Στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή περιγράφεται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ πού κραυγάζει στόν Ἰησοῦ καί Κύριό μας νά τόν ἐλεήσει. Ἡ κραυγή του εἶναι κραυγή πόνου, ἀπελπισίας, ἀπόγνωσης καί ταλαιπωρίας, πού προέρχεται ἀπό τήν ἀσθένεια καί τήν τυφλότητά του, ἀλλά ταυτόχρονα καί κραυγή εὐλάβειας καί ἐλπίδας γιά τό μέλλον.
Τό πλησίασμα στόν Χριστό
Ὁ τυφλός πλησιάζει τόν Χριστό γιατί πιστεύει πώς εἶναι ἡ τελευταία του ἐλπίδα νά θεραπευθεῖ καί νά συνεχίσει τήν ζωή του. Εἶναι κραυγή εἰλικρινοῦς μετάνοιας καί πίστης πώς μπροστά του βρίσκεται ὁ ἀληθινός Υἱός τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά τόν εὐεργετήσει καί νά τοῦ προσφέρει τό πολύτιμο ἀγαθό τῆς ὑγείας.
Ὅταν ὁ Χριστός τόν ρωτάει, ὁ τυφλός ἀπαντᾶ, ἀπόλυτα παραδομένος στό ἔλεος τοῦ Μεσσία, λέγοντας «θέλω νά ξαναδῶ». Ὁ Χριστός διαπιστώνει τήν εἰλικρινή καί βαθιά πίστη τοῦ τυφλοῦ, πού «βλέπει» καί ἀναγνωρίζει τόν «Υἱό Δαυΐδ», καί ἐνῶ περιβάλλεται ἀπό ὄχλο πολύ, ὡστόσο τόν παραμερίζει γιά νά ἀκούσει τίς κραυγές ἱκεσίας ἑνός τυφλοῦ ἐπαίτη. Καί τόν θεραπεύει λέγοντάς του «ἀνάβλεψε, ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε».
Ἡ ἀνθρώπινη κραυγή
Πόνος, ἀπόγνωση, πένθη, ἧττες πνευματικές, θεομηνίες, ἀσθένειες, δοκιμασίες, προκαλοῦν στήν ζωή μας μιά πελώρια συναυλία κραυγῶν καί παραπόνων, ὡς κραυγή εἴτε ἱκεσίας εἴτε ὀλιγοπιστίας. Εἶναι ἀξιοσημείωτο πώς ἡ Καινή Διαθήκη ἀναφέρει τίς κραυγές φόβου καί ἀπιστίας πού προέρχονται ἀπό τούς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦσαν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ, πού Τόν εἶδαν τόσες φορές νά θαυματουργεῖ καί νά διδάσκει, ἀδυνατοῦσαν ἀρχικά νά καταλάβουν τό βαθύτερο νόημα τῶν πράξεων τοῦ Κυρίου. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ ἐμᾶς κάποιες φορές. Δέν εἴμαστε ἕτοιμοι νά κατανοήσουμε σέ βάθος τό ἔργο, τήν διδασκαλία, τήν σιωπή καί τίς ἐνέργειες τοῦ Κυρίου. Βγάζουμε κραυγές φόβου καί ὀλιγοπιστίας λέγοντάς του «Ἐάν, Κύριε, Ἐσύ θέλεις…ὅλα γίνονται». Καί ὁ Χριστός ἀπαντᾶ μέ ἕνα ἄλλο «ἐάν»: «Ἐάν πιστεύεις, ὅλα εἶναι δυνατά σέ αὐτόν πού πιστεύει».
Ἔτσι ἡ κραυγή μας, μπροστά στήν ἀναξιότητα τῶν ἀνθρώπινων λόγων καί τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, γίνεται παράκληση καί «μετά προθυμίας καί σπουδαίας διανοίας ἱκεσία», καί δέν εἶναι ἁπλῶς ἀνούσιες λέξεις. Αὐτό πού ἀξίζει νά ζητήσει ὁ πιστός μέ δυνατή κραυγή δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ προσευχόμενη καρδιά
Προσευχή εἶναι νά στέκεσαι ἐνώπιον τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέ τόν νοῦ σου στήν καρδιά. Ἄν δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χωρίς τόν Θεό, τότε δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χωρίς προσευχή, γιατί μέ τήν προσευχή προσεγγίζουμε τόν Θεό καί στεκόμαστε μέ παρρησία ἐνώπιόν Του, γινόμαστε κοινωνοί τῆς ζωῆς καί μάρτυρες τῆς Βασιλείας Του. Στήν καρδιά μας δέ καταλήγουμε νά βλέπουμε τούς ἑαυτούς μας ὡς ἁμαρτωλούς στήν ἀγκαλιά τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἀκριβῶς τό ὅραμα μᾶς κάνει νά ἀνακράζουμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό».
Ἡ προσευχή τῆς καρδιᾶς μᾶς προκαλεῖ νά μήν κρύβουμε ἀπολύτως τίποτε ἀπό τόν Θεό καί νά παραδιδόμαστε ἄνευ ὅρων στό ἔλεός Του. Ἀπό τήν ἴδια της τήν φύση μία τέτοια προσευχή μεταμορφώνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή μας «εἰς Χριστόν», ἀκριβῶς ἐπειδή ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς μας στήν ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ μας, καθώς καί στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
† Ὁ Φ. Ἀ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου