Κατά καιρούς μερικοί δυτικοί αντιμετώπισαν το ενδεχόμενο να απομονωθούν ορισμένοι κανόνες της τεχνικής της Γιόγκα, για να χρησιμοποιηθούν μέσα σ’ ένα χριστιανικό πλαίσιο. Και σε έναν ευρύ κύκλο έχει τεθεί το ερώτημα, εάν μπορεί να συνδυασθεί Γιόγκα και Χριστιανισμός. Η προσπάθεια, εν τούτοις, να αποσπασθούν οι ασκήσεις από τις θεωρίες με τις οποίες βρίσκονται σε σύζευξη, φαίνεται σαν απόπειρα διαχωρισμού του μυϊκού συστήματος του ανθρώπου από το νευρικό. Για να πραγματοποιηθεί η ανεξαρτητοποίηση των ασκήσεων της Γιόγκα από την έντονη ινδουιστική ατμόσφαιρα και το ινδουιστικό της ήθος, προϋποτίθεται μια νέα, πρωτότυπη δημιουργία. Σε μια τέτοια περίπτωση, χριστιανική εφαρμογή της Γιόγκα θα σήμαινε ένα είδος ασκήσεως που θα διευκόλυνε τον άνθρωπο να οδηγηθεί σε μια βαθειά σιωπή. Όχι μόνο από εξωτερικούς θορύβους, αλλά κυρίως από τους εσωτερικούς κραδασμούς, που προκαλούν οι επιθυμίες, οι ανησυχίες, οι φαντασίες. Μια σιωπή για να μπορέσει το ανθρώπινο πνεύμα ευκρινέστερα να ακούσει τα μηνύματα του Αγίου Πνεύματος. Αλλά γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να αναζητηθούν μέθοδοι που έχουν χρησιμοποιηθεί με αποτέλεσμα να οδηγήσουν ακριβώς στο αντίθετο, δηλαδή σε μια απόλυτη αυτονομία του ανθρωπίνου πνεύματος και σε μια απίθανη σύγχυση. Αν αυτός ο προβληματισμός απασχολεί τη Δύση, για μας υπάρχει ολόκληρη η ησυχαστική εμπειρία της χριστιανικής Ανατολής.
α) Μερικοί επιχείρησαν να συσχετίσουν την ησυχαστική προσευχή με την Γιόγκα. Οι διαφορές όμως παραμένουν ριζικές. Η ινδουιστική τεχνική ξεκινά από εντελώς διαφορετικές προϋποθέσεις: ακολουθεί σύνθετους, στη δομή και στις συναρτήσεις, δρόμους και κανόνες, που συνδέονται πάντοτε με τις μεταφυσικές αντιλήψεις του Ινδουισμού, για να οδηγήσει αυτόματα στην επιθυμητή κατάσταση.
Για τους ορθοδόξους ησυχαστές, η προσευχή του Ιησού διατηρεί έναν σαφή χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Συνδέεται με τον μυστηριακό μυστικισμό της Εκκλησίας, και με τη θεολογία της χάριτος. Πρόκειται για δώρο του Θεού, όχι για κατάληξη ή επίτευγμα μιας ψυχολογικής τεχνικής και σωματικής γυμναστικής. (Βεβαίως, και ο όρος «γνώση» υιοθετήθηκε από τον 4ο αιώνα στην ορολογία της ασκητικής και μυστικής θεολογίας. Εδώ όμως δίνεται μια εντελώς διαφορετική έννοια). Στον ορθόδοξο μυστικισμό δεν υπάρχει η απόλυτη αυτονομία του ανθρωπίνου πνεύματος. Το κέντρο παραμένει πάντα η εν Χριστώ εμπειρία, η ένταξη στο μυστικό σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία· η προσοικείωση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος διά των μυστηρίων.
β) Το μυστικό βίωμα στην Ορθόδοξη Ανατολή δεν απομονώνει τον άνθρωπο από την εκκλησιαστική κοινότητα. Η νοερά προσευχή σαν κέντρο έχει το όνομα του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Το Χριστό φέρνει στο βάθος της ανθρώπινης καρδιάς, στο μέτρο που αυτή έχει εγκεντρισθεί στο μυστικό σώμα του Χριστού με το βάπτισμα και τη θεία Ευχαριστία. Η προσευχή του Ιησού δεν αντικαθιστά τη λυτρωτική χάρη των μυστηρίων, αλλά τρέφεται απ’ αυτή και συγχρόνως την ενισχύει.
γ) Ο ορθόδοξος μυστικισμός στενά συνδεδεμένος με τον μοναχισμό διατηρεί επίσης έναν προφητικό χαρακτήρα. Υψώνει τη φωνή της προσωπικής εμπειρίας εναντίον καταχρήσεων της εξουσίας, υπερασπίζεται την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, αντιδρά αποφασιστικά στη συμβατικότητα, στη στείρα εξωστρέφεια.
δ) Ο ορθόδοξος μυστικισμός δεν αντιπαρέρχεται την ιστορία· αντίθετα, ποτισμένος από τη βιβλική σκέψη, διατηρεί έντονη και πλατειά ιστορική συνείδηση. Δεν μπορεί να αγνοήσει την ιστορία, ένας πνευματικός δρόμος, ο οποίος στηρίζεται σε δύο αξονικά γεγονότα: ένα του παρελθόντος, τη σάρκωση του Λόγου, και ένα αναμενόμενο, τη δευτέρα έλευσή του. Στον ορθόδοξο μυστικισμό δεν επιδιώκεται η φυγή, όπως γίνεται σε διάφορες τάσεις ινδουιστικής κατευθύνσεως, που ζητούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να ξεφύγει από τις ανακυκλήσεις των μεταβιώσεων. Δεν έχουμε, όπως θα ήθελαν οι Ουπανισάντ, μια απορρόφηση του «άτμαν» μέσα στο απρόσωπο «μπράχμαν», όπως το αλάτι διαλύεται μέσα στον απέραντο ωκεανό. Ουσιώδες στοιχείο της πνευματικής τελειώσεως για τη χριστιανική αντίληψη είναι η ολοκλήρωση του ανθρωπίνου προσώπου, η συνεχής κίνηση, η μετοχή στο ιστορικό γίγνεσθαι, το «αδιακόπως εκτείνεσθαι», μια συνεχής πορεία και ανέλιξη.
ε) Δεν έθρεψε τάσεις απομονώσεως και κοινωνικής αδιαφορίας ο ορθόδοξος μυστικισμός. Αντίθετα με την ηθική του ιδιαιτερότητα καλλιέργησε την κοινωνική ευαισθησία και τη συνείδηση του κοινωνικού καθήκοντος, τονίζοντας ότι η τελειότητα συνίσταται στην αγάπη.
στ) Στηριγμένος επίμονα στα βιβλικά δεδομένα ο ορθόδοξος μυστικισμός απέφυγε τον πειρασμό του πλατωνικού δυαλισμού, ο οποίος επέμενε να βλέπει τον άνθρωπο σαν πνεύμα αιχμαλωτισμένο στην ύλη, και διακήρυξε ότι η αποκάλυψη του Θεού δεν απευθύνεται αποκλειστικά στο πνεύμα, το νου, τη φαντασία, το αίσθημα, σε μερικές μόνο λειτουργίες του άϋλου μέσα μας, λαμβανόμενες χωριστά. Αλλά ότι όλος ο άνθρωπος ανακαινίζεται εν Χριστώ, και ακόμη ότι όλος ο κόσμος πρέπει να τεθεί σε μια διαδικασία μεταμορφωτική.
Αντίθετα με τον χριστιανό μοναχό, που κάνει τον αγώνα του μέσα στο φως της ελπίδας και του ελέους του Θεού, μέσα στη δοξολογική κοινωνία της Εκκλησίας, παραδιδόμενος στη χάρη του Θεού και στην αγάπη Του, ο γιόγκι κάνει έναν αγώνα, στον οποίον αρχικά μεν τον σπρώχνει ένας γκουρού, αλλά στη συνέχεια προχωρεί μόνος του σε μια φοβερή μοναξιά, προσπαθώντας να νεκρώσει κάθε κύτταρο του προσώπου του, διαλυόμενος μέσα στη σιωπή του απρόσωπου απολύτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου