Γιώργος Βαρθαλίτης
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζει μιαν εξαιρετική αυτονομία. Ο νόμος της αλληλεπίδρασης των πολιτισμών ισχύει βέβαια κι εδώ, αλλά η επίδραση που άσκησε η Αρχαία Ελλάδα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από αυτή που δέχτηκε. Οι σημαντικότερες εκφάνσεις αυτού του πολιτισμού (η ρητορική, η ιστοριογραφία, η τραγωδία κι η κωμωδία, η φιλοσοφία) κομίζουν απαραχάρακτα πιστοποιητικά αυτοχθονίας.
Ωστόσο οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν φέρνουν μόνον τον ελληνισμό ως τη Βακτριανή και τους Ινδούς, αλλά δημιουργούν και τις προϋποθέσεις για μια εκτεταμένη διείσδυση του ανατολικού –πιο σωστά του σημιτικού στοιχείου- στον ελληνισμό και τη βαθμιαία μετάλλαξή του σε κάτι άλλο, στην εξελληνισμένη καθ’ ημάς Ανατολή.
Μια πτυχή της επίδρασης των σημιτικών λαών, που δεν είναι τόσο εμφανής, αφορά στην ελληνική γλώσσα, δηλαδή στη διαμόρφωση μιας νέας μορφής της ελληνικής, που τη διαπνέει ένα τελείως διαφορετικό πνευματικό ήθος, ένας κόσμος αξιών και βιωμάτων που η κλασσική ελληνική δεν γνωρίζει. Μιλάω για την ελληνιστική κοινή.
Η προγενέστερη μορφή της νεοελληνικής γλώσσας είναι η κοινή ελληνική των αλεξανδρινών και των ελληνορρωμαϊκών χρόνων. Τότε συντελέσθηκε μια κοσμογονία που άλλαξε άρδην τη δομή και τη φωνολογία της γλώσσας μας. Όσον αφορά στη δομή, η σύνταξη γίνεται πιο αναλυτική. Όσον αφορά στη φωνολογία, χάνεται η προσωδία και αλλάζει η προφορά. Αυτές οι αλλαγές δεν έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε ταυτόχρονα σ’ όλες τις περιοχές, όπου ομιλούνταν η ελληνική. Εικάζεται όμως πως εδώ επέδρασαν καθοριστικά οι σημιτικές γλώσσες. Δεν θα δυσκολευόμαστε, άλλωστε, να αναζητήσουμε την κοιτίδα της ελληνιστικής κοινής στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.
Τα πρώτο σπουδαίο κείμενο που συντάσσεται στην ελληνιστική κοινή είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα. Η επίδραση που θα ασκήσει η Παλαιά Διαθήκη των Εβδομήκοντα, με την καθιέρωσή της ως ιερού κειμένου της ανατολικής χριστιανοσύνης, θα είναι τεράστια. Αν και στο μεγαλύτερο μέρος του το εβραϊκό πρωτότυπο είναι αρχαιότερο από τα Ομηρικά Έπη, αυτό το κείμενο διαθέτει μιαν αμεσότητα που δύσκολα τη συναντάμε στα αρχαιοελληνικά κείμενα. Το «κραταιά ως θάνατος αγάπη» του Άσματος Ασμάτων μας αγγίζει βαθύτερα από το σαπφικό «φαίνεταί μοι κείνος ίσος θεοίσιν».
Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι τα πρώτα πρωτότυπα σημαντικά κείμενα που γράφονται στην Ελληνιστική Κοινή. Τα Ευαγγέλια κι οι Επιστολές του Παύλου δεν άλλαξαν μόνο την μορφή του κόσμου. Άλλαξαν και τη μορφή της γραπτής ελληνικής και την ζωογόνησαν ξανά. Σ’ αυτά θα προστεθούν αργότερα τα απόκρυφα, ενώ σε μια κοινή του Πέμπτου Αιώνος γράφει ο Ρωμανός τα κοντάκιά του. Η λειτουργική ποίηση των Βυζαντινών γεννάται στη Συρία.
Εκεί που ο νεοέλληνας, λόγω της συνθετικής τους σύνταξης, δυσκολεύεται να κατανοήσει τα κείμενα της κλασσικής γραμματείας και λόγω της κατάργησης της προσωδίας να αφουγκραστεί τους ρυθμούς τους, οικειώνεται με μεγάλη άνεση και ευκολία τους ψαλμούς του Δαυίδ, τα Ευαγγέλια ή τα κοντάκια του Ρωμανού. Στα λογοτεχνικά μας έργα, από το Πάσχα των Ελλήνων του Σικελιανού ως τοΆξιον Εστί του Ελύτη η επίδραση του βιβλικού, του ευαγγελικού (επίσημου ή απόκρυφου) και του υμνογραφικού λόγου είναι και πιο εμφανής και πιο γόνιμη από των κλασσικών συγγραφέων. Αν ο Σοφοκλής, ο Πίνδαρος κι ο Αισχύλος είναι οι γλωσσικοί και λογοτεχνικοί μας προπάτορες, τότε ο Παύλος, ο εξελληνισμένος Δαυίδ, οι Ευαγγελιστές, ο Χρυσόστομος, ο Ρωμανός κι οι υμνογράφοι της εκκλησίας είναι οι πατέρες μας.
Αυτή η χριστιανική Ανατολή είναι η καθ’ ημάς Ανατολή. Ο ανατολικός χριστιανισμός είναι μια μεγαλειώδης σύνθεση του ελληνικού και του σημιτικού στοιχείου. Βάση της Χριστιανοσύνης είναι η (εβραϊκής προελευσης) Παλαιά Διαθήκη από τη μια μεριά και η ελληνική σκέψη και ρητορική από την άλλη: οι τρεις Ιεράρχες θα προσπαθήσουν να ενοφθαλμίσουν την αρχαιοελληνική ρητορική και φιλοσοφία στο νέα γλώσσα και το νέο πνεύμα του Χριστιανισμού.
Εμείς όμως υπερτονίζουμε το ελληνικό στοιχείο και αποσιωπούμε εσκεμμένα το σημιτικό. Και φυσικά παραβλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η αρχαία Χριστιανοσύνη θεωρεί τον εαυτό της, δηλαδή ως αυτόνομο πνευματικό φαινόμενο, διαφορετικό και από τον ιουδαϊσμό κι από τον ελληνισμό.
Το ψυχικό πρόσωπο του νεοέλληνα, όπως διαγράφεται ήδη σε μιαν από τις πιο αυθεντικές εκφράσεις του, το δημοτικό τραγούδι, διαφέρει και από αυτό του ελληνόφωνου χριστιανού της όψιμης αρχαιότητας και από του αρχαίου Έλληνα. Είναι ικανός και ευφυής, αλλά δεν διαθέτει ούτε το ψυχικό βάθος του πρώτου ούτε την πνευματική ιδιοφυία του δεύτερου. Ωστόσο ο χριστιανός της βυζαντινής Συρίας είναι πιο κοντά του και μπορεί να αναπτύξει πιο εύκολα διάλογο μαζί του.
Η καθ’ ημάς Ανατολή βρίσκεται στους αντίποδες της ισλαμικής. Σεβόμαστε τη συμβολή των Αράβων στη σκέψη, την τέχνη, την επιστήμη και τη λογοτεχνία, αλλά όσο κι αν γειτνιάσαμε γεωγραφικά μαζί τους, δεν συνομιλήσαμε παρά μόνο με τις πιο επιφανειακές πτυχές του ισλαμικού πολιτισμού. Κι αυτές οι επιφανειακές πτυχές αντιπροσωπεύουν για μας –το τονίζω- μιαν απειλή.
Τους αρχαίους Έλληνες κλασσικούς πρέπει και να τους μελετάμε και να τους τιμάμε. Νομίζω όμως πως θα τους γνωρίσουμε καλύτερα, όχι μόνον υπό το πρίσμα μιας, εν μέρει υπαρκτής κι εν μέρει χαλκευμένης, συνέχειας, αλλά κι υπό το πρίσμα της διαφοράς και της ασυνέχειας. Ας συλλογιστούμε πόσο καλύτερα γνώριζαν οι Βυζαντινοί τους αρχαίους, κι ας πίστευαν πως ήταν διαφορετικοί από εκείνους. Δεν χρειαζόμαστε ανθρώπους που να θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους του Ομήρου. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που να ξέρουν τον Όμηρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου