Πατέρας του ήταν ο Ιπποκλής, ένας Θηβαίος ευγενής. Αν και μεγάλωσε μέσα σε πλούτη, ο Πελοπίδας ανέπτυξε ακέραιο χαρακτήρα, ακολουθώντας λιτό και απλό βίο. Γυμναζόταν συχνά, και από τις αγαπημένες του ασχολίες ήταν η πάλη και το κυνήγι, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος[1]. Διέθετε όλο του το χρόνο του για τις ανάγκες της πόλης του, γεγονός που ουσιαστικά δεν του άφηνε περιθώρια να διαχειριστεί επικερδώς την περιουσία του, με αποτέλεσμα αυτή να συρρικνωθεί, αν και ουδόλως φαίνεται να τον ενδιέφερε[2] κάτι τέτοιο. Επιπλέον βοηθούσε αφειδώς τους φτωχούς. Χαρακτηριστικά, καταγράφεται ένα περιστατικό όπου οι φίλοι του τον νουθετούσαν ότι παραμελεί τα χρήματα, τα οποία είναι κάτι αναγκαίο. Τότε αυτός τους έδειξε τον Νικόδημο, έναν κουτσό και τυφλό, και είπε: "Αυτούς είναι αναγκαίο να μην παραμελούμε".[3]
Από νωρίς συνδέθηκε μέσω στενής φιλίας με τον Επαμεινώνδα. Συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον ως προσωπικότητες και τους ένωνε μια κοινή φιλοδοξία, η καταξίωση της πόλης τους στο πολιτικό στερέωμα της αρχαίας Ελλάδας. Η φιλία τους έγινε πιο δυνατή κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας των Σπαρτιατών στην Αρκαδία, το 385 π.Χ. Η Θήβα, σύμμαχος της Σπάρτης τότε, είχε συνδράμει τους Λακεδαιμόνιους με ένα στρατιωτικό σώμα, στο οποίο εντάσσονταν ο Πελοπίδας και ο Επαμεινώνδας. Στη Μαντίνεια διεξήχθη μάχη, στην οποία ο Πελοπίδας δεχόμενος επτά τραύματα έπεσε στο έδαφος. Ο Επαμεινώνδας, παρόλο που τον θεώρησε νεκρό, έσπευσε να τον υπερασπιστεί, μόνος εναντίον πλήθους εχθρών. Σύντομα και ο ίδιος πληγώθηκε από λόγχη στο στήθος και από ξίφος στον βραχίονα. Ωστόσο η ανέλπιστη παρέμβαση του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησιπόλιδος, ο οποίος αφίχθη στο σημείο, τους έσωσε από βέβαιο θάνατο[4].
Το 382 π.Χ. τρεις Θηβαίοι ολιγαρχικοί, ο Αρχίας, ο Λεοντίδας και ο Φίλιππος προσκάλεσαν τον Σπαρτιάτη στρατηγό Φοιβίδα να τους βοηθήσει να καταλάβουν την εξουσία. Ο Φοιβίδας πράγματι πείσθηκε και κατέλαβε αιφνιδιαστικά την Καδμεία, ακρόπολη της Θήβας, την ημέρα της εορτής των Θεσμοφορίων. Στην πόλη εγκαθιδρύθηκε ολιγαρχία, ενώ ειναι χοντρός δημοκρατική μερίδα, στην οποία ανήκε ο Πελοπίδας, υπέστη διώξεις. Ο Ισμηνίας, ένας εκ των ηγετών της, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Σπάρτη. Ο Πελοπίδας και άλλα μέλη της κατέφυγαν στην Αθήνα. Στην Καδμεία παρέμεινε σπαρτιατική φρουρά.
Στις αρχές της άνοιξης του 379 π.Χ. ο Πελοπίδας και άλλοι δημοκρατικοί οργάνωσαν συνωμοσία για την ανατροπή των ολιγαρχικών. Εισερχόμενοι εν μέσω χιονοθύελλας στη Θήβα μεταμφιεσμένοι σε γεωργούς και κυνηγούς και αρχικά κρύφτηκαν σε φιλικά σπίτια. Μια νύχτα το σχέδιο τους ετέθη σε εφαρμογή. Η ομάδα του Πελοπίδα ανέλαβε το δύσκολο έργο να δολοφονήσει τον Λεοντιάδα, ο οποίος περιγράφεται ως νηφάλιος και ανδρείος. Φτάνοντας στην οικεία του, χτύπησαν για αρκετή ώρα την πόρτα και όταν ένας υπηρέτης τους άνοιξε, εισέβαλλαν. Ο Λεοντιάδας ξύπνησε από τον θόρυβο και αντιλαμβανόμενος τα τεκτενόμενα σηκώθηκε, οπλίστηκε και επιτέθηκε στον πρώτο που συνάντησε, τον Κιφησόδωρο, σκοτώνοντας τον. Αμέσως μετά συνεπλάκη με τον επόμενο, που έτυχε να είναι ο Πελοπίδας. Μετά από σκληρή μονομαχία, λόγω της στενότητας του χώρου και του νεκρού που αποτελούσε εμπόδιο, ο Πελοπίδας φόνευσε τον Λεοντιάδα. Της ιδίας μοίρας έτυχαν και οι άλλοι ολιγαρχικοί. Την επομένη ημέρα επικυρώθηκε και τυπικά από την Εκκλησία του Δήμου η αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο Πελοπίδας ακολούθως έλαβε το αξίωμα του Βοιωτάρχη και πολιόρκησε την σπαρτιατική φρουρά στην Καδμεία. Καθότι σύντομα έφθασαν νέα πως ο σπαρτιατικός στρατός βρισκόταν στα Μέγαρα, στους πολιορκημένους επετράπη η αποχώρηση, έπειτα από συμφωνία. Έκτοτε η εκτίμηση των συμπολιτών του προς το πρόσωπο του ήταν έκδηλη, καθώς δεν πέρασε έτος ως τον θάνατο του, που να μην τον εκλέξουν είτε Βοιωτάρχη είτε διοικητή του Ιερού Λόχου.
Η τροπή των εξελίξεων κατέστησε τη σύγκρουση με τη Σπάρτη αναπόφευκτη. Παρότι οι Σπαρτιάτες θεωρούνταν οι καλύτεροι πολεμιστές της Ελλάδας εκείνη την εποχή, το επόμενο διάστημα οι Θηβαίοι σημείωσαν κάποιες σποραδικές επιτυχίες στη Βοιωτία εναντίον τους.[10] Συν τοις άλλοις ο Πελοπίδας με τέχνασμα πέτυχε να στρέψει τους Αθηναίους κατά των Σπαρτιατών.[11] Μετά τη μάχη της Τεγύρας το 375 π.Χ., στην οποία ο Πελοπίδας επικεφαλής του Ιερού Λόχου επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα νικώντας υπέρτερες δυνάμεις, οι Σπαρτιάτες, αποφασισμένοι να απαντήσουν δυναμικά, και με αφορμή τις ηγεμονικές αξιώσεις των Θηβαίων επί των υπολοίπων Βοιωτών εισέβαλλαν στη Βοιωτία με τον βασιλιά Κλεόμβροτο.
Οι Θηβαίοι προετοιμάστηκαν για την κρίσιμη μάχη που θα επακολουθούσε. Όταν ο Πελοπίδας έφευγε, η σύζυγος του γνωρίζοντας τον ορμητικό του χαρακτήρα στη μάχη τον παρακάλεσε δακρυσμένη να προσέξει τη ζωή του. Εκείνος της απάντησε " γι' αυτό, γυναίκα, πρέπει να παρακινείς τους στρατιώτες, τους άρχοντες όμως (να τους παρακινείς) να σώζουν τους άλλους".[12] Προσερχόμενος στο στρατόπεδο των Βοιωτών υποστήριξε τη γνώμη του Επαμεινώνδα για διαξαγωγή μάχης, τη στιγμή που οι υπόλοιποι είχαν διχαστεί και κυριευθεί από ηττοπάθεια. Η συνηγορία του υπέρ της μάχης τους ενέπνευσε εμπιστοσύνη και ελπίδα[13]. Στη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ. που ακολούθησε, οι Θηβαίοι επικράτησαν. Ο Πελοπίδας είχε μέγιστη συνεισφορά πολεμώντας με ορμή και ανδρεία, διασπώντας ως αρχηγός του Ιερού Λόχου τις γραμμές των Σπαρτιατών οπλιτών και προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες.[14] Η νίκη στα Λεύκτρα έθραυσε συντριπτικά την δύναμη της Σπάρτης και ανέδειξε τη Θήβα ως την ισχυρότερη πόλη-κράτος στην Ελλάδα, σηματοδοτώντας την αρχή της περιόδου της Θηβαϊκής ηγεμονίας.
Κατά το 370 π.Χ. μαζί με τον Επαμεινώνδα εισέβαλλαν στην Πελοπόννησο με ισχυρό στρατό, για να υποστηρίξουν το νεοσύστατο Κοινό των Αρκάδων, οι οποίοι μετά τα Λεύκτρα αποφάσισαν να ανεξαρτητοποιηθούν, ενώ και άλλα μέλη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, ηγέτιδα της οποίας ήταν ανέκαθεν η Σπάρτη, οδηγήθηκαν σε αποστασία, όπως η Ηλεία και το Άργος. Επίσης, τον επόμενο χρόνο συνέβαλλαν και στην επανασύσταση του κράτους των Μεσσηνίων, που οι Σπαρτιάτες είχαν καταλύσει από τον καιρό των Μεσσηνιακών Πολέμων. Ακολούθως ο Πελοπίδας και ο Επαμεινώνδας κατηγορήθηκαν από αντιπάλους τους, επειδή κατά την εκστρατεία αυτή διατήρησαν το αξίωμα του Βοιωτάρχη για τέσσερις επιπλέον μήνες μετά τη λήξη της θητείας τους[15]. Γι' αυτό το λόγο δικάστηκαν αλλά τελικώς αφέθησαν ελεύθεροι.
Το 369 π.Χ. αντιπρόσωποι θεσσαλικών πόλεων έφθασαν στη Θήβα, ζητώντας βοήθεια εναντίον του τυράννου των Φερών Αλεξάνδρου. Ο Πελοπίδας εξεστράτευσε με δύναμη στη Θεσσαλία, απωθώντας τον Αλέξανδρο και σώζοντας προσωρινά τους Θεσσαλούς από την επιθετικότητα και τη σκληρότητα του[16]. Αφού διευθέτησε προς ώρας τα θέματα της Θεσσαλίας, έλαβε πρόσκληση να μεσολαβήσει στη διαμάχη για τον θρόνο της Μακεδονίας, που είχε ξεσπάσει μεταξύ του Αλεξάνδρου Β' και του σφετεριστή Πτολεμαίου. Αξιοσημείωτο είναι πως αφού επέλυσε τη διαμάχη, για να διασφαλίσει την τήρηση των συμφωνηθέντων πήρε στη Θήβα τριάντα νέους, γόνους ευγενών, ως ομήρους. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μελλοντικός βασιλιάς Φίλιππος Β', πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[17]
Σύντομα έφθασαν νέα πως ο Αλέξανδρος των Φερών επανέλαβε τις επιθέσεις του κατά θεσσαλικών πόλεων. Ο Πελοπίδας έσπευσε και πάλι στη Θεσσαλία, χωρίς στρατό αυτή τη φορά, με σκοπό να οργανώσει τους ιδίους τους Θεσσαλούς κατά του τυράννου[18]. Παράλληλα όμως πληροφορήθηκε πως ο Πτολεμαίος δολοφόνησε τον Αλέξανδρο Β' και άρπαξε το θρόνο της Μακεδονίας. Ο Πελοπίδας τότε συγκέντρωσε ένα στρατό μισθοφόρων και κινήθηκε κατά του Πτολεμαίου, εκείνος όμως τους εξαγόρασε οδηγώντας τους σε λιποταξία. Ωστόσο φοβούμενος τη δύναμη της Θήβας και τη φήμη του Πελοπίδα, ο Πτολεμαίος προέτεινε να παραμείνει ως αντιβασιλέας, διαφυλάσσοντας τον θρόνο για τους αδελφούς του δολοφονηθέντος βασιλιά, και φυσικά σύμμαχος των Θηβαίων[19]. Επίσης, παρέδωσε τον υιό του Φιλόξενο ως όμηρο στον Πελοπίδα, μαζί με άλλους πενήντα παίδες φίλων του ως εγγύηση.
Επιστρέφοντας ο Πελοπίδας στη Θεσσαλία πληροφορήθηκε πως οι οικογένειες των λιποτακτών μισθοφόρων του βρίσκονταν στη Φάρσαλο. Κατερχόμενος εκεί με ορισμένους άοπλους Θεσσαλούς συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο των Φερών και τους στρατιώτες του. Εκείνος, εκμεταλευόμενος την περίσταση, κατέλαβε την Φάρσαλο και συνέλαβε τον Πελοπίδα, οδηγώντας τον στις Φερές όπου τον φυλάκισε[20]. Οι Θηβαίοι οργάνωσαν εκστρατεία για να τον απελευθερώσουν, όμως απέβη άκαρπη αφού οι αρχηγοί της απεδείχθησαν κατώτεροι των περιστάσεων. Έτσι οργανώθηκε δεύτερη εκστρατεία, με επικεφαλής τον Επαμεινώνδα αυτή τη φορά. Το όνομα και η φήμη του ξεσήκωσε την Θεσσαλία και πάλι κατά του Αλεξάνδρου των Φερών, ο οποίος τελικά αναγκάσθηκε να έλθει σε συμφωνία μαζί του, απελευθερώνοντας τον Πελοπίδα[21].
Το 365 π.Χ. επισκέφθηκε ως αντιπρόσωπος της Θήβας τον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β' όπου εξασφάλισε χρηματοδότηση της πόλης του[22]. Με τα χρήματα αυτά οι Θηβαίοι έφτιαξαν ισχυρό στόλο με τον οποίο απέσπασαν περιοχές που άνηκαν στην δεύτερη Αθηναϊκή συμμαχία.
Με την επάνοδο του στη Θήβα, έφθασαν και πάλι πρέσβεις από την Θεσσαλία ζητώντας ξανά τη βοήθεια του, καθώς ο τύραννος των Φερών Αλέξανδρος κατέστρεφε και υποδούλωνε τις πόλεις τους. Έτσι το 364 π.Χ. ο Πελοπίδας ετοιμάστηκε να εκστρατεύσει ξανά εναντίον του. Κατά την αναχώρηση του σημειώθηκε έκλειψη ηλίου[23]. Καταφθάνοντας στη Θεσσαλία, συγκέντρωσε τις δυνάμεις των Θεσσαλών στα Φάρσαλα και αμέσως κινήθηκε κατά του Αλεξάνδρου. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας. Ο Πελοπίδας, ο οποίος έτρεφε μεγάλη οργή και μίσος για τον άνθρωπο που τον είχε φυλακίσει, προσπάθησε κατά τη διάρκεια της μάχης να τον συναντήσει και να τον σκοτώσει. Ο Αλέξανδρος αναζήτησε προστασία μεταξύ των σωματοφυλάκων του. Ο Πελοπίδας τους επιτέθηκε, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας μερικούς, δέχθηκε και ο ίδιος όμως αρκετά πλήγματα από τα δόρατα τους[24]. Παρότι ο στρατός του τελικά επικράτησε, ο ίδιος πέθανε. Ο θάνατος του λύπησε βαθιά τους Θηβαίους αλλά και τους Θεσσαλούς, οι οποίοι ζήτησαν εκείνοι να τον θαψουν, αίτημα που έγινε δεκτό. Του απεδώθησαν μεγάλες νεκρικές τιμές, ενώ επίσης εστήθη και μεγάλος ανδριάντας στους Δελφούς προς τιμήν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου