Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Δέν πιστεύω στό Θεό σας, «ἔφτιαξα» δικό μου


b3Πάντοτε
πλανᾶται
τό ἐρώτημα
ὕπαρξης ἤ
ἀνυπαρξίας
τοῦ θείου.

Τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Τό ζήτημα τῆς Πίστης καί τῆς ἀμφισβήτησης τοῦ Θεοῦ  ἀπασχολεῖ τούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς. Πάντοτε πλανᾶται τό ἐρώτημα ὕπαρξης ἤ ἀνυπαρξίας τοῦ θείου. Πολλές φορές ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Θεοῦ συνοδεύει τόν ἄνθρωπο ἔως τό βαθύ του γῆρας καί ἄλλες πάλι τήν παίρνει μαζί του στό αἰώνιο ταξίδι. Ἐκτός ἀπό τό ζήτημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ ἀπαντᾶ στούς ἀνθρώπους καί κάτι ἄλλο, ἡ «δημιουργία» Θεοῦ μέσα στό νοῦ τους, ἄσχετα μέ τό τί  πιστεύουν οἱ ὑπόλοιποι ἤ ἔχει δογματίσει ἡ Ἐκκλησία. Πιστεύουν λοιπόν σέ κάτι πού γιά ἐκείνους εἶναι θεός καί τόν ὁποῖον προσκυνοῦν μέ μεγάλη εὐλάβεια καί πολλές φορές φανατισμό.
Ἀπέναντι σέ αὐτές τίς ἀπόψεις ἡ Ἁγία Γραφή ἔχει θέση τήν ὁποία ἐκφράζει μέ σαφήνεια καί καθαρό λόγο, χωρίς εὐγένειες καί καμουφλάζ, ἀφοῦ μέσα της κρύβονται οἱ ἀλήθειες γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή καί ἡ Ἱερά Παράδοση ἤ καλύτερα ἡ πρώτη μέσα στήν δεύτερη, ἀποτελοῦν ἀλάνθαστους ὁδηγούς πού ὁδηγοῦν στήν θέωση.
Ἐκ τῶν διαφόρων Βιβλικῶν ἀναφορῶν περί τοῦ θέματος ἑστιάζουμε σέ μία, στό βιβλίο Σοφία Σολομῶντος.
«Πράγματι, ὅλοι ὅσοι στεροῦνται τή γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπό τήν φύση τους ἀνόητοι, γιατί δέν κατόρθωσαν νά διακρίνουν τόν ἀληθινό Θεό μέσα ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά πού βλέπουν γύρω τους× δέν ἀναγνώρισαν τόν τεχνίτη ἀπό τήν παρατήρηση τῶν ἔργων του. Θεώρησαν γιά κυβερνῆτες τοῦ κόσμου θεούς ὅπως τή φωτιά, τόν ἄνεμο, τόν ἀνεμοστρόβιλο, τόν κύκλο τῶν ἄστρων, τά ὁρμητικά νερά καί τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἄν, λοιπόν, γοητεύονταν ἀπό τήν ὀμορφιά ὅλων αὐτῶν τῶν κτισμάτων καί τά θεωροῦσαν θεούς, ἄς μάθουν πόσο ὡραιότερος ἀπ᾽αὐτά εἶναι ὁ Κύριος! Ὁ δημιουργός τῆς ὀμορφιᾶς τά ἔφτιαξε. Κι ἄν ἔμειναν ἐμβρόντητοι ἀπό τήν δύναμη καί τή λειτουργία τῶν δημιουργμάτων, ἄς καταλάβουν πόσο δυνατότερος ἀπ᾽αὐτά εἶναι ἐκεῖνος πού τά δημιούργησε× γιατί ἀπ᾽αὐτό μέγεθος καί τήν ὀμορφιά τῶν δημιουργημάτων παίρνουμε τήν ἀνάλογη ἰδέα γιά τό δημιουργό τους.
Ἐντούτοις γι᾽αὐτούς, πού στεροῦνται τή γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ κατηγορία δέν εἶναι μεγάλη, γιατί πλανῶνται καθῶς εἰλικρινά ζητοῦν νά βροῦν τό Θεό. Ἀσχολοῦνται μέ τά ἔργα του, τά ἐρευνοῦν καί γοητεύονται ἀπό τήν ἐμφάνισή τους, ἀντικρύζοντας τήν ὀμορφία τους. Ἀλλά εἶναι καί αὐτοί ἔνοχοι κατά κάποιο τρόπο, γιατί ἄν καί κατόρθωσαν νά μάθουν τόσα, ὥστε νά μποροῦν νά ἀνακαλύπτουν τά μυστικά τοῦ κόσμου, δέν ἀνακάλυψαν πρωτύτερα τόν ἴδιο τόν κυρίαρχο ὅλων αὐτῶν.
Δυστυχισμένοι αὐτοί πού στηρίζουν τήν ἐλπίδα τους σέ πράγματα νεκρά! Ὀνόμασαν «θεούς» τά ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, δηλαδή τά περίτεχνα χρυσά καί ἀσημένια ὁμοιώματα ζώων ἤ τά ἄχρηστα λιθάρια, πού τά φιλοτέχνησε κάποιο ἀρχαῖο χέρι. Κάποιος ξυλουργός πριόνισε ἕνα εὐκολομεταχείριστο κλαρί δέντρου, ἔξυσε μέ ἐπιμέλεια ὅλη τήν ἐξωτερική του φλοῦδα, τό ἐπεξεργάστηκε μέ τέχνη καί κατασκεύασε ἕνα χρήσιμο ἀντικείμενο γιά καθημερινή χρήση. Ὅτι περίσσεψε ἀπ᾽ αὐτή τήν ἐργασία, τό χρησιμοποίησε γιά τήν φωτιά καί μαγείρεψε φαγητό μέ τό ὁποῖο καί χόρτασε τήν πεῖνα του. Ἀνάμεσα σ᾽αὐτά τά ξύλα ὅμως βρέθηκε καί ἕνα τελείως ἄχρηστο κομμάτι, στραβό καί γεμάτο ρόζους× ὁ ξυλουργός τό πλάνισε μέ ἐπιμέλεια κάποια ὥρα πού ξεκουραζόταν, ὅταν δέν εἶχε τίποτε καλύτερο νά κάνει, καί μέ τήν πεῖνα τῆς τέχνης του τοῦ ἔδωσε μία συγκεκριμένη ἀνθρώπινη μορφή ἤ τήν μορφή κάποιου εὐτελοῦς ζώου. Μετά τό σκέπασε μέ κοκκινόχωμα καί κοκκίνησε τήν ἐπιφάνειά του μέ φύκια, γιά νά καλύψει τά στίγματα τοῦ ξύλου. Ὕστερα τό κατασκεύασμα αὐτό τό τοποθέτησε στόν τοῖχο σέ μία ταιριαστή ὑποδοχή ποῦ εἶχε προετοιμάσει, καί τό στερέωσε μέ σιδερένια καρφιά.
Προνόησε γι᾽αὐτό ὁ κατασκευαστῆς του, γιά νά μήν πέσει κάτω. Ἤξερα ὅτι αὐτό τό ἴδιο δέν μποροῦσε νά βοηθήσει τόν ἐαυτό του, ἀκριβῶς γιατί ἦταν ἕνα ἁπλό εἴδωλο καί εἶχε ἀνάγκη ἀπό βοήθεια. Μιλάει ὅμως σ᾽αὐτό τό ἄψυχο ἀντικείμενο ὁ ἄνθρωπος χωρίς κανένα ἐνδοιασμό καί προσεύχεται γιά τήν περιουσία του, γιά τήν γυναίκα του καί τά παιδιά του× ζητάει προστασία γιά τήν ὑγεία του ἀπό ἕνα ἀδύναμο κατασκεύασμα, ἡ προστασία γιά τήν ζωή του ἀπό ἕνα νεκρό ἀντικείμενο. Ζητάει δύναμη ἀπό τό ἀνίσχυρο εἴδωλο ἤ ὑπολογίζει γιά ἀσφάλεια στό ταξίδι του σέ κάτι πού δέν μπορεῖ νά πάρει τά πόδια του. Τέλος σχετικά μέ τά κέρδη του, τίς ἀσχολίες του καί τήν ἐπιτυχία στίς δουλείες του ζητάει ὁ ἄνθρωπος βοήθεια ἀπό ἕνα ἀντικείμενο πού δέν μπορεῖ νά κουνήσει τά χέρια του».[1]  

[1] Σοφ.Σολ. 13, 1-19.Μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπό τήν Ἑλληνική Βιβλική Ἐταιρία, σσ.1032-1033.

Δεν υπάρχουν σχόλια: