Οι χριστιανοί
ενώ πολιτεύονται στήν γή ταυτόχρονα προσδοκούν και τήν πολιτεία τών ουρανών. Επιζητούν
τήν ουράνια πόλη, που είναι μόνιμη. Ζούν δηλ. ανάμεσα σε δύο πολιτείες, που
διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους. Η μια έχει τα θεμέλιά της στήν γή που ο Θεό
δημιούργησε, αλλά οι άνθρωποι έκτισαν. Η άλλη έχει θεμελιωτή και αρχιτέκτονα
τόν ίδιο τόν Θεό, όπως αναφέρει ο απ. Παύλος: «τήν πόλη που έχει θεμέλια και
τής οποίας αρχιτέκτονας και δημιουργός είναι ο Θεός».
Δεν μπορούν
όμως οι πιστοί να κατοικήσουν κατ’ ευθείαν στήν πόλη τού ουρανού, στήν Βασιλεία
τών ουρανών, χωρίς να περάσουν απ΄ τήν γή αυτή. Είναι δηλ. καθοριστικός ο ρόλος
τής ζωής, που ζούμε στόν υλικό αυτό κόσμο, για να γίνει η ελπίδα και προσδοκία μας
για τήν άλλη ζωή πραγματικότητα.
Γιατί εδώ
σπείρεται και καλλιεργείται η πίστη και εδώ διεξάγεται ο πνευματικός αγώνας τού
κάθε χριστιανού. Αυτό τονίζεται έντονα από τόν Απόστολο, ο οποίος αναφέρεται
στόν αγώνα τής πίστεως τών δικαίων τής Παλαιάς Διαθήκης. Με τήν δύναμη τής
πίστεως στόν αληθινό Θείο θαυματούργησαν, αντιμετώπισαν τις εξουσίες τού κόσμου,
υπέμειναν πειρασμούς και διωγμούς, ακόμη και μαρτύριο.
Γιατί έκαναν
τόσο αγώνα οι άγιοι και δίκαιοι τής Π.Δ.; Και γιατί απαιτείται ο ίδιος αγώνας
και για όλα τά μέλη τής Εκκλησίας, τούς πιστούς χριστιανούς τού κόσμου αυτού;
Ασφαλώς δεν αποσκοπούσε ο αγώνας τους στό να κληρονομήσουν τήν γή αυτή. Αν και
ο Θεός είχε υποσχεθεί στόν Αβραάμ τήν γή τής επαγγελίας, τήν Παλαιστίνη, όπου
θα γινόταν πατέρας ενός ολόκληρου έθνους, τού εβραϊκού. Όμως δεν αρκούσε σε ένα
τέτοιο δίκαιο ένα μέρος στήν γή αυτή, σαν ανταμοιβή. Αν και ο Μωυσής, με τήν
προσευχή του άνοιξε τήν Ερυθρά Θάλασσα για να περάσει ο λαός τού Θεού και αξιώθηκε
να πάρει στα χέρια τού τόν Νόμο τού Θεού, όμως δεν αξιώθηκε να μπεί στήν
επίγεια γή τών προγόνων τού. Άξιζε για κάτι πολύ περισσότερο.
Διότι οι
ίδιοι προσδοκούσαν κάτι περισσότερο, κάτι ανώτερο από τήν στιγμή που μπήκε ο
Θεός στήν ζωή τους. Αλλά και ο Θεός τούς προόριζε όχι για τήν γή αυτή, αλλά για
κάτι καλύτερο, «κρείττον τι προβλεψαμένου», δηλ. για τήν αιώνια ζωή. Ήταν τόσο
μεγάλη η πίστη τους και η αφοσίωσή τους στόν Θεό, τόσο μεγάλη η πνευματική τους
αξία, που δεν συγκρίνεται με οποιαδήποτε εγκόσμια αξία, όπως γράφει ο
Απόστολος: «ών ουκ ήν άξιος ο κόσμος». Κι αν ακόμη ζυγισθεί η αξία τους με τόν
κόσμο αυτό θα βαρύνει η αρετή τους, γιατί είναι τιμιότεροι από τήν γη αυτή,
αναφέρει και ο ιερός Χρυσόστομος.
Επομένως
η προσδοκία όλων τών ανθρώπων τού Θεού Παλαιάς και Καινής, όλων τών χριστιανών
είναι η αιώνια ζώη, η άνω Ιερουσαλήμ, αυτή που κήρυξε ο Χριστός: «η Βασιλεία
τών ουρανών». Είναι η πολιτεία για τήν οποία έχυσε το Αίμα του πάνω στόν
Σταυρό. Είναι ο νέος κόσμος, που η αρχή του ξεκίνησε από τότε που ο Χριστός
ήλθε στήν γή και η ολοκλήρωσή του έγινε με τήν Ανάστασή Του και τήν άνοδό Του
στόν ουρανό, όπου μας ετοίμασε «δόματα»,
οικήματα σε μια πόλη που δεν σείονται τα θεμέλιά της, ούτε τήν φθείρει ο
χρόνος, γιατί εκεί κατοικεί η αιωνιότητα τού Θεού.
Ο σύγχρονος
άνθρωπος καλείται να αξιολογήσει τις δύο πολιτείες, τήν επίγεια και τήν
επουράνια. Να λάβει υπ’ όψιν τού τήν διδασκαλία τού Ευαγγελίου και τής
Εκκλησίας για τήν Βασιλεία τών ουρανών, αλλά ταυτόχρονα να αντισταθμίσει όλα τα
αγαθά τής παρούσας ζωής.
Το ξεκίνημα
γίνεται από τί μάς προσφέρει η ζωή αυτή, διότι είναι η άμεση αισθητή
πραγματικότητα που ζούμε. Από τήν στιγμή που η πρόνοια τού Θεού μάς φέρνει στόν
κόσμο αυτό, καλούμαστε να τόν γνωρίσουμε, να τόν αξιολογήσουμε και να τόν
ζήσουμε. Δεν μπορούμε να τόν απορρίψουμε, διότι η άρνηση τής ζωής είναι άρνηση
τού θελήματος τού Θεού, τής δωρεάς του.
Και τίθεται
τό ερώτημα: Με ποια κριτήρια θα γίνει αυτή η αξιολόγηση; Κριτήρια σαρκικά; Κριτήρια
αλαζονικά; Κριτήρια αφελή; Κριτήρια τής εκάστοτε νοοτροπίας και κοινωνικής
κατάστασης που επικρατεί; Κριτήρια επιστημονικά; Όλα λαμβάνονται υπ’ όψιν για
να γίνει η εναρμόνιση μέσα στό πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον που θα
ζήσουμε. Όμως χρειάζεται ένα σταθερό, ακλόνητο, δοκιμασμένο κριτήριο για να
γίνουν οι σωστές επιλογές, να βρεθεί τό μέτρο. Και αυτό βγαίνει ξεκάθαρα από τό
σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Είναι η πίστη στόν αληθινό Θεό.
Ό,τι
έκαναν οι προπάτορες τού Χριστού, οι Προφήτες και οι δίκαιοι τής Π. Δ., το
έκαναν με τήν δύναμη τής πίστεως στόν Θεό. Ό,τι «επέτυχον» οι Άγιοι τής
Εκκλησίας, τό κατάφεραν με τήν δύναμη τής πίστεως στόν Χριστό, τόν Υιό τού
Θεού. Αγωνίστηκαν στήν ζωή αυτή να αξιοποιήσουν τόν χρόνο, τις ευκαιρίες, τα
γεγονότα, τις προθέσεις και επιθυμίες, τού λογισμούς και τις έννοιες, τόν
πολιτισμό, τις αντιλήψεις τής κοινωνίας, τις προλήψεις και τα διάφορα πιστεύω,
ακόμη και τήν σωματική τους υγεία και να τούς δώσουν προοπτική αιωνιότητας. Η
στάση τους δεν ήταν αρνητική για τήν ζωή, αλλά τής έδωσαν τήν προέκταση που ο Θεός
έχει υπολογίσει. Στήν ουσία, με τήν επιλογή τού τρόπου ζωής τους εδώ, εφάρμοσαν
τήν ορθοδοξία τής πίστεως, που ο Θεός τούς αποκάλυψε.
Αν αφαιρεθεί
η πίστη στόν Χριστό και τήν Εκκλησία, ο άνθρωπος ζεί όλες τις προκλήσεις και
εκδηλώσεις ως παρελθόν, χωρίς να το συνειδητοποιεί. Δεν οδηγεί τις καταστάσεις
αλλά τόν οδηγούν. Για κάθε χρόνο επενδύει προσδοκίες που οι περισσότερες δεν
πραγματοποιούνται. Αλλά και αυτές που πραγματοποιούνται έχουν τόσο λίγη
διάρκεια, ώστε τις έχουν προλάβει οι νέες καταστάσεις στόν κόσμο αυτό. Δεν γίνονται
οι επιλογές του κριτήριο ζωής, αλλά κρίση στήν ζωή του. Θέλει ο σύγχρονος
άνθρωπος να ζήσει τήν ζωή και αυτό δεν είναι κατακριτέο. Η έλλειψη τής πίστεως
στόν Θεό όμως μειώνει τό κριτήριο στήν αξία τής ζωής διότι λείπει η δύναμή του,
ο φωτισμός του, που είναι απαραίτητα κριτήρια για να αποκτήσει η ζωή νόημα και
αξία πνευματική. Αντί να ζουν οι άνθρωποι, κυνηγούν τήν ζωή, αλλά εκείνη τούς
προλαβαίνει. Γιατί η ζωή έχει προέλευση θεία και από εκεί αξιολογείται και
ελέγχεται. Είναι οι θείες παρεμβολές που συντηρούν και αυξάνουν το δώρο τής
ζωής και τό επεκτείνουν, το μεταβάλλουν σε αιώνιο ζωή, σε πολιτεία ουράνια,
στήν Βασιλεία τού Θεού.
Αρχιμ Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου