Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου – «Το μαρτύριο για τον πιστό είναι πανηγύρι».
- Δύσκολα χρόνια!… θα περάσουμε τράνταγμα. Ξέρετε τί θα πη τράνταγμα; Αν δέν έχετε λίγη κατάσταση πνευματική, δέν θα αντέξετε. Θεός φυλάξοι, θα φθάσουμε να έχουμε ακόμη και άρνηση πίστεως. Κοιτάξτε να αδελφωθητε, να ζήσετε πνευματικά, να γαντζωθήτε στον Χριστό. Άν γαντζωθήτε στον Χριστό, δέν θα φοβάστε ούτε διαβόλους ούτε μαρτύρια. Οι άνθρωποι στον κόσμο έχουν άπό πολλές πλευρές στριμώγματα, φόβους. Αλλά, όταν κανείς είναι κοντά στον Χριστό, τί να φοβηθή; Θυμάστε τον Αγιο Κήρυκο; Τριών χρονών ήταν καί, Όταν πήγε να τον… κατηχήση ο τύραννος, του έδωσε μια κλωτσιά. Διαβάστε Συναξάρια. τα Συναξάρια πολύ βοηθούν, γιατί συνδέεται κανείς με τους Αγίους και φουντώνει μέσα του η ευλάβεια και η διάθεση για θυσία.
Αυτή η ζωή δέν είναι για βόλεμα. θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, τουλάχιστον να πεθάνουμε σωστά! μια που δέν κάνουμε τίποτε άλλο, άν μας αξιώση ο Θεός για ένα μαρτύριο, καλά δέν θα είναι; μια μέρα ήρθε στο Καλύβι ένας βουρδουνάρης με κλάματα και μου είπε: «Μη μείνης μόνος σου απόψε. Σκέφτονται να σε σκοτώσουν». «Ποιοι;», του λέω. «Είναι πέντε-εξι», μου λέει. Συνόδευε πέντε-εξι άθεους. Ποιος ξέρει τί προγράμματα είχαν για το Αγιον Όρος. Τον πέρασαν για χαζούλη και μιλούσαν μπροστά του. Μόλις τ’ άκουσε εκείνος, ήρθε και μου το είπε. Το βράδυ, όταν ξάπλωσα, άκουσα κουδουνάκι άπό σκυλί. Κοιτάω άπό το παράθυρο και βλέπω τρία παλληκάρια. «Άνοιξε, ρε Παππού», φωνάζουν. «Έ, παλληκάρια, τί θέλετε τέτοια ώρα και γυρίζετε; Δέν έχετε μυαλό; θα σας πάρουν για ύποπτους, τους λέω. Τους άλλους τους έβαλαν φυλακή. Όρεξη για κουβέντες δέν έχω». «Να ‘ρθούμε αύριο; τί ώρα;». «Εσείς ελάτε αύριο ό,τι ώρα θέλετε κι εγώ, άν μπορώ, θα σας δώ». Τους έδιω¬ξα. Βλέπω ότι το φώς του φακού δέν συνέχισε. Είχαν σταματήσει πιο πάνω. Σηκώθηκα, ντύθηκα, έβαλα το σχήμα μου και τους περίμενα• είχα μια ειρήνη μέσα μου! την άλλη μέρα ήρθαν τρεις τριάδες, αλλά δέν ήταν κα¬νείς άπό εκείνους. Φυσικά σε μένα ξέρουν ότι χρήματα δέν θα βρουν να πάρουν, γιατί δέν έχω. Μόνο για πνευ¬ματικά θέματα τα βάζουν μαζί μου.
Μιά άλλη φορά ήρθε ένας στο Καλύβι που ήταν σω¬ματώδης σάν γορίλλας και κάθησε σε μια άκρη. Εκείνη την ώρα έλεγα σε μια παρέα: «Βρέ, μόνο για παρελάσεις είστε, όχι για μάχες. Θυσιάσθηκε ο Χριστός. Έχουμε Ορθοδοξία. Μαρτύρησαν Άγιοι που μας βοηθούν ακόμη. Άν δέν είχαν πέσει αυτοί, ποιος ξέρει τί θα ήμασταν». Όλα αυτά τον είχαν εξοργίσει. Ερχόταν, έφευγε ο κόσμος, αυτός καθόταν εκεί• είχε τον σκοπό του. Ήταν ένα κρύο πράγ¬μα. Τελικά έφυγαν και οι τελευταίοι. «Νύχτωσε, του λέω, άντε, που θα πάς;». «Δέν με απασχολεί το θέμα», μου λέει «Με απασχολεί εμένα, του λέω, άντε να πάς». Ορμάει τότε επάνω μου και με αρπάζει άπό τον λαιμό.«Ε, βρέ σύ, με τους θεούς σου», μου λέει. Όταν άκουσα να μου λέη «τους θεούς σου», ένιωσα σάν να έβρισε τον Θεό. Τί, ειδωλολά¬τρης είμαι εγώ; «Ποιους θεούς, βρέ αθεόφοβε; του λέω. Εγώ έναν Τριαδικό Θεό λατρεύω. Άντε φύγε άπό ‘δώ!» του έδωσα μια σπρωξιά, σωριάστηκε κάτω και μαζεύτη¬κε κουβάρι. Πώς βγήκε έξω άπό την πόρτα και εγώ δέν κατάλαβα. «Άν με κρεμάσουν ανάποδα, σκέφθηκα, για να με βασανίσουν, θα πάη η κήλη στην θέση της»! Αυτός είχε καθήσει στο τέλος, γιατί, φαίνεται, ήθελε να με ξεκάνη, αφού μ’ άρπαξε άπό τον λαιμό να με πνίξη.
Αυτή η ζωή δέν είναι για βόλεμα. θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, τουλάχιστον να πεθάνουμε σωστά! μια που δέν κάνουμε τίποτε άλλο, άν μας αξιώση ο Θεός για ένα μαρτύριο, καλά δέν θα είναι; μια μέρα ήρθε στο Καλύβι ένας βουρδουνάρης με κλάματα και μου είπε: «Μη μείνης μόνος σου απόψε. Σκέφτονται να σε σκοτώσουν». «Ποιοι;», του λέω. «Είναι πέντε-εξι», μου λέει. Συνόδευε πέντε-εξι άθεους. Ποιος ξέρει τί προγράμματα είχαν για το Αγιον Όρος. Τον πέρασαν για χαζούλη και μιλούσαν μπροστά του. Μόλις τ’ άκουσε εκείνος, ήρθε και μου το είπε. Το βράδυ, όταν ξάπλωσα, άκουσα κουδουνάκι άπό σκυλί. Κοιτάω άπό το παράθυρο και βλέπω τρία παλληκάρια. «Άνοιξε, ρε Παππού», φωνάζουν. «Έ, παλληκάρια, τί θέλετε τέτοια ώρα και γυρίζετε; Δέν έχετε μυαλό; θα σας πάρουν για ύποπτους, τους λέω. Τους άλλους τους έβαλαν φυλακή. Όρεξη για κουβέντες δέν έχω». «Να ‘ρθούμε αύριο; τί ώρα;». «Εσείς ελάτε αύριο ό,τι ώρα θέλετε κι εγώ, άν μπορώ, θα σας δώ». Τους έδιω¬ξα. Βλέπω ότι το φώς του φακού δέν συνέχισε. Είχαν σταματήσει πιο πάνω. Σηκώθηκα, ντύθηκα, έβαλα το σχήμα μου και τους περίμενα• είχα μια ειρήνη μέσα μου! την άλλη μέρα ήρθαν τρεις τριάδες, αλλά δέν ήταν κα¬νείς άπό εκείνους. Φυσικά σε μένα ξέρουν ότι χρήματα δέν θα βρουν να πάρουν, γιατί δέν έχω. Μόνο για πνευ¬ματικά θέματα τα βάζουν μαζί μου.
Μιά άλλη φορά ήρθε ένας στο Καλύβι που ήταν σω¬ματώδης σάν γορίλλας και κάθησε σε μια άκρη. Εκείνη την ώρα έλεγα σε μια παρέα: «Βρέ, μόνο για παρελάσεις είστε, όχι για μάχες. Θυσιάσθηκε ο Χριστός. Έχουμε Ορθοδοξία. Μαρτύρησαν Άγιοι που μας βοηθούν ακόμη. Άν δέν είχαν πέσει αυτοί, ποιος ξέρει τί θα ήμασταν». Όλα αυτά τον είχαν εξοργίσει. Ερχόταν, έφευγε ο κόσμος, αυτός καθόταν εκεί• είχε τον σκοπό του. Ήταν ένα κρύο πράγ¬μα. Τελικά έφυγαν και οι τελευταίοι. «Νύχτωσε, του λέω, άντε, που θα πάς;». «Δέν με απασχολεί το θέμα», μου λέει «Με απασχολεί εμένα, του λέω, άντε να πάς». Ορμάει τότε επάνω μου και με αρπάζει άπό τον λαιμό.«Ε, βρέ σύ, με τους θεούς σου», μου λέει. Όταν άκουσα να μου λέη «τους θεούς σου», ένιωσα σάν να έβρισε τον Θεό. Τί, ειδωλολά¬τρης είμαι εγώ; «Ποιους θεούς, βρέ αθεόφοβε; του λέω. Εγώ έναν Τριαδικό Θεό λατρεύω. Άντε φύγε άπό ‘δώ!» του έδωσα μια σπρωξιά, σωριάστηκε κάτω και μαζεύτη¬κε κουβάρι. Πώς βγήκε έξω άπό την πόρτα και εγώ δέν κατάλαβα. «Άν με κρεμάσουν ανάποδα, σκέφθηκα, για να με βασανίσουν, θα πάη η κήλη στην θέση της»! Αυτός είχε καθήσει στο τέλος, γιατί, φαίνεται, ήθελε να με ξεκάνη, αφού μ’ άρπαξε άπό τον λαιμό να με πνίξη.
Όποιος άποφασίση τον θάνατο δέν φοβάται τίποτε
Σήμερα, για να μπορέση ο άνθρωπος να αντιμετωπίση τις δυσκολίες που συναντά, πρέπει να έχη μέσα του τον Χριστό, άπό τον οποίο θα παίρνη θεία παρηγοριά, για να έχη κάποια αυταπάρνηση. Αλλιώς σε μια δύσκο¬λη στιγμή, τί θα γίνη; Διάβασα κάπου ότι ο Αβδούλ-Πασάς είχε πάρει πεντακόσιους νέους άπό το Άγιον Όρος. Άλλοι άπό αυτούς ήταν δόκιμοι και άλλοι είχαν πάει εκεί, για να κρυφτούν. Τότε φαίνεται με την Επανάσταση κατέφευγαν στο Άγιον Όρος, για να γλυτώσουν, επειδή οι Τούρκοι μάζευαν νέα παιδιά, να τα κάνουν Γε¬νίτσαρους. ο Αβδούλ-Πασάς τους νέους που έπαιρνε, αν δέν αρνιόνταν τον Χριστό, τους κρεμούσε στον Πύρ¬γο, στην Ουρανούπολη. Από τόσους που πήρε άπό το Αγιον Όρος μόνον πέντε μαρτύρησαν, ενώ οι άλλοι αρνήθηκαν τον Χριστό και έγιναν Γενίτσαροι. Χρειάζεται παλληκαριά• δεν είναι παίξε-γέλασε. Αν έχη κανείς κακομοιριά, φιλαυτία, δεν έχει θεϊκή δύναμη μέσα του, και τότε πώς να αντιμετωπίση μια τέτοια δυσκολία;
Μου έκανε εντύπωση αυτό που μου είπε ένας επίσκοπος άπό το Πατριαρχείο. του είχα πει: «Μά τί κατάστα¬ση είναι αυτή; Άπό την μια ο Οικουμενισμός, άπό την άλλη ο Σιωνισμός, ο σατανισμός!… Σε λίγο θα προσκυνούμε τον διάβολο με τα δυο κέρατα αντί για τον δικέφαλο αετό». «Σήμερα, μου λέει, δύσκολα βρίσκεις επισκόπους σάν τον επίσκοπο Καισαρείας Παϊσιο τον Β’». ο Παΐσιος ο Β’ τί έκανε; Πήγαινε στον Σουλτάνο για τα αιτήματα του με ένα σχοινί δεμένο στην μέση, αποφασι¬σμένος δηλαδή να τον κρεμάσουν οι Τούρκοι. Σάν να έλεγε στον Σουλτάνο: «Μήν ψάχνης σχοινί και χασομεράς• άμα θέλης να με κρεμάσης, έτοιμο το έχω το σχοινί». για τα δύσκολα θέματα αυτόν έστελναν στον Σουλτάνο. Πολλές φορές γλύτωσε το Πατριαρχείο σε δύσκολες περιστάσεις. Στα γεράματα του τον έβαζαν επάνω σε ένα άλογο, μέσα σε ένα κοφίνι, έβαζαν και ένα άλλο κοφίνι με βάρος άπό την άλλη μεριά και τον πήγαιναν στην Πόλη. μια φορά οι Τούρκοι είχαν βγάλει ένα φιρμάνι, να επιστρατεύωνται οι Έλληνες στον τουρκικό στρατό. οι Χριστιανοί δυ¬σκολεύονταν να υπηρετούν μαζί με τους Τούρκους, γιατί δέν μπορούσαν να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθή¬κοντα. οι Ρώσοι έν τω μεταξύ είχαν πει τότε στους Τούρκους, να μήν εμποδίζουν τους Έλληνες να τηρούν τα χριστιανικά τους καθήκοντα. Κάλεσε ο Πατριάρχης τον Παϊσιο και τον έστειλε στον Σουλτάνο. Παρουσιάσθηκε τότε εκείνος στον Σουλτάνο πάλι με ένα σχοινί δεμένο στην μέση. Του λέει ο Σουλτάνος: «Οι Έλληνες πρέπει να επιστρατεύωνται, για να υπηρετούν την πατρίδα». Τότε ο Παΐσιος του λέει: «Ναί, κι εγώ συμφωνώ να επιστρατεύωνται οι Έλλη¬νες, γιατί αυτά τα μέρη είναι από παλιά των γκιαούρηδων. Επειδή όμως έχουμε διαφορετική θρησκεία, πρέπει να έχουν ξεχωριστό στρατόπεδο, να είναι χωριστός στρατός και να έχουν δικούς τους αξιωματικούς κ.λπ., για να εκτελούν και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Δέν μπορούν να κάνουν μαζί μ’ εσάς προσευχή• εσείς να έχετε ραμαζάνι και ‘μεϊς τα Φώτα»! Σκέφθηκε ο Σουλτάνος: «Να οπλισθούν οι Χριστιανοί; Είναι επικίνδυνο». «Όχι, όχι, καλύτερα να μήν επιστρατεύωνται», του απαντάει. μια άλλη φορά οι Αρμένιοι ζήτησαν άπό τον Σουλτάνο να τους δώση το Μπαλουκλή και κατάφεραν να πάρουν την έγκρι¬ση του. Μετά πήγε ο Παϊσιος στον Σουλτάνο να συζητήση αυτό το θέμα. «Το Μπαλουκλή, του λέει ο Σουλτάνος, είναι περιουσία των παππούδων των Αρμενίων και πρέ¬πει να το πάρουν οι Αρμένιοι». «Ναί, του λέει ο Παΐσιος, πρέπει να το πάρουν, γιατί, όταν γνωρίζουμε ότι ένας τό¬πος είναι περιουσία των παππούδων μας, πρέπει να τον παίρνουμε. Δώστε μου ένα έγγραφο να υπογράψω και εγώ για το Μπαλουκλή, γιατί ήρθα ως αντιπρόσωπος του Πατριαρχείου». Υπέγραψε και αυτός. Ύστερα βγάζει ένα φλουρί κωνσταντινάτο και λέει: «Να πάρουν λοιπόν οι Αρμένιοι το Μπαλουκλή, αλλά και εμείς πρέπει να πά¬ρουμε την Αγιά-Σοφιά, γιατί είναι δική μας• είναι των παππούδων μας και πρέπει να μας την δώσετε», και δεί¬χνει το κωνσταντινάτο φλουρί! Είχε πάρει μαζί του και έναν από τους αξιωματούχους Ρώσους που είχαν έρθει τότε στην Πόλη με ένα καράβι, για να έχη και μάρτυρα. Οπότε ο Σουλτάνος βρέθηκε σε δύσκολη θέση και ανα¬κάλεσε την απόφαση για το Μπαλουκλή. «Όχι, όχι, είναι δικό σας το Μπαλουκλή», του είπε ο Σουλτάνος. Γιατί ή έπρεπε να ανακαλέση την απόφαση για το Μπαλουκλή, ή να δώση στους Έλληνες την Άγια-Σοφιά. Βλέπετε πώς τους έφερνε σβούρα; Κι αυτό, γιατί είχε αποφασίσει τον θάνατο. Άν δέν αποφασίση κανείς τον θάνατο, τίποτε δέν γίνεται. Όλα από ‘κεϊ ξεκινούν.
Μου έκανε εντύπωση αυτό που μου είπε ένας επίσκοπος άπό το Πατριαρχείο. του είχα πει: «Μά τί κατάστα¬ση είναι αυτή; Άπό την μια ο Οικουμενισμός, άπό την άλλη ο Σιωνισμός, ο σατανισμός!… Σε λίγο θα προσκυνούμε τον διάβολο με τα δυο κέρατα αντί για τον δικέφαλο αετό». «Σήμερα, μου λέει, δύσκολα βρίσκεις επισκόπους σάν τον επίσκοπο Καισαρείας Παϊσιο τον Β’». ο Παΐσιος ο Β’ τί έκανε; Πήγαινε στον Σουλτάνο για τα αιτήματα του με ένα σχοινί δεμένο στην μέση, αποφασι¬σμένος δηλαδή να τον κρεμάσουν οι Τούρκοι. Σάν να έλεγε στον Σουλτάνο: «Μήν ψάχνης σχοινί και χασομεράς• άμα θέλης να με κρεμάσης, έτοιμο το έχω το σχοινί». για τα δύσκολα θέματα αυτόν έστελναν στον Σουλτάνο. Πολλές φορές γλύτωσε το Πατριαρχείο σε δύσκολες περιστάσεις. Στα γεράματα του τον έβαζαν επάνω σε ένα άλογο, μέσα σε ένα κοφίνι, έβαζαν και ένα άλλο κοφίνι με βάρος άπό την άλλη μεριά και τον πήγαιναν στην Πόλη. μια φορά οι Τούρκοι είχαν βγάλει ένα φιρμάνι, να επιστρατεύωνται οι Έλληνες στον τουρκικό στρατό. οι Χριστιανοί δυ¬σκολεύονταν να υπηρετούν μαζί με τους Τούρκους, γιατί δέν μπορούσαν να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθή¬κοντα. οι Ρώσοι έν τω μεταξύ είχαν πει τότε στους Τούρκους, να μήν εμποδίζουν τους Έλληνες να τηρούν τα χριστιανικά τους καθήκοντα. Κάλεσε ο Πατριάρχης τον Παϊσιο και τον έστειλε στον Σουλτάνο. Παρουσιάσθηκε τότε εκείνος στον Σουλτάνο πάλι με ένα σχοινί δεμένο στην μέση. Του λέει ο Σουλτάνος: «Οι Έλληνες πρέπει να επιστρατεύωνται, για να υπηρετούν την πατρίδα». Τότε ο Παΐσιος του λέει: «Ναί, κι εγώ συμφωνώ να επιστρατεύωνται οι Έλλη¬νες, γιατί αυτά τα μέρη είναι από παλιά των γκιαούρηδων. Επειδή όμως έχουμε διαφορετική θρησκεία, πρέπει να έχουν ξεχωριστό στρατόπεδο, να είναι χωριστός στρατός και να έχουν δικούς τους αξιωματικούς κ.λπ., για να εκτελούν και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Δέν μπορούν να κάνουν μαζί μ’ εσάς προσευχή• εσείς να έχετε ραμαζάνι και ‘μεϊς τα Φώτα»! Σκέφθηκε ο Σουλτάνος: «Να οπλισθούν οι Χριστιανοί; Είναι επικίνδυνο». «Όχι, όχι, καλύτερα να μήν επιστρατεύωνται», του απαντάει. μια άλλη φορά οι Αρμένιοι ζήτησαν άπό τον Σουλτάνο να τους δώση το Μπαλουκλή και κατάφεραν να πάρουν την έγκρι¬ση του. Μετά πήγε ο Παϊσιος στον Σουλτάνο να συζητήση αυτό το θέμα. «Το Μπαλουκλή, του λέει ο Σουλτάνος, είναι περιουσία των παππούδων των Αρμενίων και πρέ¬πει να το πάρουν οι Αρμένιοι». «Ναί, του λέει ο Παΐσιος, πρέπει να το πάρουν, γιατί, όταν γνωρίζουμε ότι ένας τό¬πος είναι περιουσία των παππούδων μας, πρέπει να τον παίρνουμε. Δώστε μου ένα έγγραφο να υπογράψω και εγώ για το Μπαλουκλή, γιατί ήρθα ως αντιπρόσωπος του Πατριαρχείου». Υπέγραψε και αυτός. Ύστερα βγάζει ένα φλουρί κωνσταντινάτο και λέει: «Να πάρουν λοιπόν οι Αρμένιοι το Μπαλουκλή, αλλά και εμείς πρέπει να πά¬ρουμε την Αγιά-Σοφιά, γιατί είναι δική μας• είναι των παππούδων μας και πρέπει να μας την δώσετε», και δεί¬χνει το κωνσταντινάτο φλουρί! Είχε πάρει μαζί του και έναν από τους αξιωματούχους Ρώσους που είχαν έρθει τότε στην Πόλη με ένα καράβι, για να έχη και μάρτυρα. Οπότε ο Σουλτάνος βρέθηκε σε δύσκολη θέση και ανα¬κάλεσε την απόφαση για το Μπαλουκλή. «Όχι, όχι, είναι δικό σας το Μπαλουκλή», του είπε ο Σουλτάνος. Γιατί ή έπρεπε να ανακαλέση την απόφαση για το Μπαλουκλή, ή να δώση στους Έλληνες την Άγια-Σοφιά. Βλέπετε πώς τους έφερνε σβούρα; Κι αυτό, γιατί είχε αποφασίσει τον θάνατο. Άν δέν αποφασίση κανείς τον θάνατο, τίποτε δέν γίνεται. Όλα από ‘κεϊ ξεκινούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου