Ρένος Κωνσταντίνου, Θεολόγος - εκπαιδευτικός
Μεταξύ κτίσεως και ανθρώπου υπάρχει στενή σχέση και εξάρτηση. Όπως μας πληροφορεί το ιερό βιβλίο της Γενέσεως, ο Θεός αφού τις πρώτες πέντε μέρες της δημιουργίας έπλασε τον αισθητό κόσμο (ουρανό, γη, φυτά, ζώα κ.α.), την έκτη μέρα έπλασε τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος αποτελεί το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, την κορωνίδα της δημιουργίας και τέθηκε από τον Θεό αρχηγός και κύριος της κτίσεως: «και ηύλόγησεν αυτούς ό Θεός λέγων αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτής...» (Γεν 1, 28). Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο άνθρωπος μπορεί να εκμεταλλεύεται την κτίση. Άλλωστε ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο προστάτη και φύλακα της κτίσης: «...και έλαβεν Κύριος ό Θεός τον άνθρωπον, όν επλασεν, και έθετο αυτόν έν τω παραδείσω της τρυφής εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15). Ως παράδεισος νοείται ολόκληρη η γη, αφού πρωτίστως και κυρίως ο παράδεισος είναι κατάσταση πνευματική. Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν στη γη, που ήταν το «μεγάλο» τους σπίτι σε κοινωνία και επικοινωνία με τον Θεό και σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον, το οποίο αποτελεί το ευρύτερο σπίτι του ανθρώπου. Και είναι λογικό και φυσικό ό,τι συμβαίνει στον άνθρωπο αποτυπώνεται στο περιβάλλον. Και ό,τι συμβαίνει στο περιβάλλον αντανακλάται στον άνθρωπο.
Ολόκληρη η κτίση μαζί με τον άνθρωπο είναι δημιουργήματα του Θεού, όπως αναφέραμε προηγουμένως. Υπάρχει όμως μεταξύ ανθρώπου και κτίσης μια μεγάλη διαφορά: Από τον αισθητό ή υλικό κόσμο, μόνο ο άνθρωπος μπορεί να αρνηθεί το θείο θέλημα και να κινηθεί κατά το δικό του θέλημα. Και αυτό διότι μόνο ο άνθρωπος έχει προικισθεί από τον Θεό με την λογική και το αυτεξούσιο, μπορεί δηλαδή να κινηθεί κατά τη δική του βούληση. Η άρνηση λοιπόν του θελήματος του Θεού στον ορατό κόσμο πραγματοποιήθηκε στον άνθρωπο, στον οποίο και ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο κόσμος. Όταν αυτός σαν κύριος της κτίσης αμάρτησε, παρασύρθηκαν μαζί του όλα όσα βρίσκονταν υπό την εξουσία του.
Η προϊστορία της οικολογικής κρίσης και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος ανάγεται στην παρακοή του πρώτου ανθρώπου. Ο Θεός έδωσε στους πρωτοπλάστους την εξής εντολή: «από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φάγη, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε άπ’ αύτου, η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2, 16-17). Ο Αδάμ και η Εύα όμως δεν υπάκουσαν στην εντολή αυτή του Θεού. Με την παρακοή του ανθρώπου εισήλθε στον άνθρωπο και κατά συνέπεια στον κόσμο, το κακό και η αμαρτία. Η πτώση των πρωτοπλάστων υπέταξε και την κτίση στην φθορά και την ματαιότητα.
Ο απόστολος των εθνών Παύλος, αναφερόμενος στο θέμα τούτο, σχολιάζει: «τη γαρ ματαιότητι ή κτίσις ύπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα» (Ρωμ. 8, 20). Η κτίση, μας εξηγεί ο απόστολος Παύλος, υποτάχθηκε στη φθορά, όχι γιατί έφταιγε, αλλά γιατί έτσι θέλησε αυτός που την υπέταξε, δηλαδή ο άνθρωπος. Η κτίση μετά την πτώση συμπορεύεται με τον άνθρωπο. Πορεύεται και αυτή μέσα από στεναγμούς και ωδίνες, που προκαλεί ο κόσμος της αμαρτίας. «Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ 8, 22), αναφέρει πολύ εύστοχα ο μέγας θεολόγος και απόστολος Παύλος. Είναι το μοναδικό χωρίο μέσα στην Καινή Διαθήκη στο οποίο γίνεται άμεσα λόγος για τις συνέπειες της πτώσεως του ανθρώπου στην κτίση. Η κτίση στενάζει και ωδίνει, όπως και ο άνθρωπος, επειδή μετέχει και αυτή στην φθορά και ματαιότητα του κόσμου τούτου κάτω από το βάρος της αμαρτωλής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Ο Ιερός Χρυσόστομος γράφει σχετικά: «φθαρτή γέγονε. Τίνος ένεκεν και δια τι; Δια σε τον άνθρωπον». Από το γεγονός αυτό εύκολα κατανοούμε πόσο μεγάλο κακό μπορεί να προξενήσει η αμαρτία.
Ο Θεός, σημειώνει ο άγιος Θεόφιλος Αντιοχείας, δημιούργησε εξ αρχής τα πάντα πολύ καλά, αλλά ο άνθρωπος με την αμαρτία τα κατέστρεψε. Όπως η καλή συμπεριφορά του οικοδεσπότη έχει ως συνέπεια την καλή διαγωγή των υπηρετών, ενώ η κακή συμπεριφορά του οδηγεί και εκείνους σε εκτροπές, έτσι συνέβη και με τον άνθρωπο. Όταν αυτός που ήταν κύριος της κτίσης αμάρτησε, συμπαρέσυρε και όσα βρίσκονταν υπό την εξουσία του.
Και το κακό συνεχίζεται, γιατί ο άνθρωπος μετά την παρακοή και την αποξένωση του από τον Θεό, οδηγήθηκε στην παράχρηση και εκμετάλλευση της κτίσης, παρ’ όλο που τέθηκε, όπως είδαμε πιο πάνω, προστάτης και φύλακας της. Έτσι δρομολόγησε την οικολογική κρίση. Η μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος (μόλυνση ατμόσφαιρας, νερού, εδάφους κ.α.), η διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας και η αλλοίωση των κλιματολογικών συνθηκών (καταστροφή του όζοντος, καταστροφή δασών, αύξηση μέσης ετήσιας θερμοκρασίας κ.α.) είναι και αυτές συνέπειες της πτώσης του ανθρώπου στην κτίση.
Φυσικό επακόλουθο των παραπάνω είναι η «επανάσταση» της φύσης εναντίον του ανθρώπου. Την αρμονία και ειρήνη μεταξύ φύσης και ανθρώπου πριν από την πτώση, αντικατέστησε μετά την πτώση η αντιπαλότητα και η έχθρα. Η γύρω φύση πριν από την πτώση του ανθρώπου βρισκόταν υπό την εξουσία και τη φροντίδα του. Ο άνθρωπος ήταν ο εργάτης και φύλακας του παραδείσου: «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15). Μεταξύ ανθρώπου και του περιβάλλοντος του υπήρχε αρμονία και συνεργασία. Μετά την πτώση όμως η φύση επαναστατεί πολλές φορές εναντίον του και τον αντιμάχεται. Η λειτουργία της από ευδόκιμη και θετική για τον άνθρωπο, γίνεται συχνά αρνητική και καταστροφική: «έπικατάρατος ή γη έν τοις έργοις σου... άκανθας και τριβολόυς ανατελεί σοι...». (Γεν. 3, 17-18). Ο άνθρωπος νοιώθει την φύση να τον απειλεί. Η διαταραχή των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, επέφερε και την διαταραχή των σχέσεων του ανθρώπου με το δημιούργημα του Θεού, την κτίση.
Για την αντιμετώπιση της χρειάζονται σίγουρα και τα μέσα της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας. Επιπλέον χρειάζεται σωστός πολιτικός και οικονομικός προγραμματισμός. Η κοινωνία, η πολιτεία και οι διάφοροι οργανισμοί έχουν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης. Χρειάζεται όμως και βαθύτερη αντιμετώπιση. Και εδώ έχει είναι ο ρόλος της Εκκλησίας.
Η οικολογική κρίση είναι πρωτίστως κρίση πνευματική και ηθική. Τα βαθύτερα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στον ίδιο τον άνθρωπο. Η ηθική και πνευματική κρίση που διέρχεται ο άνθρωπος έχει το αντίκτυπο της στο περιβάλλον. Γι' αυτό πέρα από τα διάφορα μέτρα, τα οποία είναι μεν βοηθητικά, η Εκκλησία έρχεται να προτείνει τα εξής, ώστε να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του:
1) Δημιουργία σωστών σχέσεων του ανθρώπου με το Θεό, τον πλησίον και το περιβάλλον του. Με την πίστη στο Θεό και την τήρηση των εντολών του, βρίσκει ο άνθρωπος τον αληθινό του εαυτό και τις σωστές σχέσεις με τον πλησίον και τον κόσμο. Ο Αββάς Δωρόθεος αναφέρει σχετικά: «Να έχει κάποιος σωστή συνείδηση προς τα υλικά πράγματα, σημαίνει να μην κάνει κατάχρηση κανενός πράγματος». Και όσιος Ισαάκ ο Σύρος απαντώντας στο ερώτημα τι είναι «καρδία ελεήμων», γράφει σχετικά: «Η καρδία που καίεται για την κτίση, δηλαδή για τους ανθρώπους, για τα ζώα... και για κάθε κτίσμα».
2) Συνειδητοποίηση της προσωπικής ευθύνης του καθενός. Η αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης δεν είναι γενική και αφηρημένη έννοια. Πρέπει ο καθένας να συνειδητοποιήσει την προσωπική ευθύνη και κρίση που υπάρχει μέσα του. Σε ύμνο της Εκκλησίας αναφέρονται τα εξής: «Γέγονα μολυσμός αέρος και γης και υδάτων». Η μόλυνση του περιβάλλοντος αντανακλά την εσωτερική μόλυνση του ανθρώπου. Και η μόλυνση αυτή του ανθρώπου αρχίζει από το νου. Πρώτος ο νους μολύνεται με εμπαθή νοήματα γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ως «πρωτοπαθής».
3) Τέλος, μεγάλη σημασία έχει η αντιμετώπιση της κρίσεως σε θεσμικό επίπεδο. Απαιτείται η λήψη μέτρων για περιορισμό της περιβαλλοντικής μόλυνσης. Απαιτούνται λοιπόν θεσμικές ρυθμίσεις σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν μέχρι σήμερα είναι σίγουρα αξιόλογες και αξιέπαινες, εν’τούτοις όμως δεν έφεραν ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Η καταστροφή της κτίσεως, όπως σημειώσαμε προηγουμένως, έχει προσωπική αφετηρία τον πρώτο Αδάμ. Με την παρακοή του Αδάμ η κτίση συμπαρασύρθηκε στην πτώση αυτή. Η ανακαίνιση της πραγματοποιείται με τον νέο Αδάμ, τον Χριστό, «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Κορινθίους 5,17). Η παρακοή του Αδάμ έφερε στον κόσμο την αμαρτία, την φθορά και τον θάνατο. Η υπακοή του Χριστού θεμελιώνει τον νέο κόσμο όπου η φθορά και ο θάνατος δεν έχουν θέση. Δεν υπάρχει λοιπόν απρόσωπη ανακαίνιση, όπως δεν υπάρχει και απρόσωπη καταστροφή της κτίσης.
Ο σταυρός και ο θάνατος του Χριστού δεν είναι ατομικά γεγονότα, αλλά γεγονότα με πανανθρώπινες και κοσμολογικές διαστάσεις. Καταργούν τον κόσμο της φθοράς και του θανάτου και εισάγουν την καινή κτίση. Τα γεγονότα που συνοδεύουν τον θάνατο του Χριστού δεν είναι μόνο πνευματικά, αλλά και ανθρωπολογικά και κοσμολογικά.
Η υπακοή μέχρι θανάτου, λοιπόν του Χριστού θεμελιώνει τον νέο κόσμο όπου η φθορά και ο θάνατος δεν έχουν θέση. Η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα επέλθει πλήρης καταστροφή της κτίσης, όχι όμως και πλήρης εξαφάνιση της. Τα πάντα τότε θα ανακαινισθούν. Εκείνο το οποίο προσδοκούμε σαν χριστιανοί είναι «καινούς ουρανούς και γην καινήν» (Β΄ Πέτρ. 3,13).
[1] Ρωμ. 8, 22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου