Περὶ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. +Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης.
«Καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου» (Λουκ. 6,35)
Ἕνα, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προβλήματα εἶνε τὸ πρόβλημα «ἄνθρωπος». Τὸ πρόβλημα αὐτὸ συνίσταται στὰ ἑξῆς ἐρώτηματα· τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος; ποιά ἡ ἀρχή του; ποιό τὸ τέλος του; ποιός ὁ προορισμός του; Σ᾿ αὐτὰ ματαίως ἡ φιλοσοφία διὰ μέσου τῶν αἰώνων προσπάθησε νὰ δώσῃ ἀπάντησι. Λαβύρινθος, μέσα στὸν ὁποῖο περιπλανᾶται τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα. Ἀλλὰ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 6,31-36) δίνει τὴν ἀπάντησι. Μέσα σὲ τρεῖς λέξεις δίδεται ἡ λύσις τοῦ προβλήματος. Λέει ὁ Κύριος· «Καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου» (ἔ.ἀ. 6,35). Τρεῖς λέξεις, ποὺ ζυγίζουν περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ βιβλία ποὺ ἔγραψαν φιλόσοφοι καὶ κοινωνιολόγοι περὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Θὰ προσπαθήσω νὰ διατυπώσω μερικὲς σκέψεις ἐπάνω στὸ ῥητὸ αὐτὸ τοῦ Κυρίου μας.
***
Ἐὰν ῥίξουμε ἕνα βλέμμα στὸ σύμπαν, στὴ φύσι, θὰ διαπιστώσουμε μιὰ ἀλήθεια· ὅτι τὰ δημιουργήματα, μικρὰ καὶ μεγάλα, ὅλα ἔχουν ἕνα σκοπό. Τίποτε ἄσκοπο δὲν ὑπάρχει. Ὁ ἥλιος δημιουργήθηκε, γιὰ νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ θερμαίνῃ. Ἡ σελήνη μὲ τὸ μελιχρό της φῶς γλυκαίνει τὶς νύχτες. Οἱ ποταμοὶ ἀρδεύουν τὴ γῆ. Ἡ θάλασσα δίνει μιὰ ἄλλη ὡραιότητα στὸν κόσμο. Τὰ ἄνθη σκορπίζουν ἀρώματα. Τὰ πουλιὰ κελαϊδοῦν. Ἡ μέλισσα κάνει τὸ μέλι. Τὰ ζῷα μᾶς ὑπηρετοῦν στὶς ἀνάγκες μας…
Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄσκοπο. Κι αὐτὰ ἀκόμα ποὺ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους τὰ θεωροῦσαν ἄσκοπα, ἡ πεῖρα καὶ ἡ παρατήρησις καὶ ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξαν, ὅτι κι αὐτὰ εἶνε σκοπιμώτατα. Ἕνα παράδειγμα μόνο ἀναφέρω. Τὸν προηγούμενο αἰῶνα οἱ ἄπιστοι ἐκάγχαζαν λέγοντας· Ἐκεῖνα τὰ ἄσχημα ὄρνεα, οἱ γῦπες, τί χρειάζονται; Καλὰ τὸ ἀηδόνι, κελαϊδάει· μὰ οἱ γῦπες τί σκοπὸ ἔχουν;… Ἀποδείχθηκε ὅμως, ὅτι οἱ γῦπες εἶνε εὐεργετικώτεροι κι ἀπὸ τὰ ἀηδόνια. Γιατί; Διότι εἶνε ὡπλισμένοι μὲ μία θαυμαστὴ ὄσφρησι – ῥαντάρ! Τί ὀσφραίνονται; Μέσα στὶς ζοῦγκλες πεθαίνουν χιλιάδες κ᾿ ἑκατομμύρια ζῷα. Ἂν αὐτὰ ἔμεναν ἄταφα, θὰ ἐμόλυναν ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα θὰ πέθαινε ἀπὸ λοιμώδη νοσήματα. Ποιός θάβει τὰ πτώματα αὐτὰ τῆς ἐρήμου; ποιός εἶνε ὁ νεκροθάφτης; Οἱ γῦπες! Αὐτοὶ πᾶνε, καὶ σὲ 24 ὧρες εἶνε ὅλα ξεπαστρεμμένα καὶ θαμμένα στὴν ἔρημο. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ καὶ μιὰ φρικτὴ εἰκόνα, ποὺ εὔχομαι νὰ μὴ δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ ἐπαναληφθῇ. Ὅταν ἤμουν στρατιωτικὸς ἱερεὺς καὶ ἀνέβαινα στὸ Γράμμο καὶ στὸ Βίτσι, μὲ τὸ τέλος τοῦ ἀγρίου ἐκείνου πολέμου τί εἶδα καὶ τί ἄκουσα; Ὅτι παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, πολεμώντας ἔπεσαν νεκροί· καὶ ἔμεναν ἄταφοι ἐκεῖ, μέσα σὲ δυσπρόσιτες χαράδρες. Ποιός τοὺς ἔθαψε; Ὄρνεα. Ὠσφράνθηκαν κάτω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἦρθαν· καὶ ἔκαναν κατακόρυφες πτώσεις μέσα σὲ χαράδρες, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσῃ οὔτε ὁ καλύτερος καταδρομέας…
Τί θέλω νὰ πῶ μ᾿ αὐτά; Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄσκοπο, τότε τὸ τελειότερο πλάσμα, ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ μὴν ἔχῃ σκοπό; –Ὅ,τι προέρχεται ἀπὸ τὴν ὕλη, θὰ μᾶς ποῦν οἱ ὑλισταί, εἶνε τυχαῖο δημιούργημα… Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερα βλακεία ἀπ᾿ αὐτήν. Ἐὰν μὲ πείσῃς, ὅτι τὸ ἄγαλμα ποὺ εἶνε στὴν πλατεῖα ἔτσι παρουσιάστηκε, χωρὶς γλύπτη, τότε θὰ πεισθῶ ὅτι καὶ τὰ ἔμψυχα ἀγάλματα, οἱ ἄνθρωποι, πλάστηκαν μόνοι τους, τυχαίως, ἀπὸ τὸ ἀνακάτεμα τῶν διαφόρων μορίων τῆς ὕλης.
Ἔχει λοιπὸν σκοπὸ ὁ ἄνθρωπος. Ποιό σκοπό; Σωματικὰ εἶνε ἀσθενής. Τὰ ζῷα εἶνε ὡπλισμένα μὲ δυνάμεις μεγαλύτερες ἀπ᾿ αὐτόν· οἱ αἰσθήσεις τους εἶνε ὀξύτερες. Ὁ ἀετὸς λό γου χάριν βλέπει πάνω ἀπὸ τὰ ὕψη τ᾿ οὐρανοῦ τὸ θήραμά του· ἔχει ὀξύτατη ὅρασι. Ὁ σκύλος ἔχει ὄσφρησι καὶ ἀκοή. Καὶ τὰ πουλιά, χωρὶς πυξίδα, ταξιδεύουν σὲ μακρινὰ πελάγη… Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀσθενὴς σωματικά.
Σωματικά, ἐπίσης, μοιάζει μὲ τὰ ζῷα – δὲν τὸ ἀρνούμεθα· κόκκαλα ἔχουν τὰ ζῷα, κόκκαλα ἔχει κι ὁ ἄνθρωπος· σάρκες ἔχουν τὰ ζῷα, σάρκες ἔχει κι αὐτός· πεπτικὸ σωλῆνα ἔχουν τὰ ζῷα, πεπτικὸ σωλῆνα ἔχει κι αὐτός· νεῦρα ἔχουν τὰ ζῷα, τὰ ἴδια ἔχει κι αὐτός. Ἕνα πτῶμα ἀνθρώπου, ἀναλυόμενο στὸ χημεῖο, ἀποτελεῖται ἀπὸ ἄνθρακα, νερό, λίπος, φώσφορο, σίδερο, καὶ ἀσβέστη. Αὐτὰ εἶνε τὰ ὑλικά του· πολὺ φτηνά. Καὶ δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ μᾶς τὸ πῇ τὸ χημεῖο· μᾶς τὸ λέει λακωνικὰ ἡ Γραφή· «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ»(Γέν. 3,19).
Γήινος λοιπὸν εἶνε ὁ ἄνθρωπος, τὸ παραδεχόμαστε. Ἀλλά –ὑπάρχει ἕνα ἀλλά– πίσω ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ὀστράκινο σκεῦος κρύβεται ἕνα ἀπερίγραπτο μεγαλεῖο, ποὺ τὸν διακρίνει. Ποιό; Ἡ σκέψις. Ὤ ἡ σκέψι! ὁ λογισμός, ἡ κρίσις, ἡ μνήμη, ἡ φαντασία, τὰ αἰσθήματα, ἡ βούλησις, οἱ ἐνέργειες!… Αὐτὸς εἶνε ὁ πραγματικὸς ἄνθρωπος. Πές μου τί σκέπτεσαι, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Ὁ Πλάτων ἔλεγε, ὅτι ὁ κυρίως ἄνθρωπος δὲν εἶνε αὐτὸ ποὺ βλέπουμε· εἶνε αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπουμε, τὸ ἀόρατο. Ὁρατὸς καὶ ἀόρατος εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ δὲν εἶνε τόση ἡ διαφορά· ἀλλὰ ὡς πρὸς τὸν ψυχικὸ κόσμο ἡ διαφορὰ εἶνε τεράστια, χάσμα ἀγεφύρωτο μᾶς χωρίζει ἀπὸ ὅλη τὴν ἄλλη κτίσι. Ἐκεῖ ἑπομένως εἶνε ἡ ἀξία σου.
Ποιός λοιπὸν εἶνε ὁ προορισμός μας; Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, μὲ τὴ σοφία τους, ἔδωσαν στὸ ὂν αὐτὸ ἕνα ὄνομα εὔστοχο· «ἄνθρωπος»! Καὶ φτάνει καὶ μόνο ἡ λέξι «ἄνθρωπος» νὰ δείξῃ τὴν ἀξία του. Θυμᾶμαι στὴ Σύρο ἕναν ἀείμνηστο σοφὸ γυμνασιάρχη μας, ποὺ ἀνέλυε τὴ λέξι «ἄνθρωπος». Οἱ ἑλληνικὲς λέξεις ἐκφράζουν βάθος σκέψεως. Δυστυχῶς σήμερα οἱ κουλτουριάρηδες ζητοῦν νὰ ἐνταφιάσουν τὴν ὡραία ἑλληνικὴ γλῶσσα· ἐνῷ τότε ῥωτοῦσες μαθητὰς γυμνασίου καὶ σοῦ ἔλεγαν, ὅτι «ἅνθρωπος» ἐτυμολογικῶς σημαίνει τὸ ὂν ἐκεῖνο ποὺ βλέπει πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ πράγματι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὁ μόνος ποὺ περπατάει ὀρθὸς ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα καὶ τὰ μάτια του στρέφονται πρὸς τὸν οὐρανό.
Ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος κατέπεσε· ἔπεσε δυστυχῶς πολὺ χαμηλά. Γιατί; Διότι ἔκανε κακὴ χρῆσι τοῦ λογικοῦ, τῆς ἐλευθερίας, τῶν θείων δώρων του. Ἡ δὲ πτῶσις του εἶνε τραγική. Ἔγινε, ὅπως λέει ὁ Πλάτων, τὸ ἀγριώτερο θηρίο ἀπ᾿ ὅσα τρέφει ἡ γῆ. Τὸ λιοντάρι μπροστά του εἶνε ἀθῷο· ἕνα λιοντάρι μπορεῖ νὰ κατασπαράξῃ ἑκατὸ – διακόσους ἀνθρώπους, ὄχι παραπάνω. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος τούτου, μὲ τὰ λύκειά του, μὲ τὰ πανεπιστήμιά του, μὲ ὅλα τὰ μέσα τῆς τεχνολογίας, ἔγινε πλέον ἕνα ἐπιστημονικὸ θηρίο. Ἀνεβαίνει στὰ σύννεφα κ᾿ ἐκσφενδονίζει βόμβες ἀτόμου καὶ σκοτώνει ἑκατομμύρια συνανθρώπους του. Κατέπεσε σὲ βάραθρο. «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει· Ἄνθρωπος εἶσαι; Τίμησε τὸ ὄνομά σου, ζῆσε ὡς ἄνθρωπος. Πῶς νὰ σὲ πῶ ἄνθρωπο ὅταν κλωτσᾷς σὰν τὸ γαϊδούρι, εἶσαι λαίμαργος σὰν τὸ χοῖρο, εἶσαι ἀσελγὴς ὅπως ὁ τράγος, εἶσαι ἐκδικητικὸς ὅπως ἡ καμήλα, εἶσαι αἱμοδιψὴς ὅπως ὁ λύκος, εἶσαι πονηρὸς σὰν τὴν ἀλεποῦ, εἶσαι φθονερὸς καὶ κακὸς σὰν τὸ σκορπιό…; Πῶς σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο;
Στὸ ἐρώτημα, ποιός εἶνε ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαντᾷ σήμερα ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς λέει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό· πλάστηκε γιὰ τὸν οὐρανό· «Ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου» (Λουκ. 6,35). Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦρθε στὸν κόσμο καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (δοξαστ. Εὐαγγελισμοῦ). Καὶ γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν θέωσι, ὑπέδειξε τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς· ὅτι διὰ μέσου τῆς ἀρετῆς ὁ ἄνθρωπος ἀνέρχεται στὰ ὕψη, γίνεται ἔνσαρκος ἄγγελος περιπατῶν ἐπὶ τῆς γῆς.
***
Ἀγαπητοί μου! Ἕνα ἀπὸ τὰ δύο· ἢ θ᾿ ἀκολουθήσουμε τὴν ὁδὸ ποὺ μᾶς ὑπέδειξε ὁ Κύριος καὶ τότε θὰ γίνουμε ἄνθρωποι πραγματικοί, ἢ δὲν θὰ τὴν ἀκολουθήσουμε καὶ τότε θὰ γίνουμε «Οἱ δαιμονιζόμενοι», ὅπως περιγράφει ὁ Ντοστογιέφσκυ τὴν κατάστασι τῆς κοινωνίας μας.
Ὁ Χριστὸς λέει «Καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου». Ἄνθρωποι δηλαδὴ εὐγενεῖς καὶ ὑπέροχοι, Χριστιανοὶ μὲ τὶς ἀρετὲς ποὺ διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ δὲ ὑψίστη, ἡ κορυφαία ἀρετὴ ποὺ ὑποδεικνύει ὁ Κύριος, εἶνε ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς γονεῖς μας, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς συγγενεῖς μας, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ὁμοφύλους μας, ἡ ἀγάπη –μπρός, προχωροῦμε– καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας ἀκόμα! Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἐξομοιώνει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Θεό· καὶ τότε πραγματοποιεῖται αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος· «Καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου