Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού
Καθηγητού Πανεπιστημίου
Η Ιωνία, η ασιατική ακτή δηλαδή τού Αιγαίου από τη Μίλητο ως τη Φώκαια, αποικίσθηκε από Ίωνες της κυρίως Ελλάδος. Γρήγορα η περιοχή έλαβε μεγάλη ανάπτυξη και διαμορφώθηκε η Ιωνική Δωδεκάπολις, στην οποία θα προστεθεί στα τέλη τού η’ π.Χ. αιώνα και η αιολική αρχικά Σμύρνη. Αυτό που έχει για το θέμα μας σημασία, είναι ο τρόπος διατηρήσεως της ενότητας μεταξύ των πόλεων, που εξασφάλιζε συγχρόνως τη συντήρηση της μνήμης της κοινής προελεύσεως τους. Δεν ήταν φυλετικός – ρατσιστικός ο δεσμός τους, αλλά πνευματικός. Διατηρώντας την ανεξαρτησία τους κάθε μία από τις Ιωνικές πόλεις, συνδέονταν μεταξύ τους με δεσμό θρησκευτικό, που συνιστούσε και τη βάση της ενότητάς τους. Έδρα της υπαρκτής ενότητάς τους ήταν τοΚοινόν Ιερόν, το Πανιώνιον, στο ακρωτήριο της Μυκάλης. Ο Πανενωτικός αυτός πνευματικός δεσμός διατηρούσε την ελληνικότητά τους μέσα από τη θρησκευτικότητα. Η κοινή θρησκευτική πίστη απέβαινε γι’ αυτές δεσμός «εθνικός».
Η Ιωνία έμεινε, έτσι, πιστή στην ελληνικότητα, που δεν εγκλωβίστηκε ποτέ μόνο σε δεσμούς αίματος, δημιουργώντας συνείδηση ρατσιστική, αλλά σε δεσμούς πνευματικούς, και μάλιστα θρησκευτικούς, την ενιαία θρησκευτική (κατ’ εξοχήν, δηλαδή, πνευματική) συνείδηση. Η κοινή καταγωγή και τα κοινά ήθη θα αποτελούν παραμέτρους αυτής της συνειδήσεως, αλλά ποτέ την πεμπτουσία της, το επίκεντρο της.Αυτή η κοινή θρησκευτική συνείδηση θα σωθεί ακέραια και μέσα στη χριστιανική παράδοση τού Ελληνισμού γενικότερα, αλλά θα αποτελέσει, όπως θα δούμε, και τη μεγαλύτερη δυσκολία για το πέρασμα από την ειδωλολατρία στη χριστιανική πίστη.
Οι μικρασιατικές ελληνικές αποικίες δημιούργησαν τις πραγματικές προϋποθέσεις για τη σπορά τού Χριστιανισμού με την επέκταση της ελληνικής επιρροής, την πνευματική δηλαδή ενοποίηση τού ασιατικού χώρου, που εσήμαινε όχι κατακτητική, αλλά πολιτιστική αφομοίωση, συντελέσθηκε μέσω τού περαιτέρω αποικισμού από την ακτή τού Αιγαίου, ως τον Πόντο. Με την εκστρατεία δε τού Μ. Αλεξάνδρου η πολιτιστική αυτή ενιαιοποίηση θα επεκταθεί και στα ενδότερα της Ασίας, εξασφαλίζοντας δυνατότητες ελεύθερης κοινωνίας και κυκλοφορήσεως των ιδεών. Όταν ο Ελληνισμός χαρακτηρίζεται «όργανον της Χάριτος» για την εξάπλωση της εν Χριστώ αληθείας, πρόκειται για ρεαλιστική εκτίμηση της πορείας τού κόσμου στο χώρο της Ανατολής.
Η δια τού Ελληνισμού επιτευχθείσα εκεί πολιτιστική ενότητα, μαζί με τη διοικητική ενότητα, που εξασφάλισε, κυρίως στη Δύση, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (pax romana), περιλαμβάνονται σ’ αυτό που στην Κ. Διαθήκη εκφράζεται δια τού όρου «πλήρωμα τού χρόνου» (Γαλ. 4, 4).
Η διάδοση τού Ελληνισμού επιτεύχθηκε με τη δημιουργία αστικών κέντρων (ο θεσμός της πόλεως), με ελληνικά ονόματα. Τα αστικά αυτά κέντρα στο εσωτερικό της Ασίας έγιναν αφετηρίες για την εκπολιτιστική (επί)δράση τού Ελληνισμού. Η δυναμική «μικρά ζύμη» ήρκεσε, για να ζυμώσει «όλον το φύραμα» (Α’ Κορ. 5, 6). Αυτό συνετελέσθη κυρίως στη Μικρασία, όπου υπήρχε πολυπληθέστερο και συμπαγέστερο ελληνικό στοιχείο και περισσότερες πόλεις. Βέβαια, οι έλληνες δεν έπαυαν ποτέ να είναι μικρές νησίδες μέσα στα ασιατικά φύλα (Λυδοί, Κάρες, Βιθυνοί, Παφλαγόνες, Ίσαυροι κ.λπ.), αλλά ήταν μεγάλη η διεισδυτική δύναμη τού ελληνικού πνεύματος. Με την εξάπλωση τού Χριστιανισμού, της θεανδρικής αυτής πραγματικότητας, η πάντοτε υφισταμένη καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάκριση μεταξύ Ελλήνων και «βαρβάρων» θα περιβληθεί σε «εν Χριστώ» ενότητα, όπου «ουκ ενι Έλλην ή βάρβαρος», αλλά «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ.3, 11).
Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο χώρο της Ιωνίας επετεύχθη στο πρόσωπο τού Απ. Παύλου και των συνεργών του. Ο Παύλος εισάγει ήδη στον μικρασιατικό Ελληνισμό τον «τύπο» τού Ρωμηού, τού Έλληνα της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης (Βυζαντίου από το 1562), δηλαδή της Ρωμανίας. Διότι ενσάρκωνε το τρίπτυχο της Ρωμανίας: Ρωμαίος πολίτης και Χριστιανός με ελληνική παιδεία. Όχι άδικα δε ονομάσθηκε ο Παύλος «Απόστολος των Εθνών», διότι ευαγγελίσθηκε τον Χριστό στους πληθυσμούς εκείνους, που μέσα στη Γραφή χαρακτηρίζονταν «Έθνη». Το άνοιγμα όμως της Εκκλησίας προς τα Έθνη γίνεται ήδη στο κατά Ιωάννην και θεμελιώνεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό˙ Ιωάν. 12, 20-24: «Ήσαν δε Έλληνες τινές εκ των αναβαινόντων, ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. Ούτοι ουν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ηρώτων αυτόν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. Έρχεται Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα, έρχεται Ανδρέας και Φίλιππος και λέγουσι τω Ιησού. Ο δε Ιησούς αποκρίνεται αυτοίς λέγων ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός τού ανθρώπου». Με τη Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα (Αποστολική, Πράξ. 15, 6 έ.) γίνεται επίσημα το άνοιγμα στους Εθνικούς και ο Απ. Παύλος θα αναδειχθεί σε κατ’ εξοχήν «απόστολο των εθνών» και ευαγγελιστή της οικουμένης, όλης δηλαδή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ως «θαύμα» – μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός -θεωρείται, η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού μέσα στην Ιστορία. Διότι με αυτήν συντελείται η αποφασιστικότερη αλλαγή στην πορεία του κόσμου. Πρόκειται για καθολικό αναπροσανατολισμό της Οικουμένης και είναι η μόνη περίπτωση στην Ιστορία, για την οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανεπιφύλακτα ο όρος «Νέα Εποχή», αφού με αυτόν χαρακτηρίζεται ο νέος κόσμος, πού γεννήθηκε, με την άκτιστη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, την ημέρα της Πεντηκοστής. Είναι «το σώμα του Χριστού», η Εκκλησία. Και ολόκληρη η ελληνορωμαϊκή Οικουμένη εξελικτικά θα μεταμορφωθεί σε Εκκλησία, ως Χριστιανική Οικουμένη. Με τη συναδέλφωση και ένωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού ανακαινίζεται ο κόσμος και η Ιστορία. Και τούτο πραγματοποιείται με διαδοχικές υπερβάσεις. Πρώτα με τήν υπέρβαση του ιουδαϊκοί εθνικισμού και τη χριστιανική κατάφαση και του κόσμου των Εθνών, όλης της Οικουμένης. Με το μήνυμα του Ευαγγελίου καταξιώνεται η παγκοσμιότητα του μηνύματος της πατρότητας του Θεού («σωτήρ πάντων ανθρώπων, μάλιστα πιστών», Α’ Τιμ. 4, 10), ο οποίος «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4). Ενούμενος όμως με το Χριστιανισμό πραγματοποιεί και ο Ελληνισμός την μεγαλειωδέστερη αυθυπέρβασή του.
Η ουσία του Ελληνισμού είναι «η ζήτησις της αληθείας» (Κλήμης Αλεξανδρεύς) (πρβλ. Α’ Κορ. 1, 22). Της Αλήθειας σε όλες της τις εκφάνσεις και πραγματώσεις, συνεπώς και στο χώρο της θρησκείας. Ο λόγος του Απ. Παύλου στον Άρειο Πάγο των Αθηνών καταξιώνει χριστιανικά αυτή τη ζήτηση, ως αυθεντική και ειλικρινή, και πραγματοποιεί τη γεφύρωση ανάμεσα στη ζήτηση και τη διά του Παύλου απάντηση του Θεού: «ον ούν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν» (Πράξ. 17, 23). Αυτού του πνεύματος φορέας ήταν ο Απ. Παύλος, όταν επισκεπτόταν και την Ιωνία.
Ο εκχριστιανισμός της μικρασιατικής Ιωνίας έγινε διά του Απ. Παύλου, του φωτιστού όλου του Ελληνισμού. Κατά την β’ περιοδεία του ο Παύλος (Πράξ. 16 έ.) πέρασε εγκάρσια όλη τη Μικρασία. Το όραμα με τον Μακεδόνα στην Τρωάδα (Πράξ. 16, 9 έ.), πού καλούσε τον Παύλο («…διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν»), θα φέρει τον Απόστολο στο έδαφος της μητροπολιτικής Ελλάδας, με πρώτο πέρασμα τη Σαμοθράκη (Πράξ. 16, 11). Ο Παύλος ακολούθησε, έτσι, αντίστροφη πορεία από εκείνη του Αλεξάνδρου, για την πνευματική κατάκτηση της Δύσεως.
Μετά από μία σύντομη παραμονή στην Έφεσο κατά την επιστροφή του (Πράξ. 18, 19), θα επανέλθει σ’ αυτήν ο Παύλος (19, 1 έ.) εισάγοντας αυθεντικά το Χριστιανισμό, όπως αφηγείται ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων. Η ελληνική Μητρόπολη της Ιωνίας θα γίνει με τον εκχριστιανισμό της η πρώτη (σε σημασία) Χριστιανική Μητρόπολη της Ασίας, με δεύτερη την Εκκλησία της Σμύρνης.
Η γενέτειρα του σοφού Ηρακλείτου και όλη η ανθυπατική Ασία (19, 26) έγινε πεδίο ιεραποστολικής δραστηριότητας του Παύλου και των μαθητών του. Οι Πράξεις των Αποστόλων δίνουν μία εκτενή αναφορά στη δράση του Παύλου εκεί, μία δράση πού, όπως αναμενόταν, λειτούργησε προκλητικά και στους εξαρτημένους από τον φαρισαϊκό φανατισμό Ιουδαίους, αλλά και στους συνδεόμενους με τη λατρεία της Αρτέμιδος Έλληνες και λοιπούς εθνικούς. Ο «παλαιός κόσμος» – Ιουδαϊσμού και εθνισμού – αντιστάθηκε με πείσμα στο ευαγγέλιο της «καινής κτίσης» (Γαλ. 6, 15), διότι αυτό κατέλυε την εξουσία του. Δυναμικότερη όμως υπήρξε η αντίδραση εκ μέρους του εθνικού κόσμου.
Η Έφεσος, λόγω της λατρείας της Αρτέμιδος (Dianae των Ρωμαίων) ήταν πόλη ιερή, στο κέντρο της οποίας δέσποζε μεγαλόπρεπα ο Ναός της θεάς. Η Έφεσος ήταν κάτι σαν Ιερουσαλήμ της Ασίας. Μεγάλο μέρος τού πληθυσμού προσποριζόταν μεγάλα οικονομικά οφέλη από το Ναό. Ήταν το «κεφάλαιο» της περιοχής. Ο Ναός ήταν συγχρόνως και Τράπεζα. Στρατός ολόκληρος από ιερείς και Ιέρειες, νεωκόρους, τραγουδιστές, μουσικούς, μάγους, αλλά και κακούργους, που κατέφευγαν στο άσυλο τού Ναού -όλα δηλαδή τα συνδεόμενα με τη «θρησκεία» στοιχεία – είχαν κάθε λόγο να δουν τον Παύλο ως κοινωνικό ανατροπέα και αναιρέτη της «καθεστηκυίας» κοινωνικής τάξεως. Για τις ταραχές, που προκάλεσε ο «αργυροχόος» Δημήτριος, γίνεται λόγος, πάλι, στις Πράξεις (19, 23 έ.). Ο Παύλος, κηρύσσοντας την πνευματική λατρεία τού Χριστιανισμού (Ιω. 4, 24), απέρριπτε στην πράξη τους χειροποίητους «θεούς» των ειδώλων και τις ειδωλολατρικές πρακτικές. Το επιχείρημα τού Δημητρίου ήταν: Δεν κινδυνεύουμε μόνο επαγγελματικά, αλλά και ιδεολογικά (ο ναός χάνει τη σημασία του). «Η θεά κινδυνεύει να χάσει το μεγαλείο της».
Είναι η πρώτη Ιστορικά ουσιαστική προσπάθεια οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων να ανακόψουν την εξάπλωση τού Χριστιανισμού. Συγχρόνως όμως είναι και μία απόδειξη της ανθεκτικότητας της παλαιάς τάξεως πραγμάτων – και ιδιαίτερα τού θρησκευτικού κατεστημένου τού ελληνορωμαϊκού κόσμου. Στο επίπεδο της κρατικής θρησκείας και της θρησκεύουσας φιλοσοφίας θα διεξάγεται στο εξής η πάλη Χριστιανισμού – Ελληνισμού. Το γεγονός, όμως, ότι «τινές των Ασιαρχών» θα μείνουν «φίλοι» τού Παύλου και θα τον προστατεύσουν (Πράξ. 19, 31), είναι η προγραμματική επιβεβαίωση μιας αμετάτρεπτης έκτοτε πραγματικότητας: ο Χριστιανισμός (ως Ορθοδοξία) δεν θα λάβει στον Ελληνισμό ποτέ ταξικό χαρακτήρα, αφού άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα θα τον δέχονται ή θα τον απορρίπτουν. Η στάση της κοινωνίας της Εφέσου απέναντι στο κήρυγμα τού Παύλου αποκαλύπτει τη στάση τού «παλαιού κόσμου» απέναντι στην «καινότητα» τού ευαγγελικού μηνύματος. Οι «προς Εφεσίους» επιστολές τού Παύλου και τού αγίου Ιγνατίου τού Θεοφόρου (107 μ.Χ.), από τα σημαντικότερα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας, φανερώνουν τη σημασία της ελληνικής Εφέσου ως χριστιανικού κέντρου στην αποστολική και μεταστολική εποχή.
Το έργο τού Παύλου θα συνεχίσει στην Έφεσο ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος στην Αποκάλυψη (2, 1-7) θα αναφερθεί στον «άγγελον» της «εν Εφέσω Εκκλησίας». Για τη διαμονή και δράση τού Ιωάννη στην Έφεσο, ισχυρότερη ως σήμερα μαρτυρία είναι το όνομα της περιοχής: Ayasoluk (σημαίνει: άγιος Θεολόγος). Ο μαθητής τού ΠαύλουΤιμόθεος («υιός γυναικός Ιουδαίας πιστής, πατρός δε Έλληνος», Πράξ. 16, 13) φέρεται ως πρώτος Επίσκοπος της Εφέσου και της Ιωνίας (από την αρχή της δεκαετίας τού 60 ως το 97 περίπου, που μαρτύρησε) . Τον β’ αιώνα η Έφεσος θα είναι πολυάριθμη εκκλησία με καλή οργάνωση και έντονη πνευματική ζωή. Στα τέλη του αιώνα αυτού θα είναι το μητροπολιτικό κέντρο της Ασίας, ως τον ια’ αι., οπότε θα καταστραφεί από τους Σελτζούκους η πόλη. Η σύγκληση στην Έφεσο της Γ’ Οικουμενικής (431) και της «Ληστρικής» Συνόδου (449) φανερώνουν τη σπουδαιότητά της τον ε’ αιώνα.
Το δεύτερο σε σημασία χριστιανικό κέντρο της Ιωνίας θα είναι από τους αποστολικούς χρόνους η Σμύρνη. Η Εκκλησία της μαρτυρείται αμέσως μετά την Εκκλησία της Εφέσου στην Αποκάλυψη (2, 8-10). Εκεί θα γράψει τις επιστολές του προς τις εκκλησίες Τράλλεων, Μαγνησίας, Εφέσου και Ρώμης ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (107). Ο επίσκοπος της Πολύκαρπος αναδεικνύεται μεγαλειώδης μορφή της αρχαίας Εκκλησίας με το μαρτύριο του στην πόλη της Σμύρνης (165 μ.Χ.). Η Εκκλησία της Σμύρνης είχε ομαλότερη πορεία από εκείνη της Εφέσου, διότι τον ιγ’ αιώνα περιελήφθη στην αυτοκρατορία της Νικαίας και έζησε μία νέα ακμή, για να αποβεί το σημαντικότερο κέντρο τού Ορθοδόξου Ελληνισμού (της «ρωμηοσύνης») ως τα 1922.
Είναι γεγονός ότι και στην Ιωνία, όπως σε κάθε περιοχή τού ρωμαϊκού κόσμου, στην οποία ήκμαζε ο Ελληνισμός, η είσοδος τού Χριστιανισμού οδήγησε σε ένα νέο ιστορικό μέγεθος, που εκφραζόταν με ένα νέο τρόπο υπάρξεως και μεταστοιχείωσε τελικά όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Το νέο αυτό μέγεθος είναι η Ορθοδοξία, που δηλώνει το Χριστιανισμό στην αυθεντικότητά του, ενωμένο ασύγχυτα και αδιαίρετα με τη μεταμορφωμένη εν Χριστώ ελληνικότητα.
Η Ορθοδοξία θα αποβεί ο κυριότερος συνθετικός παράγοντας των ασιατικών πληθυσμών και το μεγαλύτερο στήριγμα τους. Ο Ν. Γιόργκα έχει δίκιο, όταν βλέπει την Ορθοδοξία ως «μέγαν παράγοντα εξελληνισμού» των ασιατικών περιοχών, διότι πράγματι ο πλήρης εξελληνισμός της Μικρασίας και γενικά τού «Βυζαντίου» / Ρωμανίας επετεύχθη μέσω της Ορθοδοξίας. Διότι ο Χριστιανισμός ως Ορθοδοξία διέσωσε όλα τα αυθεντικά στοιχεία της ελληνικότητας, ό,τι εκλεκτότερο είχε δημιουργήσει, κινούμενος από τη θεία χάρη, ο κόσμος προ της Σαρκώσεως.
Το περίεργο είναι, ότι η σύγκρουση Ελληνισμού – Χριστιανισμού ήταν σφοδρότερη στο χώρο της λαϊκής θρησκείας (ας θυμηθούμε τα γεγονότα της Εφέσου), απ’ όσο στο χώρο τού πνεύματος, όπου διαπιστωνόταν η κατ’ αρχήν σύμπτωση τους: οικουμενικότητα, υπερφυλετικότητα (αντιρατσισμός), επίγνωση των ορίων τού λόγου, εσωτερικότητα, αλλά και κοινωνικότητα. Η σύνδεση Χριστιανισμού – Ελληνισμού, θα διατηρήσει την ισορροπία της στα πρόσωπα των Αγίων, των Πατέρων, διότι αυτοί σ’ όλους τους αιώνες θα ιεραρχούν ορθά τα δύο μεγέθη. Στην πατερική παράδοση Ελληνισμός και Χριστιανισμός δεν συνδέονται ως ισοδύναμα μεγέθη. Σ’ αυτήν η Ορθοδοξία δεν είναι απλή συνέχεια τού Ελληνισμού, αλλ’ υπέρβασή του. Ο Ελληνισμός πεθαίνει και ανασταίνεται για να ενωθεί με το Χριστιανισμό, ως ανθρώπινη φύση σε μία θεανθρώπινη ενότητα. Έτσι, δικαιώνεται μεταξύ άλλων ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν διακηρύσσει: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλ’ έπί των βημάτων μόνον επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ. Νουν γαρ ούτοι (…) έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπινής διανοίας φθέγγονται». Ο Άγιος Γρηγόριος συνοψίζει εδώ την πατερική αυτοσυνειδησία.
Ανισορροπία στη διασύνδεση Χριστιανισμού – Ελληνισμού υπάρχει στην αίρεση. Στις αιρέσεις ο Ελληνισμός δεν υπερβαίνεται, αλλά παραλαμβάνεται αυτούσιος. Γι’ αυτό ορθά έχει λεχθεί (Α. Harnack), ότι στις αιρέσεις συντελείται «εξελληνισμός του Χριστιανισμού». Το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» (843 μ.Χ.) έχει δώσει την τελεσίδικη λύση στη σύνδεση Χριστιανισμού και Ελληνισμού ως θύραθεν σοφίας: «Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις ματαίως αυτών δόξαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσιν (…), ανάθεμα».
Η Χριστιανική Ελλάς δεν είναι οξύμωρον, αλλά «καινή κτίση», νέο ιστορικό μέγεθος, ένωση θείας και ανθρώπινης φύσεως, θεανθρωπισμός, ως Ορθοδοξία. Γι’ αυτό και η τυχόν επιστροφή τού σημερινού Ελληνισμού στην προχριστιανική αρχαιότητα θα είναι εγχείρημα απονενοημένο. Διότι κάτι τέτοιο είναι πια για τον Ελληνισμό αδύνατο και ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Ο Ελληνισμός της μικρασιατικής Ιωνίας, γνήσιο τμήμα τού καθόλου Ελληνισμού, διέγραψε και αυτός την καθορισμένη από τη Θεία Χάρη πορεία του από το Πανιώνιο στη Ρωμηοσύνη. Η αρχαία θρησκεία, που αποτελούσε το πνευματικό στοιχείο της ενότητάς του, υποχώρησε μπροστά στην Πίστη τού Χριστού, που θα τον οδηγήσει σε μία καθολικότερη ενότητα στα όρια της Ελληνορθόδοξου Ρωμανίας, της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης! Από τη λατρεία της Μεγάλης Θεάς, της Αρτέμιδας, θα αναχθεί στην τιμή της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναγίας.
Στην Έφεσο, όπου εν ονόματι της Αρτέμιδας διώχθηκε ο Απ. Παύλος, θα κηρυχθεί συνοδικά (431) η εκ Παρθένου Μαρίας σάρκωση τού Θεανθρώπου Σωτήρος και η Παναγία θα ομολογηθεί «αληθώς Θεοτόκος». Η Ελληνική συνείδηση στρέφεται, έτσι, από την Αθήνα στην Πόλη τού Γένους, με την οποία θα μείνει αδιάσπαστα ενωμένη η Ελληνική Ιωνία. Ο Ελληνισμός της θα συνεχίσει να δίνει δια μέσου των αιώνων τη μαρτυρία του για την Αλήθεια, από την εποχή τού Ηρακλείτου ως την εποχή μας.
Για την αλήθεια τού Χριστού θα μαρτυρήσει ο άγιος Πολύκαρπος και για την Ελληνοορθοδοξία θα θυσιαστεί ο Σμύρνης Χρυσόστομος, ο Εθνομάρτυς (1922). Πρόκειται για την ίδια μαρτυρική διάθεση και προσφορά δια μέσου των αιώνων, που καταξιώνει τον Ελληνισμό ως παγκόσμιο φωτοδότη.
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου