Ως τελευταίος ηγεμόνας της εξόριστης αυτοκρατορίας της Νίκαιας, και πρώτος αυτοκράτορας του παλινορθωμένου Βυζαντίου μετά την λατινική Άλωση του 1204, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος υπήρξε πρωταγωνιστής σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ιστορίας.
Μάριος Νοβακόπουλος – 05/11/2024 – SLPRESS
Ήταν ο τελευταίος Βυζαντινός βασιλεύς ο οποίος άσκησε μία πραγματικά μεγάλη πολιτική, εμπλεκόμενος επιδέξια με όλες τις δυνάμεις του καιρού του, όχι μόνο κάνοντας διαχείριση των επιδιώξεων τρίτων αλλά προκαλώντας ο ίδιος αλλαγές στο διεθνές σύστημα. Όλοι οι επόμενοι βασιλείς βρέθηκαν στην δυσάρεστη θέση να υφίστανται τις ενέργειες του περιγύρου τους, ολοένα και πιο ανήμποροι και ανυπεράσπιστοι. Υπό τον δραστήριο και ικανό διπλωμάτη Μιχαήλ πάντως, το Βυζάντιο μπόρεσε να ασκήσει επιρροή δυσανάλογη ως προς το πραγματικό του μέγεθος.
Από την στιγμή που ανήλθε στον θρόνο της Νίκαιας, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε να αντιμετωπίσει την εχθρική συμμαχία της Ηπείρου και των Φράγκων. Η νικηφόρα μάχη της Πελαγονίας συνέτριψε τα όνειρα της Ηπείρου, οι ακόλουθες όμως προσπάθειες για ανάκτηση της κεντρικής και νότιας Ελλάδας έπεσαν στο κενό. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η αιχμαλωσία του πρίγκηπα της Αχαΐας, Γουλιέλμου Β’ Βιλεαρδουίνου, ο οποίος φυλακίστηκε επί τρία χρόνια και εξαγόρασε την ελευθερία του με τρία κάστρα της Πελοποννήσου, της Μονεμβασιάς, της Μάνης και του Μυστρά.
Τα τρία οχυρά υπήρξαν ο πυρήνας του βυζαντινού δεσποτάτου του Μυστρά ή Μορέως, το οποίο επεκτάθηκε ώσπου έδιωξε τελείως τους Φράγκους από την Πελοπόννησο. Έχοντας ανάγκη ναυτικής υποστήριξης για την επερχόμενη απόπειρά του κατά της Βασιλεύουσας, ο Μιχαήλ συνήψε με τους Γενουάτες τη συνθήκη του Νυμφαίου (1260), με την οποία τους προσέφερε εμπορικά προνόμια.
Ο Μιχαήλ παίρνει την Πόλη
Τελικά η επάνοδος των Βυζαντινών στην πρωτεύουσά τους έγινε αναπάντεχα. Κατά τη διάρκεια αναγνώρισης, ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος πληροφορήθηκε πως ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β’ και ο βενετικός στόλος έλειπαν από την Πόλη για στρατιωτικές επιχειρήσεις. Σπεύδοντας να αξιοποιήσει την ευκαιρία, μία μικρή ομάδα Βυζαντινών μπήκε κρυφά στην Βασιλεύουσα και άνοιξε τις πύλες για τον στρατό της Νίκαιας (25 Ιουνίου 1261). Ακολούθησε απερίγραπτος ενθουσιασμός. Ο Μιχαήλ, που χαιρετίσθηκε ως Νέος Κωνσταντίνος, στέφθηκε για δεύτερη φορά στην Αγία Σοφία. Ο μικρός Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης, του οποίου ο Μιχαήλ ήταν επισήμως επίτροπος, έμεινε στη Νίκαια, και λίγο αργότερα τυφλώθηκε και κλείστηκε σε μοναστήρι.
Παραφωνία στον πανηγυρισμό ήταν ο Μιχαήλ Σεναχηρείμ. Ενώ όλοι εόρταζαν και δοξολογούσαν, ο Σεναχηρείμ ξεκίνησε να θρηνεί, λέγοντας «από εδώ και στο εξής σε τίποτα καλό να μην ελπίζετε, τώρα που οι Ρωμαίοι πάτησαν την πόλη». Χλευάστηκε και του δόθηκε το προσωνύμιο «ο Κακός», όμως τα λόγια του απέβησαν προφητικά. Η κατοχή της Κωνσταντινούπολης δεν αποτελεί μόνο πηγή ισχύος, αλλά και βάρος το οποίο απαιτεί πόρους και προσοχή για την συντήρησή του. Εάν η Λατινική αυτοκρατορία ήταν ένα ασήμαντο κράτος, η είδηση της πτώσης της θορύβησε την παποσύνη και τις δυτικές δυνάμεις. Καθ’ όλην την βασιλεία του ο Μιχαήλ είχε να αντιμετωπίσει διαδοχικούς συνασπισμούς που στόχο είχαν την παλινόρθωση των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, και απόκρουσή τους δέσμευσε το μεγαλύτερο μέρος των προσπαθειών του. Αυτό μεταφράστηκε σε παραμέληση της Μικράς Ασίας.
Βέβαια, και η αυτοκρατορία της Νίκαιας ήταν προσανατολισμένη προς δυσμάς, αφού στόχευε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και επειδή είχε συνήθως καλές σχέσεις με τους Σελτζούκους του Ικονίου. Παρά ταύτα η ανατολή παρέμενε η βάση των Νικαέων ηγεμόνων, και η διαφύλαξή της αποτελούσε προτεραιότητα. Η αποδιοργάνωση του αμυντικού συστήματος της δυτικής Μικράς Ασίας επί Μιχαήλ Παλαιολόγου συνέπεσε με την επέκταση των Τούρκων. Ακριβώς στην περιοχή της Βιθυνίας, όπου βρισκόταν η Νίκαια, θα γεννιόταν στις αρχές του 14ου αιώνα το εμιράτο των Οθωμανών, το οποίο θα ενταφίαζε τον χιλιετή βυζαντινό κόσμο. Βέβαια ο Μιχαήλ Η’ δεν είχε πολλά περιθώρια, καθώς έπρεπε να αποκρούει τα σχέδια των Φράγκων. Τούτη είναι η τραγική φύση της γεωγραφίας και της ιστορίας, και στο σημείο όπου είχε εκπέσει το Βυζάντιο, το παλαιό πρόβλημα του πολυμέτωπου αγώνα ήταν οξύτερο παρά ποτέ.
Μόλις εγκαταστάθηκε στην Βασιλεύουσα, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ξεκίνησε να την αναστηλώνει. Ενίσχυσε τα θαλάσσια τείχη, ενώ Τσάκωνες από την Πελοπόννησο και Γάσμουλοι (από Φράγκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα) στελέχωσαν τον βυζαντινό στόλο. Καθώς οι Γενουάτες ηττήθηκαν επανειλημμένα από τους Βενετούς, ο Μιχαήλ αποκήρυξε την συμμαχία τους και στράφηκε προς την Γαληνοτάτη. Οι Βενετοί όμως γρήγορα συνασπίστηκαν με τον Κάρολο Ανδεγαυό, Γάλλο βασιλιά της Σικελίας, για το σχέδιο αντιβυζαντινής σταυροφορίας, και ο αυτοκράτορας επανήλθε στους Γενουάτες, οι οποίοι έλαβαν την συνοικία του Πέραν (Γαλατάς) στην Κωνσταντινούπολη (1267). Τον επόμενο χρόνο πάντως ο Μιχαήλ συμφιλιώθηκε και με τους Βενετούς. Ο βυζαντινός στόλος πέτυχε αρκετές νίκες στο Αιγαίο πέλαγος και ανέκτησε πολλές νήσους.
Οι Φράγκοι και η Ένωση των Εκκλησιών
Το μεγάλο μέτωπο που απασχολούσε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, όπως προαναφέρθηκε, ήταν το δυτικό. Ήδη ο Γερμανός ηγεμόνας Μαμφρέδος της Σικελίας είχε αποβιβαστεί στην Ήπειρο, και παρά την ήττα των δυνάμεών του στην Πελαγονία δεν εγκατέλειπε τις προσδοκίες του. Ανάχωμα όμως στα σχέδιά του ήταν οι κακές σχέσεις του με τον πάπα της Ρώμης. Ο Μιχαήλ εκμεταλλεύθηκε αυτήν την ρήξη για να διαπραγματευτεί με τον πάπα Ουρβανό Δ’ την ένωση των Εκκλησιών. Το 1263 αντιπροσωπεία τεσσάρων Φραγκισκανών μοναχών έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, και συμφωνήθηκε να συγκληθεί σύνοδος. Τον επόμενο χρόνο όμως ο Ουρβανός απεβίωσε, και ο νέος πάπας Κλήμης Δ’ κάλεσε τον Γάλλο πρίγκηπα, Κάρολο τον Ανδεγαυό, να διώξει τον Μαμφρέδο από την Ιταλία. Οι δύο ανταγωνιστές συγκρούστηκαν στο Βενεβέντο το 1266. Οι Γάλλοι συνέτριψαν τους Γερμανούς και ο Μαμφρέδος σκοτώθηκε.
Ο Κάρολος εγκαταστάθηκε στη νότια Ιταλία και την Σικελία και ξεκίνησε αμέσως να σχεδιάζει την κατάκτηση του Βυζαντίου. Το 1267 έκανε συμφωνία με τον εξόριστο Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο Β’, τον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο της Αχαΐας, την Σερβία και την Βουλγαρία, και ετοίμασε στρατό και στόλο εναντίον του Βυζαντίου. Για να αποσοβήσει τον κίνδυνο, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος επικαλέστηκε την διαμεσολάβηση του αδελφού του Καρόλου, βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ’. Ο Λουδοβίκος απαίτησε από τον Κάρολο να διαθέσει τις δυνάμεις του για την Η’ Σταυροφορία (1269-1270), η οποία όμως έληξε άδοξα με την ασθένεια και τον θάνατο του Γάλλου βασιλιά ενώ πολιορκούσε την Τύνιδα, στην βόρεια Αφρική.
Όταν το 1271 εξελέγη πάπας ο Γρηγόριος Ι’, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος άδραξε την ευκαιρία, προσφέροντας την ένωση των Εκκλησιών, η οποία θα αφαιρούσε κάθε πρόσχημα για μία αντιβυζαντινή σταυροφορία. Πράγματι, στην Σύνοδο της Λυών το 1274 ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ως εκπρόσωπος της βυζαντινής κυβέρνησης, επικύρωσε τα λατινικά δόγματα. Η ένωση όμως προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στην βυζαντινή κοινωνία, ακόμη και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια. Ήδη η τύφλωση του μικρού Ιωάννη Λάσκαρη από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο είχε οδηγήσει στον αφορισμό του από τον πατριάρχη Αρσένιο. Ο αυτοκράτορας καθαίρεσε τον πατριάρχη (1265), όμως οι οπαδοί του, γνωστοί ως Αρσενιάτες, αρνούνταν τη νομιμότητα των διαδόχων του. Όταν ο νέος πατριάρχης Ιωσήφ Γαλησιώτης αντιτάχθηκε στην ένωση, ο Μιχαήλ καθαίρεσε και εκείνον (1275) και τον αντικατέστησε με τον Ιωάννη Βέκκο. Αιματηρός διωγμός εξαπολύθηκε κατά των ανθενωτικών, και πολλοί μαρτύρησαν εκείνα τα χρόνια.
Σικελικοί Εσπερινοί
Τελικά η ένωση των Εκκλησιών κατέρρευσε όχι λόγω των Ορθοδόξων, αλλά από τις μηχανορραφίες των ίδιων των Λατίνων. Το 1280, με τον θάνατο του πάπα Νικολάου, ο Κάρολος βρήκε την ευκαιρία να επαναλάβει τις κινήσεις κατά του Βυζαντίου. Με τη συνθήκη του Ορβιέτο συγκροτήθηκε νέος συνασπισμός, με τη Βενετία, την Σερβία, την Βουλγαρία, το ελληνικό δεσποτάτο της Θεσσαλίας και τον διάδοχο του Βαλδουίνου Β΄, Φίλιππο. Το 1281 οι Φράγκοι αποβιβάστηκαν στην Ήπειρο, ο στρατός τους όμως ηττήθηκε στα Βελέγραδα (Βεράτι).
Λίγο αργότερα πάπας έγινε ο Μαρτίνος Δ’, Γάλλος στην καταγωγή και ενεργούμενο του Καρόλου, ο οποίος κήρυξε την ένωση της Λυών άκυρη, αφόρισε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο και προκήρυξε σταυροφορία εναντίον του. Οι ετοιμασίες του Καρόλου ήταν μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά, και με την κατάρρευση της ως τότε δυτικής πολιτικής του ο Μιχαήλ φαινόταν να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Όμως τα όνειρα των Φράγκων διέλυσε ένα ξαφνικό χτύπημα. Το 1282, ύστερα από τη συνωμοσία και την χρηματοδότηση Βυζαντινών και Αραγωνέζων, οι Σικελοί εξεγέρθηκαν κατά των Φράγκων κυριάρχων τους και τους κατέσφαξαν (Σικελινοί Εσπερινοί). Ο βασιλιάς Πέτρος της Αραγωνίας κατέλαβε το νησί, και ο Κάρολος απέμεινε με τις κτήσεις του στην ηπειρωτική Ιταλία.
Η Κωνσταντινούπολη είχε σωθεί, για την ώρα…
διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, επετειακή έκδοση 2021, τ. 21.
- Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις Δομή, Αθήνα 2005, τ. 8.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1974, τ. Α’: Αρχές και διαμόρφωσή του.
- Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012
- Σοφία Μεργιαλή-Σαχά, Το Βυζάντιο στο θέατρο της Οικουμένης τον ύστερο Μεσαίωνα (1261-1453), εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2024.
- Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978, τ. Γ’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου