Η Εκκλησίας
τού Χριστού δεν περιορίζει το ενδιαφέρον της μόνο για τούς συνειδητούς πιστούς
αλλά και για κάθε άνθρωπο, επίσημο ή γνωστό, άσημο ή άγνωστο, πιστό ή άπιστο,
ευσεβή ή ασεβή. Ευθυγραμμίζεται με τις υποδείξεις και αναφορές τού αποστόλου
Παύλου στόν μαθητή του και επίσκοπο Εφέσου Τιμόθεο και σε όλα τα μέλη τής
Εκκλησίας.
Στήν ευχή
τών διπτύχων τής θείας Λειτουργίας τού Μεγ. Βασιλείου, ο ιερέας λέει: «Μνήσθητι,
Κύριε, πάσης αρχής και εξουσίας», δηλαδή δεόμεθα στόν Θεό να συμπεριλάβει στήν
πρόνοιά του και όλους όσοι ασκούν εξουσία. Τούς προτρέπει να δέονται, να
προσεύχονται, να παρακαλούν και να ευχαριστούν τόν Θεό για όλους τούς κοσμικούς
άρχοντες, «τούς εν υπεροχή όντας», όσους κατέχουν κοσμικά αξιώματα. Όπως παρατηρεί
ο άγιος Νικόδημος, το σώμα τής Εκκλησίας οφελείται πολλαπλά από αυτήν τήν
πράξη, ακόμη κι αν είναι ασεβείς ή άπιστοι. Διότι: α. αποφεύγεται το μίσος και
η αντιπαλότητα που δεν ταιριάζουν σε έναν πιστό, β. υπάρχει πιθανότητα ο ασεβής
άρχοντας να διορθωθεί και να γίνει καλύτερος, και γ. ημερεύει, μειώνεται ο
αυταρχισμός και η κακία που συνοδεύει πολλούς κοσμικούς ηγέτες.
Με αυτόν
τόν τρόπο δημιουργείται ήρεμο κλίμα ώστε οι πιστοί να επικεντρώνονται στην
χριστιανική τους ζωή αμέριμνα, ήσυχα και ανεμπόδιστα, όπως αναφέρει και ο
Απόστολος. Με άλλα λόγια η κοινωνική ειρήνη βοηθά τα μέγιστα στήν πνευματική
καλλιέργεια τών ανθρώπων, πολύ δε περισσότερο τών πιστών. Να σέβονται τον Θεό
τής αληθείας και να εφαρμόζουν στήν ζωή τους το θείο του θέλημα «εν πάση
ευσεβεία και σεμνότητι». Είναι αυτονόητο ότι χρειάζεται η ειρήνη για να λατρεύουμε
τόν Θεό τής ειρήνης.
Είναι θέλημα
Θεού να προσευχόμαστε για εκείνους που έχουν επιφορτισθεί να κυβερνούν και να
διαχειρίζονται τις βιοτικές ανάγκες και τα προβλήματα τού λαού, όπως αναφέρει
και το αποστολικό κείμενο: «Αυτό είναι καλό και ευπρόσδεκτο από τον Θεό τής
σωτηρίας».
Υπάρχουν όμως
και παρεκκλίσεις από την σοφή αποστολική προτροπή. Πολλοί ζητούν τήν κοινωνική
ειρήνη για να αμαρτάνουν ελεύθερα στήν τρυφή και στίς σαρκικές απολαύσεις. Άλλοι
πάλι εκμεταλλεύονται τήν ανοχή τών ευσεβών πιστών για να εισάγουν διδασκαλίες αντίθετες
με τό Ευαγγέλιο τού Χριστού. Όμως σ΄την περίπτωση αυτή ισχύει ο λόγος τού απ.
Πέτρου: «Πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Ο πιστός δεν μπορεί να
πειθαρχήσει σε πράξεις που προσβάλλουν τό θέλημα τού Θεού.
«Ο ιερεύς»,
γράφει ο άγιος Νικόδημος, «είναι ωσάν ένας κοινός όλης τής οικουμένης πατήρ, και
παραστέκεται ενώπιον τού Θεού, προνοούμενος δι όλους, καθώς δι όλους προνοείται
ο Θεός, τού οποίου είναι ιερεύς». Με τά λόγια αυτά ο όσιος ερμηνεύει το πνεύμα
τού Αποστόλου, που λέει ότι ο Θεός είναι ο «πάντας θέλων σωθήναι και εις
επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Η Εκκλησία
όταν προσεύχεται, προσεύχεται για όλους τούς ανθρώπους. Στα δίπτυχα τής θείας
Λειτουργίας τού ιερού Χρυσοστόμου ο ιερέας λέει: «Έτι προσφέρομέν σοι τήν
λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ τής οικουμένης». Αυτό γίνεται για δύο λόγους: α.
Γιατί ο Θεός είναι η ζώσα αγάπη τού κόσμου και ο Πατέρας όλων τών ανθρώπων.
Θέλημά Του είναι να συμπεριλαμβάνουμε στήν κοινή και ατομική προσευχή μας και
τούς αγαθούς και τούς πονηρούς. Ο ι. Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τήν φράση τής
Κυριακής προσευχής «γενηθήτω τό θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί τής γής», λέει:
«Όπως στόν ουρανό δεν υπάρχει πονηρός, έτσι και στήν γή δεν πρέπει να υπάρχει
πονηρός». Δηλαδή με τήν προσευχή μας ευχόμαστε να διατηρήσει ο Θεός τούς
αγαθούς «εν αγαθότητι» και τούς πονηρούς να τούς μεταβάλλει σε αγαθούς, «τούς πονηρούς
αγαθούς ποίησον»,
β. Για να έλθουν όλοι «εις επίγνωσιν αληθείας», δηλαδή να
διδαχθούν, να φωτισθούν, να αντιληφθούν, να συγκατατεθούν και να αποδεχθούν τήν
πίστη στόν αληθινό Θεό. Να έλθουν σε κατανόηση «τελειωτέρας γνώσεως», να
γνωρίσουν τήν αποκάλυψη τής Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος. Το
μυστήριο τής Θεότητας, που είναι η κορωνίδα τής χριστιανικής πίστεως, δεν
μπορεί ο άνθρωπος με τόν περιορισμένο νού του να τό προσεγγίσει. Μόνο ο Χριστός,
που είναι «μεσίτης Θεού και ανθρώπων», όχι μόνο διά προσευχής αλλά και έμπρακτα
έχει τήν δύναμη να μας οδηγήσει «εις πάσαν τήν αλήθειαν». Επειδή ο άνθρωπος «κεκοινώνηκε
σαρκός και αίματος», δηλαδή πλάσθηκε με ψυχή και σώμα, και ο Υιός τού Θεού
σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος σαν και μας για να μεταδώσει τα δικά του χαρίσματα
στήν ανθρώπινη φύση, όπως γράφει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Δηλαδή τήν
κάθαρση, τήν δικαίωση, τόν φωτισμό, τόν αγιασμό και τήν θέωση. Ώστε όποιος
κοινωνεί τού Χριστού, μετέχει τής αγνότητάς του, δικαιώνεται από τήν θυσία του
στόν Σταυρό, φωτίζεται από τήν Ανάστασή Του και οδηγείται στήν γνώση τού Θεού
Πατρός, που τόν απέστειλε στόν κόσμο. Διότι ο Χριστός είναι Θεός «εκ Θεού
προερχόμενος» κατά τον Μέγα Βασίλειο. Και αγιάζει, με τήν χάρη τού Παναγίου
Πνεύματος που Εκείνος απέστειλε, «πάντα άνθρωπον ερχόμενον είς τόν κόσμον».
Με τόν
τρόπο αυτόν ο άνθρωπος γίνεται πιστός Θεού Τριαδικού, χωρίς να Τον διαιρεί,
αλλά να διακρίνει με ευλάβεια τα θεία πρόσωπα τού Πατρός, τού Υιού και τού
Αγίου Πνεύματος. Ο Μ. Βασίλειος λέει: «Ή σιωπή τιμάσθω τα άρρητα, ή ευσεβώς
αριθμήσθω τα άγια», με τήν σιωπή μας μπορούμε να ζούμε «τό τής ευσεβείας
μυστήριον», αλλά μπορούμε να ομολογούμε παντού με σεβασμό και ταπείνωση τήν
παρουσία τής Αγίας Τριάδος. Επειδή «είς Θεός», δηλαδή ο Πατήρ, λέει ο
Απόστολος, και «είς μεσίτης», δηλαδή ο Υιός τού Θεού, ο Χριστός, μία είναι και
η αλήθεια τού Θεού που με «τό Πνεύμα τής αληθείας» γίνεται κατανοητή. Και η
κατανόηση αυτή αφορά όλη τήν οικουμένη.
Αρχιμ. Χ.Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου