­πως εἶ­χαν ὑ­πο­σχε­θεῖ στὸν Θε­ό, ἔ­φε­ραν τὴν τρί­χρο­νη μό­λις θυ­γα­τέ­ρα τους στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, στὸν να­ό, δῶ­ρο, ἀ­φι­έ­ρω­μα σ’ αὐ­τόν. Κα­τα­λά­βαι­ναν πὼς πι­θα­νό­τα­τα δὲν θὰ τὴν ἔ­βλε­παν πο­τὲ ξα­νά. Ἦ­ταν γέ­ροι. (Καὶ πράγ­μα­τι, ὅ­ταν ἡ Πα­να­γί­α - δε­κα­πεν­τά­χρο­νη πλέ­ον - βγῆ­κε ἀ­π’ τὸν να­ό, οἱ γο­νεῖς της δὲν ζοῦ­σαν πιά). Μὰ δὲν θρη­νοῦν γι’ αὐ­τό. Δὲν κλαῖ­νε γιὰ τὸν ἀ­πο­χω­ρι­σμό της. Χαί­ρον­ται ποὺ τὴν προ­σφέ­ρουν στὸν Θε­ό, γιὰ νὰ γί­νει «ἱ­ε­ρὸν ἀ­νά­θη­μα (=ἀφιέρωμα), εὐ­ῶ­δες θυ­μί­α­μα, δο­χεῖ­ον τοῦ ἀ­προ­σί­του καὶ θεί­ου Φω­τός, τοῦ Ἰ­η­σοῦ οἰ­κη­τή­ριον, Θε­ο­μή­τωρ καὶ Θε­ό­νυμ­φος» (Ὑμνολογία τῶν Εἰσοδίων).
Τὸ γνή­σιο τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τους φαί­νε­ται καὶ ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι προ­ε­τοί­μα­σαν καὶ τὴ μι­κρή τους κό­ρη νὰ δε­χθεῖ μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο τὸ γε­γο­νὸς τῆς ἀ­φι­έ­ρω­σης καὶ τοῦ ἀ­πο­χω­ρι­σμοῦ της ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς. Καί, πράγ­μα ἀ­φύ­σι­κο γιὰ παι­δά­κι τρι­ῶν χρο­νῶν, ἡ ὄν­τως χα­ρι­τω­μέ­νη Μα­ρί­α φεύ­γει μὲ χα­ρὰ ἀ­πὸ τὴν ἀγ­κα­λιά τους, ἀ­νε­βαί­νει τὰ σκα­λιὰ τοῦ να­οῦ «πε­ρι­χο­ρεύ­ου­σα (=χορεύοντας), χαί­ρει εἰ­σερ­χο­μέ­νη ἐν τῷ Να­ῷ... Καὶ χαίρουσι σὺν αυτῇ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα τῷ πνεύματι». Οἱ ἅγιοι γεννήτορες, «συζυγία ἡ ἄριστος, Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα χορεύοντες», δὲν θρηνοῦν, ἀλλὰ σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. «Ἡ Ἄννα ἡ ἄμεμπτος ἠγαλλιᾶτο, ὡς δῶρον πολύτιμον τῷ Θεῷ προσφέρουσα ἐν τῷ ναῷ μητρικῶς, Ἰωακεὶμ δὲ σὺν αὐτῇ πανηγυρίζει φαιδρῶς».
Ἡ ἀφιέρωση τῆς κόρης τους στὸν Θεό εἶναι γεγονὸς εὐφρόσυνο γι’ αὐτούς. «Εὐφραίνεται σήμερον φαιδρῶς Ἰωακείμ, καὶ Ἄννα ἡ ἄμεμπτος Κυρίῳ τῷ Θεῷ προσφέρει θυσίαν τὴν δοθεῖσαν αὐτῇ, ἐξ ἐπαγγελίας, ἁγίαν θυγατέρα». Ὄχι μόνο δὲν στενοχωριοῦνται γιὰ τὸν πρόωρο ἀποχωρισμό τους απὸ τὴν ἀγαπημένη τους κόρη, ἀλλὰ ἀντιθέτως παρακινοῦν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ χαροῦν μαζί τους. «Υποδέχου οὖν τὴν ἄχραντον ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Κτίστου σου καὶ χαίρων ψάλλε αὐτῷ», παρακινεῖ τὸν Ζαχαρία «σκιρτῶσα» ἡ Ἄννα.  Ἀ­δι­α­νό­η­τα πράγ­μα­τα γιὰ τὸ φτω­χό μας μυα­λό! Με­γα­λει­ῶ­δες φαι­νό­με­νο καὶ οἱ γο­νεῖς καὶ ἡ κό­ρη! Πῶς νὰ μὴν ἀ­να­κρά­ξει πε­ρι­χα­ρὴς καὶ ἐκ­στα­τι­κὸς «ὁ Βα­ρα­χί­ου υἱ­ός», ὁ προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας καὶ πα­τέ­ρας τοῦ Προ­δρό­μου: «Χαῖ­ρε θαῦ­μα παγ­κό­σμιον»!
Ἐ­μεῖς τώ­ρα; Προ­σφέ­ρου­με τί­πο­τε στὸν Θε­ό; Σταυ­ρώ­νου­με τὰ πά­θη μας καὶ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες μας γιὰ νὰ ἑ­τοι­μά­σου­με καὶ νὰ προ­σφέ­ρου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας «εἰς κα­τοί­κη­σιν» τοῦ παμβασιλέως Θε­οῦ; Θυμούμαστε ὅτι καὶ τὸ δικό μας σῶμα «ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν γίου Πνεύματός ἐστιν» (Α´ Κορ. 6, 19); Πόσο φροντίζουμε αὐτὸν τὸν ναό; Τὸν φυλάγουμε μακριὰ «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 7, 1), ἀγαπώντας «τὴν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου» Του; Καὶ μὲ ποι­ὰ δι­ά­θε­ση τὸ κά­νου­με αὐ­τό; Μὲ προ­θυ­μί­α καὶ χα­ρὰ ἢ μὲ τὴ μί­ζε­ρη ἀ­δι­ά­κο­πη γκρί­νια μας γιὰ τὶς ἀ­τέ­λει­ω­τες (δῆ­θεν) ἀ­παι­τή­σεις τοῦ Θε­οῦ;
Κι ὅ­ταν τὸ παι­δί μας ἢ κά­ποι­ος ἄλ­λος δι­κός μας θέ­λει νὰ ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὸν Θε­ό, πῶς ἀν­τι­δροῦ­με; Κυ­ρι­εύ­ει τό­τε τὴν καρ­διά μας ἡ χα­ρὰ ὅ­πως τοὺς Θε­ο­πά­το­ρες; Ἢ μή­πως τὴν κατακλύζει ἡ πνευ­μα­τι­κὴ μι­ζέ­ρια σὰν ἄλ­λος μο­λυ­σμα­τι­κὸς λοι­μός, μα­ραί­νοντας ἐν τῇ γε­νέ­σει του καὶ πνί­γοντας κά­θε «καλὸν σπέρμα» ποὺ ὁ Θε­ὸς πα­σχί­ζει νὰ φυ­τέ­ψει στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν μας και στὶς δικές μας ψυχές;
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 388, Νοέμβρ. 2015, ἐπηυξημένο)
(Τέλος)




Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820-25861/23075/6980.898.504




Διαδίδω τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ η»

Δεν υπάρχουν σχόλια: