Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Αὐτές πού ἀγάπησαν παράφορα τό Χριστό

a3Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται
νά βγεῖ ἀπό τή στασιµότητα,
στήν ὁποία ὁδηγεῖται
εἴτε ἀπό τή θρησκευτικότητα
εἴτε ἀπό τήν κοσµικότητα,
στήν ὁποία περιορίζεται
καί ἀποθεώνεται ἡ ἀγάπη
ὡς ἐρωτισµός ἤ ὡς σεξουαλικότητα.


Του π. Βαρνάβα Γιάγκου
Μετά τήν φανέρωση τοῦ ἀναστάντα Χριστοῦ στό Θωµᾶ πού ἑορτάσαμε τήν προηγούμενη ἑβδομάδα ἔχουµε καί ἄλλη στίς Μυροφόρες γυναῖκες (Μάρκ. ιε΄ 43 - ιϚ΄ 8). Αὐτές εἶναι οἱ πρῶτες πού λαµβάνουν τήν πληροφορία τῆς Ἀναστάσεως καί οἱ πρῶτες πού Τόν συναντοῦν. 

Ὁ Χριστός δέν κάνει διακρίσεις καί ἀπαντᾶ στόν κάθε ἄνθρωπο, σύµφωνα μέ τή διάθεση τῆς καρδιᾶς του. Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες εἶναι οἱ πρῶτες πού Τόν συναντοῦν καί λαµβάνουν τήν μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὄχι τυχαῖα. Προηγοῦνται αὐτές, γιατί ἀγάπησαν μέ παράφορο πάθος τό Χριστό, καθόσον ἤθελαν μέσα ἀπό τήν καρδιά τους νά Τόν συναντήσουν. Αὐτές πρωτοστατοῦσαν καί στόν πόθο καί στή διάθεση καί στήν ἀγάπη γιά τό Χριστό. 

Πῶς µπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ ὅτι αὐτές περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους μαθητές ἐπεθύµησαν τόν ἀναστάντα Χριστό; Αὐτό διακρίνεται ἀπό τίς πράξεις. Τή στιγµή πού οἱ ἄντρες μαθητές ἦταν συνηγµένοι γιά τό φόβο τῶν Ἰουδαίων σέ κάποιο χῶρο, αὐτές «λίαν πρωί» πηγαίνουν στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ νά Τόν ἀλείψουν μέ ἀρώµατα. Ἡ ἀγάπη τους ξεπερνᾶ τό φόβο, τόν κίνδυνο καί τή δυσκολία. Ναί, νά πᾶνε. Μά πῶς θά κυλήσουν τόν λίθο; Αὐτό εἶναι ἀδύνατο.
Ἡ ἀγάπη τους ὅµως ξεπερνᾶ τή δυσκολία, γίνεται πίστη. 

Ὅταν ἡ ἀγάπη μας δέν ξεπερνᾶ τό συµφέρον μας, δέν ξεπερνᾶ τήν ἐξασφάλιση ἤ τή βεβαιότητα καί τήν ἀσφάλειά μας, δέν εἶναι ριψοκίνδυνη μέσα στόν πόθο συνάντησης τοῦ ἄλλου, δέν εἶναι ἀληθινή ἀγάπη. Ἐκεῖ πάσχουµε, ἐκεῖ εἶναι τό πρόβληµά μας. Ὀργανώνουµε διάφορες θεωρίες, εἴτε κοσµικές εἴτε θρησκευτικές, τῶν ὁποίων ἡ βάση θεωρητικά εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀλλά ἀγνοοῦµε στήν πράξη ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη. 

Ἡ ἀληθινή ἀγάπη, κατά τήν πράξη τῶν μαθητριῶν, εἶναι αὐτή πού ἀναδεικνύει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Δέν µπορεῖς ἀληθινά νά ἀγαπήσεις, ἐάν δέν προβάλεις μέσα σου τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Αὐτή ἡ ἀξία µπορεῖ νά προβληθεῖ µόνο καί ἐφόσον βγεῖς ἀπό τά στενά ὅρια τοῦ συµφέροντός σου, τῆς λογικῆς σου, τῆς ἐξασφάλισης καί τῆς δικαίωσής σου. 
Ἐµεῖς λέµε ὅτι ἀγαποῦµε καί θέλουµε νά μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλά ἡ ἀγάπη μας εἶναι στηριγµένη στό συµφέρον, στούς ἀριθµούς, στίς πράξεις ἤ στή δικαίωση. Ἀδυνατοῦµε νά βγοῦµε ἀπό τίς φοβίες καί τίς ἀνασφάλειές μας, γεγονός πού ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀγάπη μας εἶναι ἀγάπη πού ἔχει ὡς βάση τό προσωπικό συµφέρον, τήν ἀπόλαυση καί τήν ἀντικειµενοποίηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἡ ἀγάπη προσµετρᾶται στό βαθµό τοῦ συμφέροντος ἤ στό βαθµό τῆς ἀπόλαυσης πού κάποιος µπορεῖ νά λάβει ἀπό τόν ἄλλον ἤ ἔστω “ἰσορροπιστικά”, νά δώσει καί νά πάρει. 

Ὅµως ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ δυνατότητα αὐτῆς τῆς “ἐµπαθοῦς” καταστάσεως, αὐτοῦ τοῦ πάθους πού φύτεψε ὁ Θεός μέσα μας νά µεταµορφωθεῖ, νά µετουσιωθεῖ σέ δυνατότητα λόγου ζωῆς, γιά νά µπορῶ διά τοῦ λόγου αὐτοῦ νά κοινωνῶ καί νά τιµῶ τό ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο, τόν ἀδελφό μου. Αὐτός ὁ ἀγώνας εἶναι ὁ προσωπικός ἀγώνας πού κάνουµε. 
Λένε κάποιοι πώς αὐτά εἶναι θεωρητικά. Ὅµως ἡ εὐθύνη μας εἶναι νά γίνουν πράξη γιά τόν κάθε ἕναν ἀπό ἐµᾶς. Ποιός εἶναι ὁ προσωπικός μου ἀγώνας; Ὅταν μέσα μου ὑπάρχει ἡ σύγκρουση γιά τό τί εἶναι σωστό καί τί λάθος, ἄν ὁ ἄλλος μέ ἀδίκησε ἤ ὄχι, ὅταν σκέφτοµαι τί θά λάβω καί τί νά δώσω, ὅταν μέσα μου προβάλλονται τέτοια ἐρωτήµατα, πῶς συνήθως τοποθετοῦμαι; 
Τίς περισσότερες φορές ἀπαντοῦµε παρορµητικά, συναισθηµατικά, ἤ καί ἐκλογικευµένα. «Ἀφοῦ ὁ ἄλλος μέ ἀδίκησε, δέν πρέπει νά προστατέψω τόν ἑαυτό μου;». Αὐτή εἶναι ἡ κοσµική, ἡ ἐμπαθής ἀντιµετώπιση τῶν πραγµάτων. 
Ὑπάρχει ὅµως καί ἡ πνευµατική ἀντιµετώπιση, πού εἶναι ἡ ἀνάγκη ἀνάστασης-διάσωσης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Αὐτό κατορθώνεται, ὅταν διασώσω τό δικό μου πρόσωπο, µετανοήσω, δηλαδή ἀγαπήσω παράφορα τό Χριστό. 
Ἐάν δέν ἀγαπήσω τό Χριστό, θά εἶµαι μιά κακοµοιριά, πού θά παρυφίσταται τοῦ χριστιανικοῦ λόγου, χωρίς νά ἐξασφαλίζει τή χαρά τῆς πνευματικῆς ἡδονῆς μέσα στήν ἀγάπη. 

Ἡ ἡδονή τῆς ἀγάπης εἶναι νά προοδεύει ὁ λόγος τῆς ἀγάπης μέσα στήν ἀνθρώπινη σχέση, ὥστε ἡ ἀγάπη νά µήν καθηλώνεται στή στασιµότητα, ἀλλά νά ὑπάρχει μιά προοδευτική διάθεση,  μέ τήν ὁποία διαρκῶς ἀνακαλύπτεται ὁ ἄλλος καί ἀνακαλύπτοµαι ἐγώ ἀπ᾽ αὐτόν, καί οἱ δύο ἀνακαλυπτόµεθα μέσα στό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. 

Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά βγεῖ ἀπό τή στασιµότητα, στήν ὁποία ὁδηγεῖται εἴτε ἀπό τή θρησκευτικότητα εἴτε ἀπό τήν κοσµικότητα, στήν ὁποία περιορίζεται καί ἀποθεώνεται ἡ ἀγάπη ὡς ἐρωτισµός ἤ ὡς σεξουαλικότητα. Ὁ ἄνθρωπος µπορεῖ νά βγεῖ ἀπό αὐτή τήν κατάσταση, νά κάνει πραγµατική ἔξοδο, ἔξοδο ἐλευθερίας, ἄν µπεῖ σ’ αὐτή τή διαδικασία τῆς ἀνάδειξης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου μέσα ἀπό τήν εὕρεση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ λόγου τῆς ὑπάρξεώς του. 

Ὑπάρχει, βέβαια, ἡ δυνατότητα νά προστατευτεῖ ὁ ἄνθρωπος ψυχολογικά, νά µπεῖ μέσα στά τεχνικά σχήµατα ἄµυνας-σύγκρουσης, σκοπιμότητας. Αὐτά εἶναι µέν σηµαντικά, ἀλλά δέν τόν ἐλευθερώνουν. Μέσα ὅµως στό Λόγο τοῦ Θεοῦ, στό Λόγο τῆς ἀγάπης Του, ὁ ἄνθρωπος πραγµατοποιεῖ ἕνα µεγάλο ἄνοιγµα, ἕνα µεγάλο ἅλµα. 

Ἄν, λοιπόν, δέν μάθει ἡ καρδιά μας νά τρέφεται ἀπό τόν πόθο γιά τό ἀγαπώµενο πρόσωπο κι ἄν ἡ ἀγάπη μας δέν ρισκάρει, δέν ριψοκινδυνεύει τήν προσωπική σχέση μέ τό Θεό· ἄν δέν ξεπεράσουµε τούς φόβους μας τοῦ τύπου: «Ἄχ, θά μέ ἀδικήσει ὁ ἄλλος. Ἐντάξει, νά στραφῶ στό Θεό, ἀλλά θά βρῶ τό Θεό; Μήπως χάσω τόν κόσµο καί δέν ἀπολαύσω τίποτα οὔτε ἀπό τό Θεό;»· ἄν δέν ξεπεράσει ὁ ἄνθρωπος αὐτό τό δίληµµα τοῦ φόβου, ὅτι θά χάσει τίς ἀπολαύσεις τοῦ κόσµου γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δέν θά ἀναστηθεῖ ποτέ ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα του, δέν θά συναντήσει ποτέ τόν Ἀναστάντα Χριστό.

01Από το βιβλίο
«ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» 
π. Βαρνάβα Γιάγκου,
που πρόσφατα κυκλοφορήθηκε 
από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»
(τηλ.: 210 9310605).

Δεν υπάρχουν σχόλια: