«Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»
Ἐλπίζουμε, ὅταν ἔχουμε θέσει ἐφικτούς στόχους. Ὅταν ἔχουμε ἐργαστεῖ καί αἰσθανόμαστε ὅτι δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο πού θά μπορούσαμε νά κάνουμε. Ἡ δυσκολία ὅμως ἔγκειται στό κατά πόσον εἴμαστε ἕτοιμοι νά διαχειριστοῦμε τήν ἥττα μας, ὅταν βλέπουμε ὅτι οἱ ἐλπίδες μας δέν ἐκπληρώνονται. Ἄν δηλαδή θά μεταθέσουμε τίς εὐθύνες στούς ἄλλους, πού δέν μπόρεσαν νά μᾶς καταλάβουν ἤ νά μᾶς συνδράμουν, ἤ ἄν θά κάνουμε αὐτοκριτική γιά τυχόν δικά μας λάθη. Ἄλλη δυσκολία ἔχει νά κάνει καί μέ τό πῶς διαχειριζόμαστε τή χαρά ἀπό τήν ἐκπλήρωση τῶν ἐλπίδων μας: ὡς ἐπανάπαυση, ὡς ἀρχή νέων στόχων, ὡς ἀφορμή ἀπληστίας, ὡς ἀπογείωση τοῦ νοῦ καί τῆς ἀλαζονείας, ἤ μέ ταπεινοσύνη καί ἀναγνώριση τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, δοξολογία καί εὐχαριστία; Συνοδεύει ἄραγε τή χαρά τῆς ἐπιτυχίας καί τή λύπη τῆς ἥττας τό «εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον», τό ὁποῖο μᾶς προφυλάσσει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ἀπόγνωση;
Διαθήκη παλαιά καί καινή
Στή σχέση μας μέ τόν Θεό ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά θυμηθοῦμε ὅτι μποροῦμε νά ἐλπίζουμε στή διαθήκη πού ὁ Θεός ἔκανε μέ τήν ἀνθρωπότητα, τή συμφωνία δηλαδή μέσα ἀπό τήν ὁποία τό ἀνθρώπινο γένος ἀναπλάθεται, χάρη στήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Στήν περίοδο πρό Χριστοῦ ἡ διαθήκη εἶχε νά κάνει μέ ἕναν ἄνθρωπο καί ἕναν λαό, τόν Ἀβραάμ καί τούς Ἑβραίους. Στήν περίοδο τῆς ἱστορίας «μετά Χριστόν» ἡ διαθήκη ἔχει νά κάνει μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μέ ὅλους τούς λαούς. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει νά κάνει μόνο μέ τήν ὅποια ὑλική πρόοδό μας οὔτε μέ τήν ἐπιβίωσή μας ὡς ἀνθρώπων πού πιστεύουμε σέ ἐκεῖνον. Εἶναι εὐλογία ἐλπίδας, πού πηγάζει ἀπό τήν πίστη. Καί ἡ ἐλπίδα ἔχει νά κάνει μέ τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός εἶναι δίπλα μας ὥστε νά ἀντέχουμε μέ τή βοήθεια τῆς πίστης τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, νά μήν νικιόμαστε ἀπό τά λάθη μας καί τά πάθη μας, νά νικᾶμε ἀκόμη καί τόν θάνατο. Ἡ ἐλπίδα ὅμως περνᾶ καί στούς μετέπειτα ἀπό ἐμᾶς. Ἡ πίστη στόν Θεό εἶναι τό μεγαλύτερο ἀπόκτημα, εἶναι ἡ διαθήκη τήν ὁποία ὁ Θεός μᾶς προσφέρει καί στήν ὁποία ὁ Θεός θά εἶναι καί ἐγγυητής, ἀλλά καί βοηθός.
Προχωροῦμε μπροστά
Αὐτή ἡ διαθήκη ὑπερβαίνει τά ὑπαρξιακά μας ἄγχη. Τή μοναξιά μας. Τόν φόβο τοῦ θανάτου. Τήν αἴσθηση ὅτι οἱ ἄλλοι δέν μᾶς κατανοοῦν. Ἡ ἐλπίδα δέν μᾶς κρατᾶ σέ μία παθητικότητα. Ὁ χριστιανός δέν ἐκβιάζει τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων καί τήν ἀποδοχή τοῦ προσώπου του. Δέν περιμένει νά τόν ὁδηγήσουν στήν εὐτυχία καί τή χαρά (κάτι πού συνήθως γίνεται πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση), οὔτε χρησιμοποιεῖ τούς ἄλλους γιά νά καλύψει τίς δικές του ἀνάγκες χωρίς νά βλέπει καί ἐκεῖνοι τί χρειάζονται. Ὁ χριστιανός προχωρᾶ μπροστά. Δέν εἶναι ἁπλῶς πηγή αἰσιοδοξίας στή ζωή καί στούς ἄλλους, ἀλλά μοιράζεται τή χαρά καί τή βεβαιότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δείχνοντας ὅτι «τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. 14,8). Κρατᾶ ὡς ἄγκυρα ἐλπίδος τήν ἀδιάψευστη ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ὅτι θά εἶναι μαζί μας ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς. Καί σέ κάθε δυσκολία τῆς ζωῆς βγαίνει μπροστά. Δέν κρύβεται. Εἴτε μέ τόν λόγο εἴτε μέ τήν προσευχή εἴτε μέ τά ἔργα δηλώνει ὅτι ἐλπίζει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἄς εἶναι σταυρός αὐτό τό θέλημα. Δέν ἐλπίζουμε γιά νά ἀποφύγουμε τά δύσκολα, ἀλλά γιά νά τά νικήσουμε μέσα ἀπό τή σχέση μας μέ τόν Χριστό.
Οἱ ἄνθρωποι ἐλπίζουμε γιά νά ἐκπληρώσουμε τό θέλημά μας. Ἡ κατά Θεόν ἐλπίδα δέν ἀποκλείει καί αὐτή τήν ἐκπλήρωση, ἀλλά δέν μένει ἐκεῖ. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηρία μας, ἡ εὕρεση δηλαδή τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μας καί ἡ ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτόν, ἡ ὁποία οὐδέποτε θά μᾶς ὁδηγήσει στήν αἰσχύνη τοῦ νά μήν ἔχουμε προσανατολισμό. Καί ἐκπληρώνοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκουμε ἀγάπη, χαρά καί, τήν ἴδια στιγμή, καταξίωση τῶν ὅποιων κόπων μας, ἀκόμη κι ἄν ὁ δρόμος εἶναι δύσκολος. «Ἐμεῖς πού καταφύγαμε στόν Θεό ὀφείλουμε νά μείνουμε σταθεροί σ’ αὐτά πού ἐλπίζουμε. Αὐτή ἡ ἐλπίδα μᾶς ἀσφαλίζει καί μᾶς στερεώνει ψυχικά σάν ἄγκυρα» (Ἑβρ. 6, 18-19). Ἄς ξαναβροῦμε αὐτή τήν ὁδό, γιά νά ἔχουν ὅλες οἱ ἐλπίδες μας νόημα, φωτισμένες στήν προοπτική τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ μαζί μας στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ!
π. Θ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου