Ο Κύριος
Ιησούς Χριστός βρισκόμενος πάνω στήν γή και συναναστρεφόμενος με τούς ανθρώπους
ζούσε ταυτόχρονα και τήν θεία μακαριότητα και τό ανθρώπινο δράμα. Ήταν στόν θρόνο
τού Πατέρα του και στόν παράδεισο και μέσα στό θείο φώς, αλλά επίσης και μέσα
στόν άδη και στόν ωκεανό τών θλίψεων τής ανθρωπότητας. Η απέραντη θεϊκή χαρά
και ο αβάσταχτος πόνος για τίς αμαρτίες τών ανθρώπων συνυπήρχαν μέσα του. Έτσι,
αγκάλιαζε και αγκαλιάζει τά σύμπαντα με τήν συμπάσχουσα θεϊκή του αγάπη.
Πάνω
στό όρος Θαβώρ αποκάλυψε λίγο σε τρείς μαθητές του τήν αιώνια θεϊκή του δόξα,
ενώ όταν κατέβηκε από τό όρος αντίκρισε τήν ανθρώπινη τραγωδία σε όλο της τό
μεγαλείο. Συνάντησε έναν ολιγόπιστο πατέρα, ένα νέο κατεχόμενο από φοβερό
δαιμόνιο και ένα πλήθος ανθρώπων που με φιλοκατήγορη διάθεση σχολίαζε τήν
ανικανότητα τών Αποστόλων να βγάλουν τό πονηρό πνεύμα.
Τό διπλό
αυτό βίωμα τής χαράς και τού πόνου αποτελεί τήν ουσία και τήν κυριότερη έκφραση
τής γνήσιας αγάπης. Έτσι θέλει ο Θεός να είναι ο άνθρωπος πάν στήν γή. Απαλλαγμένος
από τήν αμαρτία να κατατρυφά στήν χάρη τού Αγίου Πνεύματος και τήν θεϊκή
ειρήνη, και γεμάτος αγάπη προς όλους τούς ανθρώπους και όλη τήν κτίση να χύνει
καθημερινά αίμα για τήν σωτηρία τους.
Σε
αυτήν τήν τέλεια αγάπη οδηγούσε παιδαγωγικά τούς μαθητές του ο Ιησου΄ς.
ανεβάζοντάς τους στήν κορυφή τού όρους, τούς κατέστησε θεατές τού μεγαλείου τής
ανθρώπινης φύσης μέσα στό φώς τού Θεού. Κατεβάζοντάς τους από τό Θαβώρ, τούς
έδειξε τήν τραγικότητα τής ανθρωπότητας
κάτω από τήν εξουσία τών δαιμόνων. Θεραπεύοντας με έναν λόγο τόν νέο, τούς
παρηγόρησε με τήν ευσπλαχνία τού Θεού προς τούς ανθρώπους. Προλέγοντάς του τά
φρικτά του πάθη και τόν σταυρικό θάνατο, τούς γέμισε με λύπη για τήν ασπλαχνία
και αγνωμοσύνη τών ανθρώπων. Προφητεύοντας τέλος τήν ανάστασή του, ασφάλισε τόν
νού και τήν καρδιά τους με τήν βεβαία ελπίδα προς τόν ελεήμονα Θεό. Τό αποκορύφωμα
τής παιδαγωγίας αυτής θα είναι η Πεντηκοστή. Τότε οι μαθητές γέμισαν εξ
ολοκλήρου από τήν θεϊκή δόξα και αιωνιότητα, αλλά ταυτόχρονα έλαβαν τήν δύναμη
τής αγάπης, ώστε να πορευθούν σε όλα τά έθνη και συμμετέχοντας στίς ποικίλες
θλίψεις τών ανθρώπων, να τούς αρπάζουν από τήν πλάνη, τήν αμαρτία και τόν
διάβολο, και να τούς καθιστούν υιούς Θεού και κληρονόμους τής αιώνιας
βασιλείας.
Η κύρια
αιτία που δεν μπόρεσαν οι μαθητές του Κυρίου να θεραπεύσουν τόν νέο ήταν η
απιστία τού πατέρα. Άλλωστε τό γεγονός ότι ο υιός του από πολύ μιρκή ηλικία καταλήφθηκε
από δαιμόνιο, δείχνει ότι οι γονείς τού δεν είχαν προσεκτική ζωή. Διαφορετικά δεν
θα μπορούσε τό φοβερό δαιμόνιο να πειράξει τό παιδί σε μια ηλικία, τήν οποία
χαρακτηρίζει η αθωότητα και η έλλειψη μεγάλων αμαρτιών. Παρόλα αυτά ο πατέρας
δεν έχει συναίσθηση τής ευθύνης του και κατηγορεί δημοσίως τούς Αποστόλους για
τό ότι δεν μπόρεσαν να βγάλουν τό ακάθαρτο πνεύμα. Γι αυτό ο Ιησούς τόν επιτιμά,
και μαζί με αυτόν επιτιμά και όλους τούς παρευρισκομένους, διότι αρκετοί από αυτούς
είχαν σκανδαλισθεί και έκαναν κακούς λογισμούς για τούς μαθητές. Συγκεκριμένα,
τούς χαρακτήρισε άπιστη και διεστραμμένη γενιά, φανερώνοντας ότι αυτοί κυρίως
έφταιγαν, λόγω τής απιστίας και τού διεστραμμένου φρονήματός τους. Οδηγώντας λοιπόν
τόν πατέρα στην συναίσθηση τής ενοχής του και κάνοντάς τον να ομολογήσει
δημοσίως τήν ολιγοπιστία του, βρήκε μέσα του τόπο, ώστε να ενεργήσει η θεία
χάρη, δίχως να παραβιάσει τήν ελευθερία του. Στήν συνέχεια με έναν απλό λόγο
του θεράπευσε τόν νέο.
Επειδή οι
μαθητές φοβήθηκαν μήπως έχασαν τήν χάρη να θαυματουργούν, ρώτησαν τόν Ιησού για
ποιο λόγο δεν μπόρεσαν να βγάλουν τό δαιμόνιο από τόν νέο. Ο Κύριος τούς
απάντησε ότι αυτό οφείλεται στήν απιστία τους. Και πρόσθεσε ότι αν είχαν τόση
πίστη, όσο είναι τό μέγεθος ενός κόκκου σιναπιού, τότε θα μπορούσαν να κάνουν
ακόμη και τα πιο μεγάλα θαύματα. Με τα λόγια του αυτά ο Κύριος αναφέρεται στήν
δεύτερη βαθμίδα τής πίστεως. Δηλαδή στήν σταθερή εκείνη πνευματική κατάσταση,
στήν οποία ο πιστός, διαθέτοντας μόνιμα μέσα του άφθονη τήν παρουσία τής θείας
χάριτος, έχει τήν άνωθεν πληροφορία πώς ό, τι ζητήσει από τόν Θεό, θα γίνει. Πράγματι,
οι μαθητές, επειδή δεν ήταν ακόμη σταθεροποιημένοι στήν αρετή και τήν χάρη τού
Αγίου Πνεύματος, δεν μπόρεσαν, όπως ο Ιησούς, νε μεταβάλλουν τήν ολιγοπιστία
τού πατέρα και να θεραπεύσουν τόν υιό του. Γι αυτό και ο Κύριος τόνισε τήν
ανάγκη τής νηστείας και τής προσευχής, και κατ’ επέκταση και τών άλλων αρετών:
για να τονίσει ότι δεν μπορούμε να μεταβούμε «εκ πίστεως εις πίστιν», από τήν
πίστη ότι υπάρχει ο Θεός, στην πίστη ότι μπορεί ο Θεός να ενεργήσει άμεσα όταν
του το ζητήσουμε, αν δεν γεμίσουμε τήν ύπαρξή μας με τήν θεία χάρη τηρώντας με
συνέπεια τις εντολές του. Ας εργαζόμαστε λοιπόν με πολύ φιλότιμο τίς εντολές
τού Κυρίου, ώστε προοδεύοντας στήν πίστη, και τά δαιμονιώδη πάθη να υποταχθούν
σε μας και τά ονόματά μας να γραφτούν στούς ουρανούς. Αμήν.
Αρχιμ. Π.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου