Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Γιατί κάποια δέντρα είναι «ντροπαλά»

 

 on 09/06/2024

Ο Γιώργος Φωτιάδης, αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, εξηγεί στην «Κ» γιατί κάποια φωτόφιλα είδη αποφεύγουν την επαφή μεταξύ τους

Άρθρο της Κατερίνας Αγριμανάκη στην «Καθημερινή»

Επικοινωνούν μεταξύ τους. Αντιλαμβάνονται τα ερεθίσματα. Αναπτύσσονται με τη βοήθεια της μουσικής. «Ανθίζουν» με την ανθρώπινη ομιλία. Προσέχουν την υγεία τους. Μοιράζονται «τροφή». «Κινούνται», παρότι ριζωμένα στη γη.

Αυτά είναι μερικά από τα ευρήματα κατά καιρούς ερευνών –μεγάλων, μικρών, ευρύτερης αποδοχής ή υπό περαιτέρω διερεύνηση– για τα δέντρα. Κοινός παρονομαστής μεταξύ των επιστημόνων είναι πως πρόκειται για όντα με ιδιαίτερη «ευφυΐα» που συχνά, στο πλαίσιο της επαρκέστερης κατανόησής της, ερμηνεύεται με ανθρώπινους όρους.

Σ’ αυτή την ιδιαίτερη ευφυΐα θα πίστωνε κανείς και άλλο ένα χαρακτηριστικό των δέντρων: Το λεγόμενο «crown shyness» ή «canopy disengagement». 

Πρόκειται για ένα φαινόμενο «κοινωνικής αποστασιοποίησης» μεταξύ των δέντρων, κατά το οποίο οι κομοστέγες τους (σ.σ. ανώτεροι όροφοι των δέντρων που αποτελούνται από τα φυλλώματά τους) απέχουν μεταξύ τους, δημιουργώντας μικρά “ρήγματα” γαλάζιου ανάμεσα στις πράσινες φυλλωσιές τους.

Στρέφοντας κανείς το κεφάλι ψηλά και παρατηρώντας το πολύχρωμο μωσαϊκό πρασίνου με φόντο το μπλε του ουρανού, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την ομορφιά της φύσης – και, γιατί όχι, και τη σοφία της.

Ομως, ποια είναι η χρηστικότητα του φαινομένου; Και πρόκειται για κάτι που η φύση προνοεί για την ευζωία των «πνευμόνων» της ή εξαρτάται από την τύχη, τις δασικές περιστάσεις ή και την εκάστοτε φωτογραφία της στιγμής;

Ο Γιώργος Φωτιάδης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού περιβάλλοντος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, εξηγεί στην «Καθημερινή» πού απαντάται το φαινόμενο, γιατί συμβαίνει και ποια δέντρα αφορά.

Αρχικά, όπως διευκρινίζει, δεν υπάρχει ελληνοποιημένος όρος για το «crown shyness». Θα μπορούσε όμως να αποδοθεί ως «διάσπαση κομοστέγης».

Οι λόγοι του φαινομένου

Ερωτηθείς γιατί καταφεύγουν σ’ αυτήν τη συμπεριφορά τα δέντρα, ο κ. Φωτιάδης απαντά πως «εξαρτάται από πάρα πολλά πράγματα», επικαλούμενος τις διάφορες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί.

«Κάποιοι ερευνητές λένε πως, καθώς τα δέντρα μεγαλώνουν, τα κλαδιά τους τρίβονται μεταξύ τους και σπάνε και λόγω αέρα, οπότε σχηματίζονται μεταξύ τους διάκενα. Αλλοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για μία εκούσια συμπεριφορά ώστε να μη μεταφέρονται τα έντομα ή οι μύκητες από το ένα δέντρο στο άλλο» σημειώνει, προσθέτοντας, ωστόσο, πως «κάτι τέτοιο είναι σχεδόν απίθανο γιατί και τα έντομα και οι μύκητες μπορούν εύκολα να μετακινηθούν από το ένα δέντρο στο άλλο».

Αναφέρει πως «το μωσαϊκό που προκύπτει, σχηματίζεται συνήθως σε δέντρα που ανήκουν στα φωτόφιλα είδη. Στα είδη, δηλαδή, που χρειάζονται πολύ φως καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους γύρω από όλη τους την κόμη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποφεύγουν να είναι πολύ πυκνά μεταξύ τους γιατί έτσι ήλιος δεν φτάνει στα πιο χαμηλά στρώματα της φυλλωσιάς τους. Αντιθέτως, με την αραιή συγκόμωση (σ.σ σκιά που αφήνει η κόμη, τα κλαδιά και η φυλλωσιά, όλων των δέντρων στη δασική έκταση), τα δέντρα είναι σχετικά απόμακρα το ένα από το άλλο ώστε ο ήλιος να φτάνει στο έδαφος».

«Ξέρετε, όλα τα είδη οργανισμών στη Γη έχουν δύο σκοπούς: Την επιβίωση και τη διαιώνιση του είδους τους» συνεχίζει ο κ. Φωτιάδης. «Οπότε, το καθένα από αυτά αναπτύσσει τέτοιους μηχανισμούς ώστε να μπορέσει να επιβιώσει και να κάνει απογόνους. Στην προκειμένη περίπτωση, τα φωτόφιλα για να επιβιώσουν και να έχουν περισσότερους απογόνους, αφήνουν το φως του ήλιου να φτάσει στο έδαφος».

Πού συμβαίνει

«Αν και δεν είναι διαδεδομένο», όπως λέει ο κ. Φωτιάδης, το φαινόμενο «crown shyness» απαντάται σε όλο τον κόσμο, αλλά όχι και σε όλα τα είδη δέντρων. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί μεταξύ δέντρων του ίδιου είδους ή και διαφορετικού.

Εχει καταγραφεί μεταξύ άλλων, σε κάποια είδη πεύκου, ευκαλύπτου, σε μαύρα μαγγρόβια κ.τ.λ.

«Στην Ελλάδα, συμβαίνει συνήθως σε δέντρα που ανήκουν στα φωτόφιλα είδη, όπως η ήμερη βαλανιδιά που απαντάται στην Κέα, την Κρήτη, την Αιτωλοακαρνανία, τη Νίσυρο κ.ο.κ.» προσθέτει.

Αντιθέτως, «σε δάση όπως αυτό του Αμαζονίου δεν θα το συναντήσουμε διότι τα δέντρα εκεί, για να γεννηθούν οι απόγονοί τους, θέλουν σκιά. Οπότε δημιουργούν μια πυκνή κομοστέγη ώστε να γίνει σταδιακά η αναγέννηση» εξηγεί ο ίδιος.

Πόσο έχει μελετηθεί το φαινόμενο

Αν και υπάρχουν καταγραφές στην επιστημονική βιβλιογραφία από τη δεκαετία του 1920, μεσολάβησαν αρκετά χρόνια προτού οι ερευνητές αρχίσουν να ερευνούν συστηματικά την αιτία του φαινομένου.

Το 1955, μία έρευνα σε ευκάλυπτους της βορειοανατολικής Αυστραλίας, όπου οι ισχυροί άνεμοι συχνά προκαλούν επαφή μεταξύ των δέντρων, έπεισε τους επιστήμονες ότι ήταν αυτή η τριβή που οδήγησε στον «θάνατο» τα ευαίσθητα άκρα των δέντρων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί απόσταση μεταξύ τους.

Αργότερα, το 1984, μια άλλη μελέτη –που ουσιαστικά επιβεβαίωνε την υπόθεση της τριβής– έδειξε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το φαινόμενο μπορεί απλώς να είναι το αποτέλεσμα μιας μάχης μεταξύ των δέντρων εν μέσω ισχυρών ανέμων και η προσπάθεια του καθενός να αποκρούσει τα χτυπήματα των γειτόνων του και να σώσει τη φυλλωσιά του.

Τα πλεονεκτήματα του… προσωπικού χώρου

Ανεξαρτήτως του πώς και γιατί εκδηλώνεται η «διάσπαση κομοστέγης», τελικά η απόσταση αυτή μεταξύ των φυλλωμάτων είναι ευεργετική, σύμφωνα με τους επιστήμονες.

«Τα φύλλα είναι σαν τα πιο ακριβά διαμάντια ενός δέντρου που θέλει να τα προστατέψει με κάθε κόστος», λέει η Μεγκ Λόουμαν, βιολόγος δασών, προσθέτοντας πως «αν χάσει μια ολόκληρη δέσμη φυλλωσιάς, αυτό θα ήταν για το δέντρο τρομερή καταστροφή».

Επιπλέον, η πιο αραιή κομοστέγη βοηθά το φως να εισδύσει βαθύτερα στο δάσος, έως και στο έδαφός του, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη φυτών, ζώων και λογής οργανισμών που ζουν χαμηλότερα – και με τη σειρά τους επίσης βοηθούν στη ζωή των δέντρων, σε έναν ατέρμονο κύκλο ζωής και αλληλοσυντήρησης.

Οπως εκτιμά ο Φράνσις Πουτς, βιολόγος και επικεφαλής της έρευνας του 1984, τα κενά αυτά ενδέχεται να βοηθούν τα δέντρα να αποφεύγουν τα χωροκατακτητικά φυτά – όπως τις λιάνες, τα αναρριχώμενα, ξυλώδη φυτά που είναι κοινά στα τροπικά και εύκρατα δάση του κόσμου.

Παρ’ όλα αυτά, όπως διευκρινίζει η Λόουμαν, πολλά από αυτά τα αποτελέσματα δεν έχει τεκμηριωθεί οριστικά πώς συνδέονται με το φαινόμενο.

Οπως σημειώνει, οι κομοστέγες των δέντρων, κάποιες σε ύψος δεκάδων μέτρων, δεν είναι εύκολο να μελετηθούν, καθώς αυτό απαιτεί αρκετή ισορροπία, αναρρίχηση και τόλμη.

Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει και ο κ. Φωτιάδης, παρότι έχει παρατηρηθεί, το φαινόμενο της «διάσπασης της κομοστέγης» παραμένει σε πολλές παραμέτρους του σε επίπεδο εικασίας.

Ευλόγως, εγείρεται το ερώτημα, αν – στο πλαίσιο της κατανόησης και της «εκλαΐκευσης» της σύνθετης λειτουργίας τους – η επιστήμη αποδίδει συχνά στα δέντρα ανθρώπινες συμπεριφορές.

«Ναι, προσπαθούμε να αποδώσουμε ανθρώπινη συμπεριφορά στα δέντρα για να τα καταλάβουμε. Τα δέντρα δεν έχουν εγκέφαλο, δεν έχουν νευρικό σύστημα, λειτουργούν με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Εμείς προσπαθούμε να τα προσομοιάσουμε με ζώα ή και τον άνθρωπο – τα οποία έχουμε μελετήσει και αντιλαμβανόμαστε πολύ καλύτερα» απαντά ο κ. Φωτιάδης.

Και καταλήγει: «Τα φυτά έχουν εντελώς διαφορετικό τρόπο επιβίωσης. Από κει και πέρα το αν και το πώς επικοινωνούν, δεν σχετίζεται με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Διαισθάνεται το ένα δέντρο το άλλο, όπως λέμε; Οχι δεν το διαισθάνεται. Απλώς, αναπτύσσει ένα τέτοιο μηχανισμό ώστε να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο. Οπως το μη μου άπτου που, όταν το αγγίξεις, κλείνει τα φύλλα του ή όπως τα εντομοφάγα φυτά που, όταν πλησιάσουν το θήραμά τους, το αρπάζουν».

Πηγή: kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: