Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

Η κυρά της Ρῷ - Ἡ Ἄλλη Ἑλλάδα

 Ἡ Παράξενη Ἡσυχία του Καστελλόριζου


Εἶμαι ἕνα νησί 

ποὺ κάποτε τὸ πούλησαν. 

Ξένοι σὲ ξένους. 

Σὲ καλὴ τιμή. 

Καὶ ἔκτοτε 

πωλεῖται συνεχῶς. 

Σὲ τιμὴ εὐκαιρίας πλέον. 

Γιατί οἱ πωλητὲς δὲν εἶναι πιὰ ξένοι. 

Εἶναι οἱ δικοί. 

Κι αὐτὸ πονάει. 

Γι’αυτό σιωπῶ. 

Γιατι ἔτσι κάνουμε ἐμεῖς τὰ νησιά. 

Ὅταν πονᾶμε 

σιωποῦμε... 


Καὶ τὸ σῶμα 

τὸ σκεβρωμένο 

τὸ μαραμένο 

τὸ παραδόξως ἀκμαῖο 

κάτω ἀπ’το ἱστίο. 


Ἡ κυρά της Ρῷ



Τὶς νύχτες ἐδῶ 

φυσᾶ ἕνα ἀεράκι 

λίγο σὰ γιασεμί 

λίγο σὰ λεμονανθός. 

Πάντως ἕνα εἶναι σίγουρο 

καὶ τὸ ξέρω: 

Ἔρχεται ἀπ’απέναντι. 

Γιατι τὶς ψυχὲς τὶς ξερίζωσαν. 

Τὶς λεμονιὲς πῶς νὰ τὶς ξεριζώσεις; 

Κι ἂν τὶς κάψεις 

αὐτὲς ξαναπετοῦν. 

Χρόνια μετά. 

Ξαναπετοῦν. 

Καὶ οἱ λεμονανθοί 

μοσχοβολοῦν 

καὶ μυρίζουν γάμο. 


Καὶ τὰ γιασεμιὰ εἶναι καλά. 

Μὰ οἱ λεμονανθοὶ μὲ παρηγοροῦν. 

Εἶναι σὰ νὰ λένε: 

“-Κοίτα τίποτα δὲ χάθηκε. 

Ναί, αἷμα. 

Ναί, φωτιά. 

Ναί, δάκρυα. 

Ναί, ξεριζωμός. 

Μὰ κοίτα! 

Ἐμεῖς ξανανθίσαμε. 

Μᾶς πῆρε χρόνια πολλά, 

μπορεῖ καὶ ἑκατό... 

Μπορεῖ καὶ παραπάνω. 

Λεμονιὲς εἴμαστε. 

Δὲν ξέρουμε ἀπὸ μέτρημα. 

Πάντως ἀνθίσαμε. 

Καὶ κανεὶς δὲν τὸ πῆρε εἴδηση. 

Μόνον ἐσύ, κυρά μου. 


Γιατι βλέπεις 

ὅταν οἱ ἄλλοι ἔφευγαν 

ἐσὺ ἤσουν ἐδῶ. 

Μιὰ μοναξιὰ στὸ Ἀρχιπέλαγος τὸ νησί σου. 

Τὰ φῶτα τ’ ἀντικρινά 

τὰ φῶτα ποὺ παλιὰ ἔλαμπαν 

σὰν καλὲς ἐλπίδες 

καὶ σὰν παρηγοριές 

ἔσβησαν πιά. 

Πᾶνε χρόνια.. 

Τὸ αἷμα 

Ἡ φωτιά 

Τὰ δάκρυα 

Ὁ ξεριζωμός 

ξεθώριασαν τὸ φώς 

καὶ τὸ’βαψαν μαυρίλα. 

Ὕστερα ἄναψαν ἄλλα φῶτα. 

Οἱ ἄλλοι νομίζουν πὼς φωτούν 

καὶ χαίρουνται. 

Μὰ δὲ φωτούν, μαυρίζουν. 

Καὶ ἔτσι προχωροῦν. 

Χρόνια πολλά 

μπορεῖ καὶ ἑκατό 

μπορεῖ καὶ παραπάνω... 

Λεμονιὲς εἴμαστε. 

Καὶ δὲν τὰ πᾶμε καλὰ μὲ τοὺς ἀριθμούς... 

Μήτε μὲ τὸ σκοτάδι. 

Γι αὐτὸ γυρνᾶμε ὅλες καταδῶ. 

Πρός τα σᾶς. 

Εἶναι ποὺ θέλουμε τὸ φώς. 

Κι ἀφοῦ αὐτὸ ξεριζώθηκε 

καὶ ἦλθε μὲς τὰ δάκρυα 

νὰ πιάσει τὰ νησάκια 

ἐμεῖς μείναμε μοναχές 

νὰ μᾶς ποτίζει τὸ αἷμα. 

Αὐτὸ ποὺ ἔμεινε πίσω. 


Καὶ μᾶς πότισε. 

Κρυφά, μυστικά. 

Στάλα-στάλα. 

Στὴ ρίζα 

στάλα-στάλα. 

Χρόνους πολλούς... 

Μπορεῖ καὶ ἑκατό. 

Μπορεῖ καὶ παραπάνω. 

Κι ἂν εἴμαστε λεμονιές 

καὶ δὲν ξέρουμε νὰ μετρᾶμε 

ξέρουμε νὰ ἀγαπᾶμε. 

Καὶ νὰ θυμόμαστε. 

Τὸ χέρι ποὺ μᾶς φύτεψε. 

Αἰῶνες πρίν. 

Τὸ χέρι ποὺ μᾶς πότισε. 

Γιὰ αἰῶνες. 

Τὶς νύφες ποὺ στολίσαμε. 

Γιὰ λίγο. Για ὅσο κρατᾶ ἡ νιότη. 


Βλέπεις, κυρά μου 

εἶναι πράματα 

ποὺ μόνον 

οἱ λεμονιὲς τοῦ Ἀρχιπελάγους γνωρίζουν." 


Οἱ λεμονιές 

φαίνεται νὰ ξέρουν 

νὰ ξέρουν πολλά. 

Μὰ μιλοῦνε σιγανά. 

Τόσο σιγανά 

ποὺ γιὰ νὰ τὶς ἀκούσεις 

πρέπει νὰ μὴν ἀνασαίνεις. 

Κι ἐγώ 

δὲν ἀνασαίνω πιά. 


Τὸ σῶμα τὸ πονεμένο 

τὸ σκεβρωμένο 

τὸ παλιό 

τυλίχτηκε 

στήν Γαλανή 

κι ἀπόμεινε ἐδῶ. 

Στὸ νησάκι. 

Φύλακας. 

Πέτυχα καὶ σὲ καιροὺς καλοὺς ἀκόμη. 

Οἱ ἄρχοντες δὲν εἶχαν τελείως κουφαθεῖ 

κάτι μισοκαταλάβαιναν 

τοὺς ἄρεσαν καὶ οἱ δόξες 

ἔ… να! μὲ ἄκουσαν 

καὶ μ’άφησαν ἐδῶ. 

Μιὰ Γαλανὴ στὴν καρδιά 

καὶ μιὰ ἄλλη πάνω ἀπ΄το προσκέφαλο 

ψηλὰ νὰ κυματίζει. 

Εἶναι ὡραῖα ἐδῶ. 

Στὸ νησί μου. 

Γιατι δὲν ἤμουν πλούσια 

μὰ εἶχα νησὶ δικό μου. 

Στὴν ἄκρια τοῦ πελάγου. 


Κι ὅταν κορίτσι νιούτσικα παντρεμένο 

ἦρθα ἐδῶ 

κι ἀντίκρισα 

ἐτοῦτο τὸ νησάκι 

τόσο μικρὸ καὶ μοναχό 

τὸ πόνεσα. 

Τὶς νύχτες ποὺ ἀναστέναζε 

καὶ ἀναταραζόνταν 

τὸ κράταγα στὴν ἀγκαλιά. 

Γιατι ἤμουν νιὰ καὶ δυνατή. 

Τί εἶναι ἕνα τόσο δὰ νησάκι 

γιὰ μιὰ νέα κόρη; 

Καὶ ἐπειδὴ ἦταν μικρὸ καὶ γυμνούτσικο 

γιὰ νὰ μὴν κρυώνει καὶ νὰ μὴν ντρέπεται 

πῆρα κομμάτι ἀπ’το νυφικὸ καὶ ἔφτιαξα 

τὸ λευκό 

καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα τὰ προικιά 

ἔφτιαξα τὸ γαλάζιο. 

Καὶ τὸ ἀνέβασα ψηλά 

αὐτὸ τὸ φουστανάκι. 

Καὶ τό ‘πὰ Σημαία. 

Καὶ χάρηκε τὸ νησί 

Καὶ χάρηκα κι ἐγώ. 


Τὸ βλέπαν τὰ καράβια μας 

καὶ παίρνανε ἐλπίδα. 

Τὸ βλέπανε καὶ οἱ ἅρπαγες 

καὶ πέφταν τοῦ θανάτου. 


Μὰ ποιός φοβόταν; 

Ὄχι ἐγώ. 

Οὔτε τὸ νησί μου. 

Γιατί ἔχει ἕνα καλό 

κι ὁ ἔρημος ὁ φόβος. 

Σὰν δὲν τὸν λογαριάζεις 

φεύγει μακριά. 

Θυμώνει καὶ ρουθουνίζει 

καὶ κάνει καμώματα 

καὶ θέατρα πολλά 

μὰ δὲν τοῦ περνᾶ 

καὶ φεύγει. 


Ἔτσι καὶ μὲ τοὺς ἅρπαγες 

τοὺς ἔμπορους 

τοὺς ξένους. 

Ὅλοι περᾶσαν ἀπὸ δῶ. 

Λὲς κι ἄλλο πέρασμα δὲν εἶχε. 

Καὶ ζήλεψαν τὴν ἀρχοντιά 

κι ἔκαμαν ζημιὲς μεγάλες. 

Καὶ τὸ μεγάλο τὸ νησί 

ἐκεῖνο κάτω ἀπ’τη ρίζα του Καστέλλου 

ἐκεῖνο μὲ τὰ ζωγραφιστὰ σπίτια 

καὶ τὰ πολλὰ καράβια 

ἐθάρρεψε καὶ νόμιζε πὼς λευτερώθηκε 

ὄχι μιά, αλλά δυὸ φορές. 

Καὶ πέσανε οἱ ἀχάριστοι 

καὶ κάψαν τὸ Καστέλλο. 

Καὶ ἅρπαξαν κι ἐρήμωσαν 

καὶ σκόρπισε ὁ κόσμος. 


Ἐγὼ δὲν εἶχα πολλά. 

Μιὰ μαυρομάνα μ’απέμεινε 

κι αὐτὴ τυφλή. 

Μὰ ἤξερε τὸ πέλαγο 

σὰν νὰ’ταν ἡ παλάμη της. 

Κι ὅταν τὴν ἔφερα στὸ νησί 

ἐκάθισε στὸ βράχο 

ἀνάσανε καὶ εἶπε: 

"-Βρὲ πὼς μυρίζει ἡ λευτεριά 

σὰν τοὺς ἀνθοὺς τοῦ γάμου. 

Ἄντε θυγατέρα, την εὐκή μου νά΄χεις. 

Τὸ νησὶ καὶ τὰ μάτια σου. 

Τὸ νοῦ σου! 

Ὅσο εἶσαι ἐδῶ 

Ἐχθρὸς δὲν τὸ πατάει." 


Κι ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ μέρος μου. 

Κι ἦταν τὰ μάτια τα σβηστά 

γεμᾶτα δάκρυα. 


Καὶ πῆρα τὴν εὐχὴ τῆς μάνας. 

Καὶ ἔδεσα τὸ κεφαλομάντηλο τὸ πλουμιστό 

καλά-καλὰ κάτω ἀπὸ τὸ σαγόνι 

καὶ τὴ Γαλανή 

καλά-καλὰ πάνω στὸ βράχο 

κι ἔρχουνταν τὰ σκυλιά 

κρυφὰ τὶς νύχτες καὶ τὴν ἐγκρέμιζαν 

καί ΄γὼ πάλι τὴν στέριωνα 

καὶ χαίρονταν ἡ Γαλανή 

χαίρονταν τὸ νησάκι 

καμάρωνα κρυφὰ κι ἐγώ 

γιατι ἤμουν φτωχιά 

μὰ εἶχα ἕνα νησί 

καταδικό μου. 

Καὶ ἕνα πέλαγο 

καταδικό μου 

καὶ σὰν δὲν εἶχα νυφικό 

καὶ προῖκα γιὰ καμάρι 

εἶχα τὸ φλάμπουρο τῆς Λευτεριᾶς 

τὸ Γαλανὸ καὶ Ἄσπρο 

ποὺ φούσκωνε στὸν ἄνεμο 

κι ἔπαιρνε τὴν ψυχή μου 

καὶ τὴν ταξίδευε γοργά 

στὸ πέλαγο τὶς νύχτες. 

Κι ἔλεγα στὸν ὕπνο μου: 

"Τί ὄμορφη πατρίδα!" 

Καὶ σὰν ξυπνοῦσα 

κράταγα νησιὰ στὴν ἀγκαλιά μου! 

Καὶ πέρναγαν τὰ χρόνια. 

Καὶ πέρναγαν καὶ τὰ σκυλιά. 

Μὰ ὅρμο δὲν ἐπιάναν. 

Καὶ μένανε ἀλατεροί 

μαυρομαρμαρωμένοι. 

Κι ἡ Γαλανὴ ἀνέμιζε. 

Ἴδιο καρφὶ στὸ μάτι. 


Κάποτε δὲν ἐξύπνησα 

ἔμεινα στὸ κρεβάτι. 

Τί μὲ σκουντοῦσαν τὰ νησιά 

νὰ τὰ σφιχταγκαλιασω 

τί ἔκλαιε τὸ Ἀρχιπέλαγο 

κι ἔλαιε: Ξύπνα μάννα! 

Ἐγὼ ἐκεῖ 

ὕπνος βαθύς 

καὶ σφαλικτὰ τὰ μάτια. 

Μὰ πρὶν ἔλθει ἡ νύχτα ἡ βαριά 

ἡ νύχτα ἡ μεγάλη 

ἦρθε ἡ μάνα μου καὶ ἦταν ὄμορφη 

καὶ ἔλαμπε τὸ μάγουλο ἀπὸ νειότη. 

Κι ἦταν τὰ μάτια της ζωντανὰ καὶ φώτιζαν 

σὰ φάροι μὲς τὴ νύχτα. 

-Θυγατέρα, σοῦ ἑτοίμασα τὸ νυφικό, είπε. 

Καὶ ἔριξε πάνω μου τὴ Γαλανόλευκη 

-Κοίτα, το νοῦ σου στὸ νησί! 

Ὅσο εἶσαι ἐκεῖ 

σκυλὶ δὲν πλησιάζει! 


Τώρα ἐδῶ. 

Εἶναι ἀλαφρὺς ὁ ὕπνος. 

Παρηγοριά μου τὸ νησί. 

Καὶ οἱ λεμονανθοί. 

Αὐτοὶ ἔρχονται 

ἀπ’αντίκρυ. 

Μόλις πέσει ἡ νύχτα. 

Κουρνιάζουν ἥσυχα-ἥσυχα 

καὶ κάτω ἀπὸ τὴ σημαία 

φτιάνουν κύκλο ἀρχαῖο. 

Δὲν κάνουν τίποτα. 

Μόνον ἀνασαίνουν. 

Κι εἶναι ὁ ἀνασασμός τους 

παρηγοριὰ μεγάλη. 

Γιατί κρατᾶ ἡ λεμονιά 

μὲ τοὺς ἀνθούς της 

μυριάδες ψυχές. 

Δικές μας ψυχές 

ἀδέλφια μας. 

Ποὺ προδόθηκαν 

καὶ κάηκαν καὶ πνίγηκαν στὸ αἷμα. 

Καὶ ὅσοι ἀπόμειναν 

ψάχναν κάπου νὰ κουρνιάσουν. 

Καὶ βρῆκαν τὰ νησιὰ γιὰ νὰ κοιτοῦν ἀντίκρυ 


νὰ κλαῖνε καὶ νὰ ἀναστενάζουν.

Να φθάνει τὸ δάκρυ τους στὶς λεμονιές 

ποὺ μόνες αὐτὲς ἀπέμειναν 

νὰ κρατοῦν τὴν τιμὴ ἑνὸς ὁλόκληρου Γένους. 

Καὶ κρυφά, μυστικά σχεδόν, κάτω ἀπὸ τὸ χνῶτο τὸ βαρύ 

ἄνθισαν οἱ λεμονανθοί, μεγάλωσαν καὶ γίναν. 


Ψυχὲς γινήκαν. Και εἶναι ἐδῶ 

σὲ κύκλο καθισμένες. 

Ἀνασαίνουν. 

Καὶ τὸ νησὶ ἀνατριχιά. 

Καὶ γὼ ἀνατριχιάζω. 

Γιατί δὲν εἴμαστε μόνοι μας. 

Κι ἂν μᾶς ξέχασαν ὅλοι 

μᾶς ξέρουν οἱ λεμονιές. 

Καὶ οἱ ψυχές. 

Καὶ μᾶς κρατοῦν παρέα. 

Καὶ ἀγαποῦν τὸ πέλαγο. 

Τὸ ξέρουνε δικό τους. 

Γνωρίζουν ὅλα τὰ νησιά 

μὲ τὰ ὀνόματά τους. 

Τὰ καλοῦν ἕνα-ἕνα. 

Προσκλητήριο. 


Τὸ νησί 

κι ἐγώ, η Κυρά του 

δώσαμε τὸ παρόν. 

Οἱ δυὸ μᾶς φυλᾶμε. 

Οἱ παλιὲς ψυχὲς τὸ ξέρουν. 

Γι’αυτό εἶναι ἐδῶ. 

Οἱ λεμονανθοὶ τὸ ξέρουν. 

Γι’αυτό ἀνθοῦν. 

Μοσχοβολάει τὸ πέλαγο. 

Ἔρχεται ἡ ὥρα. 

Οἱ νεκροὶ τὸ ξέρουν. 


Καιρὸς νὰ τὸ μάθουν καὶ οἱ ζωντανοί. 

Ὅσοι ἀπομένουν...


Υ.Γ. Ἡ Κυρά της Ρῷ , Δέσποινα Ἀχλαδιώτου(1890-1983), ἐτάφη-κατ’επιθυμία
της, τυλιγμένη μὲ τὴν Γαλανόλευκη, κάτω ἀπὸ τὸ ἱστίο τῆς ἑλληνικῆς σημαίας
στὴ νῆσο Ρῷ.
Ἐκεῖ ποὺ ὕψωνε καθημερινὰ μόνη της τὴν Γαλανόλευκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: