Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Μ. Βασίλειος: Δια προσευχής ανοίγει τις θύρες του Ναού και τον παραδίδει στους Ορθοδόξους.

 Posted on 28 Φεβρουαρίου, 2024

    Ο Χριστός κάποτε, καθισμένος σ’ ένα πλοίο εδίδασκε τους Γαλιλαίους που κάθονταν στην ακρογιαλιά. Τους μίλησε για την επιτυχία ή αποτυχία της σποράς. Αν ο σπόρος πέση σε καλό χώμα, αποδίδει καρπόν στο τριάντα ή στο εξήντα ή στο εκατό. «Και άλλο έπεσεν εις την γην την καλήν και εδίδου καρπόν αναβαίνοντα και αυξάνοντα, και έφερεν εν τριάκοντα και εν εξήκοντα και εν εκατόν».

Στην περίπτωσι του Μ. Βασιλείου, η καρπο­φορία έφθασε στο εκατό. Όταν συμβή κάτι τέ­τοιο, τότε ο άνθρωπος γίνεται δοχείον της θείας χάριτος, τότε γεύεται ανέκφραστα ουράνια δώρα, τότε αξιώνεται να ατενίση την θεία δόξα, όπως οι προ­φήτες και οι απόστολοι.

Σ’ αυτές τις πανύψηλες πνευματικές κορυφές είχε ανέλθει και ο Μ. Βασίλειος. Ο Θεός γνωρίζει πόσες φορές, στην ιερή απομόνωσι της προσευχής, ατένισε την θαβώρια δόξα. Κάποια φορά όμως επέτρεψε ο Θεός να γνωσθή και σε άλλους ότι είχε φθάσει στο ύψος των θείων ελλάμψεων.

Ήταν νύχτα και ο αδελφός του Γρηγόριος Νύσσης χρειάσθηκε να τον επισκεφθή. Αλλά τε­λικά η επίσκεψις δεν ολοκληρώθηκε. Γιατί; Διότι κάτι αντίκρυσε ο αδελφός του στο δωμάτιο και έκρινε καλό να επιστρέψη. Αυτό που είδαν τα μά­τια του, δεν μπορούσε ποτέ να το λησμονήση.

Μετά από χρόνους, όταν συνέταξε επιτάφιο λόγο γι’ αυτόν, δεν παραλείπει να αναφερθή στο εν λόγω πε­ριστατικό. Προσευχόταν, μας λέει, στο δωμάτιό του ο Μ. Βασίλειος. Ήταν νύχτα. Τον περιέλουσε ένα λαμπρό φως, το οποίο είχε σκορπισθή και σ’ όλο το δωμάτιο. Δεν επρόκειτο  για φως που ανάβει από υλικά στοιχεία. Αυτό ήταν άυλο, θεϊκό φως.

«Νυκτός ούσης γίνεται αυτώ φωτός έλλαμψις κατά τον οίκον προσευχομένω,  άυλον δε τι το φως ην εκείνο, θεία δυνάμει καταφωτίζον το οί­κημα, υπ’ ουδενός πράγματος υλικού εξαπτόμενον».

Πότε ήρθε σε επικοινωνία ο Μ. Βασίλειος με την θεϊκή δόξα; Κατά την προσευχή. Και ιδιαί­τερα κατά την νυκτερινή προσευχή —«νυκτός ού­σης». Μέσα στην ησυχία, στην κατανυκτική και μυστηριώδη ατμόσφαιρα της νύχτας, ο νους του αγίου Ιεράρχου έπαιρνε το μονοπάτι που ωδηγούσε στην πηγή των θείων απαυγασμάτων. Έβλεπε κατά πρόσωπον την απερίγραπτη ωραιότητα της θεϊκής φύσεως. Γι’ αυτό, σε διάφορα κείμενά του, αφήνει θαυμάσιες εκφράσεις για το θείον κάλλος.

Στο σύγγραμμά του «Όροι κατά πλάτος», (ερώτησις και απόκρισις β’), γράφει: «Άρρητοι παν­τελώς και ανεκδιήγητοι του θείου κάλλους αι αστραπαί· ου παρίστησι λόγος, ου δέχεται ακοή». «Δεν υπάρχουν λόγοι και διηγήσεις για να περιγρά­φουν τις αστραφτερές λάμψεις της θεϊκής ωραιό­τητας. Ο λόγος δεν μπορεί να τις παραστήση. Η ακοή δεν μπορεί να τις δεχθή. Αν βάλης στο νου σου τις λάμψεις του αυγερινού, την λαμπρότητα της σελήνης, το φως του ήλιου, όλα αυτά είναι ευτελή και μηδαμινά για να δώσουν μία ιδέα της θεϊκής δόξας. Όλα αυτά τόσο υστερούν σε σύγκρισι με το αληθινό φως του Θεού, όσο μία κατάμαυρη και ο­λοσκότεινη νύχτα από ένα ολοφώτεινο μεσημέρι.

Σημειώνει επί πλέον ο φωστήρ των Καισαρέων ότι αυτό το θεϊκό φως δεν υποπίπτει στα υλικά μας μάτια. «Τούτο το κάλλος σαρκίνοις οφθαλμοίς αθεώρητον». Τα σάρκινα μάτια δεν έχουν δυ­νατότητα να αντικρύσουν την ομορφιά του θαβωρίου φωτός. Απαιτούνται πνευματικοί οφθαλμοί. Αυτούς τους οφθαλμούς τους διέθετε ο Μ. Βασίλειος, γιατί αγωνίσθηκε πολύ στην ζωή του, ώστε ο σπόρος του Χριστού στο χωράφι της ψυχής του να φθάση όχι στο τριάντα ή στο εξήντα, αλλά στο εκατό.

Ξεφυλλίζοντας τα συναξάρια των Μηναίων, παρατηρούμε ότι σε ωρισμένες περιπτώσεις δεν γί­νεται αναφορά στο πρόσωπο ενός αγίου που τυχαί­νει να εορτάζη κάποια συγκεκριμένη ημέρα του μη­νός, αλλά μνημονεύεται ένα θαυμαστό γεγονός που πραγματοποιήθηκε αυτήν την ημέρα. Στις 19 Ια­νουάριου, ως γνωστόν, εορτάζει ο μεγάλος όσιος Μα­κάριος ο Αιγύπτιος, ο οποίος μας έχει αφήσει τις υπέροχες πνευματικές του ομιλίες. Όποιος τις δια­βάσει, νομίζει ότι κάνει περίπατο στον  παράδεισο.

Αλλά το συναξάριο της 19ης Ιανουάριου α­ναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Τη αυτή η­μέρα τελείται η ανάμνησις του εν Νικαία μεγίστου θαύματος, ότε ο Μέγας Βασίλειος δια προσευχής ανέωξε τας πύλας της Καθολικής Εκκλησίας, και παρέθετο αυτήν τοις Ορθοδόξοις».

Ενώ αυτοκράτωρ στην Κωνσταντινούπολι ήταν ο Ουάλης, στην περιοχή και στην πάλι της Νίκαιας συνέβαιναν μεγάλες διχόνοιες και αναταραχές. Με την συμπαράστασι των πολιτικών αρ­χών οι Αρειανοί της περιοχής εξεδίωξαν τον Ορ­θόδοξο επίσκοπο από τον μητροπολιτικό ναό και τον κατέλαβαν αυτοί. Στο εξής δεν άφηναν τους Ορθοδόξους να λειτουργούν σ’ αυτόν. Τα πράγμα­τα είχαν υπερβολικά οξυνθή. Οι Ορθόδοξοι κατέ­φυγαν στον Μ. Βασίλειο ζητώντας βοήθεια. Ε­κείνος μπόρεσε να πάρη άδεια από τις πολιτικές αρχές να λυθή το θέμα με θεϊκή κρίσι.

Ο μητροπολιτικός ναός θα ασφαλιζόταν κα­λά. Δεν θα ανήκε ούτε στους Ορθοδόξους ούτε στους Αρειανούς. Θα έκαναν προσευχή και οι μεν και οι δε και ο Θεός θα έκρινε σε ποιούς έπρεπε να δοθή ο ναός.

Ο άγιος Ιεράρχης συγκέντρωσε στην Νί­καια και τους Ορθοδόξους και τους Αρειανούς και τους είπε: «Θα κλείσουμε την εκκλησία. Θα κά­νετε προσευχή πρώτα  εσείς  οι Αρειανοί, και αν με την προσευχή σας ανοιχθή, είναι δική σας. Αν δεν ανοιχθή, θα κάνουμε προσευχή κι εμείς οι Ορθό­δοξοι, και αν ο Θεός μας ακούση, ανήκει σε μας. Αν δεν μας ακούση, την παίρνετε πάλι εσείς». Ό­λοι συμφώνησαν στους ορούς που έθεσε ο Άγιος.

Ο αγώνας άρχισε. Οι Αρειανοί προσεύχονταν επί τρεις ημέρες, αλλά ο ουρανός γι’ αυτούς ήταν κλει­στός. Κατόπιν ξεκίνησε ο αγώνας των Ορθοδόξων. Κοντά στον μητροπολιτικό ναό υπήρχε ο ναός του Α­γίου Μάρτυρος Διομήδους. (Αυτός ο Άγιος ήταν για­τρός, καταγόμενος από την πατρίδα του αποστόλου Παύλου, την Ταρσό της Κιλικίας. Έζησε στην Νί­καια της Βιθυνίας, θεραπεύοντας σώματα και ψυχές. Μαρτύρησε στον διωγμό του Διοκλητιανού).

Στον ναό του αγίου Διομήδους οι Ορθόδοξοι ετέλεσαν αγρυπνία. Και πρωί-πρωί ξεκίνησαν για τον μητροπολιτικό ναό. Μαζί με τους Ορθοδόξους πήγαν και οι Αρειανοί, αναμένοντας την έκβασι του αγώνος. Ο Μ. Βασίλειος στάθηκε εμπρός στην πύ­λη του ναού. Την σταύρωσε τρεις φορές λέγοντας: «Ευλογητός ο Θεός των Χριστιανών εις τους αιώ­νας των αιώνων». Και τότε —μεγάλο θαύμα!— έσπα­σαν οι αμπάρες και τα θυρόφυλλα άνοιξαν.

Ο Μέγας Συναξαριστής το γράφει ως εξής: «Παρευθύς συνετρίβησαν οι μοχλοί και αι θύραι ηνοίχθησαν. Τότε ο Άγιος εισελθών εν αυτή μετά παντός του πλήθους των Χριστιανών, και την θείαν Λειτουργίαν έπιτελέσας, και αγιάσας τον λαόν παρέδωκεν αυτήν τοις Ορθοδόξοις».

Η θαυματουργία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να επιστρέψουν πολλοί Αρειανοί στην Ορθόδοξο πίστι. Ο ποιητής των δίστιχων του Συναξαριού σημειώ­νει τους επόμενους στίχους:

«Πως ουκ αν ήρε, Βασίλειε, τας πύλας, μέγας ναός σοι ναώ τω εμψύχων;».

Δηλαδή: «Ω Βασίλειε, εσύ είσαι ένας έμψυ­χος, ένας ζωντανός ναός του Θεού. Πως λοιπόν ο μεγάλος ναός της Νίκαιας να μη σού άνοιγε τις πύ­λες; Πως ο ένας ναός να χαλάση το χατήρι του άλλου ναού»;

Από το βιβλίο: Η ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: