Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὄχλους, ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐῤῥιμμένοι, ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα. Καὶ προσκαλεσάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς δώδεκα Μαθητὰς αὐτοῦ, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ, καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. Τῶν δὲ δώδεκα Ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐστι ταῦτα· πρῶτος, Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος, καὶ ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ· ᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ· Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος· Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης· ᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ ᾿Αλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος· Σίμων ὁ Κανανίτης, καὶ ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν. Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ ᾿Ιησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς, λέγων· Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε· Πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ. Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε, λέγοντες, ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, όταν είδε ο Ιησούς τον κόσμο, τους σπλαχνίστηκε, γιατί ήταν ταλαιπωρημένοι και εγκαταλειμμένοι σαν πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα. Κάλεσε τότε τους δώδεκα μαθητές του και τους έδωσε την εξουσία πάνω στα δαιμονικά πνεύματα, για να μπορούν να τα διώχνουν, και να μπορούν να θεραπεύουν κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία. Τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Ιησού είναι τα εξής: Πρώτος ο Σίμων, που λέγεται Πέτρος, κι ο αδελφός του ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος, γιος του Ζεβεδαίου, κι ο αδελφός του ο Ιωάννης, ο Φίλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος, γιος του Αλφαίου και ο Λεββαίος, που επονομάστηκε Θαδδαίος, ο Σίμων ο Κανανίτης και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, αυτός που τον πρόδωσε. Αυτούς τους δώδεκα τους έστειλε ο Ιησούς να κηρύξουν, και τους έδωσε τις εξής παραγγελίες: «Μην πάρετε το δρόμο για την περιοχή που κατοικούν ειδωλολάτρες και μην μπείτε σε πόλη των Σαμαρειτών. Προτιμήστε να πάτε στους Ισραηλίτες που έχουν πλανηθεί. Όπου πάτε, να κηρύττετε λέγοντας πως έφτασε η βασιλεία του Θεού. Να θεραπεύετε τους αρρώστους, να γιατρεύετε τους λεπρούς, να ανασταίνετε τους νεκρούς, να κάνετε καλά τους δαιμονισμένους. Δωρεάν τα λάβατε, δωρεάν και να τα δίνετε».
Σχολιασμός
Συνέπεσε εφέτος η Κυριακή μετά την εορτή των Αγίων Πάντων να είναι ημέρα μνήμης και τιμής της Σύναξης των Αγίων δώδεκα Αποστόλων, εξ’ ου και το ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι της εορτής των Αγίων Αποστόλων. Συγκεκριμένα είναι παρμένο από το κατά Ματθαίο ευαγγέλιο κεφάλαιο ένατο στίχο τριάντα έξι και δέκατο κεφάλαιο στίχοι ένα έως οκτώ. Στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή παρουσιάζεται ο Ιησούς να σπλαχνίζεται με την κατάσταση – «κατάντια» του λαού του Ισραήλ που έμοιαζαν λέει οσάν πρόβατα ακυβέρνητα χωρίς ποιμένα. Για το λόγο αυτό προσκαλεί τον στενό κύκλο των μαθητών του, τους δώδεκα, και τους εκχωρεί την εξουσία να διώχνουν δαιμονικά πνεύματα, να θεραπεύουν ασθένειες και αδυναμίες. Έπειτα γίνεται ονομαστική καταγραφή των ονομάτων που αποτελούν τον κύκλο αυτό των δώδεκα μαθητών και τους αποστέλλει να κηρύξουν την βασιλεία του Θεού. Με την αποστολή του κηρύγματος του κόσμου, τους παραγγέλλει, τους επισημαίνει κατευθυντήριες οδηγίες που θα τους βοηθήσουν στην εξάπλωση του Λόγου του Θεού.
Η λέξη απόστολος σημαίνει τον απεσταλμένο. Απόστολοι ονομάσθηκαν οι εκλεγμένοι και καλεσμένοι από τον Κύριο μαθητές Του να συνεχίσουν το σωστικό Του έργο, μετά την εις τους ουρανούς Ανάληψή Του. Επίσης, σύμφωνα με την χαρακτηριστική Του προτροπή έγιναν οι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του «έως εσχάτου της γης» ( Πράξ. 1,8).
Η εκλογή και η κλήση των Αποστόλων, οι οποίοι ως την Πεντηκοστή καλούνταν μαθητές, έγινε αμέσως με την αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου, στη Γαλιλαία. Ευθύς μετά τη Βάπτισή Του κατευθύνθηκε στις όχθες της λίμνης Γενησαρέτ, όπου απευθύνθηκε στους εκεί αλιείς, στους οποίους είπε: «δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. 4,20). Αυτοί «ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ» (Ματθ. 4,21). Άλλοι «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού» (Μαρκ. 1,20). Οι Άγιοι Απόστολοι ήταν άτομα προερχόμενα από τις «λαϊκές τάξεις» τις κοινωνίας μπορούμε να πούμε. Δηλαδή δεν προέρχονταν από επιφανείς οικογένειες τις εποχής, ούτε πλούσιες, ούτε γνωστές. Προέρχονταν από τις τάξεις των ψαράδων, των γεωργών, της εργατιάς.
Αυτοί είχαν την τιμή να ορισθούν ως οι κατ’ εξοχήν συνεχιστές του έργου Του, διότι μόνο σε αυτούς είπε: «Εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγετε και καρπόν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη» (Ιωάν. 15,16). Μετά τη Ανάσταση τους κατέστησε επίσημα διαδόχους του έργου Του: «καθώς απεσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς΄ λάβετε Πνεύμα Άγιον΄ αν τινών αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωάν. 20,21). Επίσης στο όρος της Γαλιλαίας, όπου είχαν συναχθεί οι έντεκα μαθητές, λίγο πριν την Ανάληψη τους είπε: «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. 28,19-20).
Το γεγονός της λαϊκής καταβολής τους είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ο Χριστιανισμός ως θρησκεία αποκλήρων και αγραμμάτων. Με την εμφύσηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, οι άλλοτε αγράμματοι λαϊκοί ψαράδες, μεταποιήθηκαν σε φλογερούς κήρυκες και υπερασπιστές μέχρι θανάτου του Λόγου του Θεού οι οποίοι ξεχύθηκαν στον κόσμο, ζώντας μέσα στην Αναστάσιμη χαρά διέδωσαν το αναστάσιμο μήνυμα και την ελπίδα της ουράνιας βασιλείας.
Το όλο εγχείρημα της διάδοσης του λόγου του Θεού στον κόσμο δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οι δυσκολίες αναρίθμητες, μιας και με το κήρυγμα της βασιλείας του Θεού οι ανθρώπινες οντότητες που δεν διέφεραν και πολύ σε αξία από τα ζώα αναδεικνύονται, οι θέσεις των γυναικών και των παιδιών που δεν υπήρχαν στο προσκήνιο της κοινωνίας αναβαθμίζεται. Το καινό μήνυμα είναι ρηξικέλευθο για τα δεδομένα της κοινωνίας της τότε εποχής, μιας και «Πάντες γαρ υιοί θεού εστέ διά της πίστεως εν Χριστώ Ιησού, όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 26-28). Ο απόστολος Παύλος περιέγραψε πολύ παραστατικά τις δυσκολίες της αποστολής τους ως εξής: «ημάς τους αποστόλους εσχάτους απέδειξεν, ως επιθανατίους, ότι θέατρον εγεννήθημεν τω κόσμω, και αγγέλοις και ανθρώποις, ημείς μωροί δια Χριστόν, υμείς φρόνιμοι εν Χριστώ, ημείς ασθενείς, υμείς δε ισχυροί ΄υμείς ένδοξοι, ημείς δε άτιμοι. Άχρι της άρτι ώρας και πεινώμεν και διψώμεν και γυμνητεύομεν και κολαφιζόμεθα και αστατούμεν και κοπιώμεν εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί΄ λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν΄ ως περικαθάρματα του κόσμου εγεννήθημεν, πάντων ερίψημα έως άρτι» (Α’ Κορ. 4,9-13). Οι μύριες αυτές δυσκολίες, οι κακουχίες, οι κόποι και προπαντός οι απάνθρωποι διωγμοί δεν τους πτόησαν. Το έργο τους καρποφορούσε, διότι το αύξανε το ενοικούν στην Εκκλησία Άγιο Πνεύμα (Ιωάν. 15,26).
Το έργο των αγίων Αποστόλων συνεχίστηκε και συνεχίζεται δια των διαδόχων αυτών. Σε κάθε μέρος, όπου ίδρυαν τοπικές εκκλησίες, χειροτονούσαν επισκόπους και πρεσβυτέρους για να συνεχίσουν το έργο τους. Γράφει ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων, το κατ’ εξοχήν βιβλίο της ιεραποστολής της Εκκλησίας μας: «Χειροτονήσαντες δε αυτοίς πρεσβυτέρους κατ’ εκκλησίαν και προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθετο αυτούς τω Κυρίω, εις ον πεπιστεύκασι» (Πράξ. 14,23).
Αυτή η αδιάκοπη διαδοχή συνεχίζεται ως σήμερα και χαρακτηρίζεται ως αδιάκοπη διαδοχή προσώπων και πίστεως και γι’ αυτό ονομάζεται η Εκκλησία μας Αποστολική. Όλοι λοιπόν όσοι εργάζονται στην Εκκλησία του Χριστού, κληρικοί και λαϊκοί συνεχίζουν κατ’ ουσίαν το έργο των αγίων Αποστόλων. Για το λόγο τούτο οι τίτλοι των επισκοπικών, μητροπολιτικών και αρχιεπισκοπικών θώκων φέρουν το όνομα κάποιου αποστόλου εκ των δώδεκα ή των εβδομήκοντα ή ακόμη και κάποιου χειροτονημένου από τα ίδια χέρια των αποστόλων. Για παράδειγμα ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είναι συνεχιστής και διάδοχος στο θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα, ο Μητροπολίτης Ταμασού στο θρόνο του Αγίου Μνάσωνος και του Αγίου Ηρακλειδίου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως στο θρόνο του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας στο θρόνο του Αποστόλου Μάρκου και ούτω καθεξής.
Αυτό το γεγονός της αδιαλείπτου συνέχισης της Αποστολικής συνοχής είναι που πρέπει να αντιλαμβάνονται οι μέλλοντι χειροτονημένοι, ότι εισέρχονται και γίνονται με τη σειρά τους ένας ακόμη κρίκος της αλυσίδας που αρχή έχει τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, έπειτα τους Αποστόλους και φτάνει μέχρι τις μέρες μας και όχι μόνο. Όσο για τους πατέρες και αδελφούς που ήδη εισήλθαν στις τάξεις του ιερού κλήρου να κατανοήσουν τη βαρύτητα της θέσεώς τους ως άμεσοι συνεχιστές του έργου των Αποστόλων και να παρακαλούν του Αγίους Δώδεκα Αποστόλους, την μνήμη των οποίων τιμούμαι σήμερα, να τους ενδυναμώνουν και να τους ενισχύουν στο πολυσχιδές έργο το οποίο έχουν αναλάβει. Γένοιτο.