Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Μετά τά διαδραματισθέντα, τόν παρελθόντα μῆνα Νοέμβριον σ.ἔ. 2013, εἰς τό Πουσάν (Busan) τῆς Δημοκρατίας τῆς Νοτίου Κορέας, εἰς τό πλαίσιον ἐργασίας τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καί τοῦ κατ 'αὐτό θεολογικοῦ διαλόγου μετά τῶν ποικίλης φύσεως προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καί τῶν Μονοφυσιτῶν-Μονοθελητῶν, προαγόμεθα βαθυσεβάστως, νά καταθέσωμεν τῇ Σεπτῇ Ἀνωτάτῃ ἡμῶν Ἐκκλησιαστικῇ Ἀρχῇ τήν διαμαρτυρίαν μας διά τήν ἔκβασιν τῆς συνελεύσεως, ὡς δείκνυται κατωτέρω. Τάς ἀπαραδέκτους ἐκκλησιολογικάς θέσεις τάς διατυπωθείσας ὑπό τῆς 10ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε., ἐκθέτομεν συνοπτικῶς ἐν τοῖς ἐφεξῆς, ὑπό τό πρῖσμα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Αὗται καταφαίνονται ἔτι χείρονες, ληφθέντος ὑπ ὄψιν τοῦ ἐπισήμως κατωχυρωμένου δικαιώματος πάσης «ἐκκλησίας-μέλους» τοῦ Π.Σ.Ε. νά διατηρῇ ἀπαραβίαστον καί ἐκπεφρασμένην τήν ἰδίαν ἐκκλησιολογικήν αὐτοσυνειδησίαν, κατά τούς ἐπισυναπτομένους κανονισμούς τοῦ Π.Σ.Ε. (Βλ. συνημμένον Β, σ. 6). Ἡ δικαιολογία ὅτι τά κείμενα τῶν Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι δημοψήφισμα ad καί δέν δηλώνουν τήν de facto ἀποδοχήν των ὑπό τῶν «ἐκκλησιῶν-μελῶν», δέν ἐξηγεῖ τήν ἀπραξίαν τῶν Ὀρθοδόξων ἐκεῖ ἀντιπροσώπων. Οὔτε ἡ πρόφασις ὅτι «δέν ὑπεγράφησαν» ἔχει ἀντίκρυσμα, καθ ὅσον ἡ συναίνεσις εἰς τά ἀποφασιζόμενα εἰς τό Π.Σ.Ε. δέν δηλοῦται πλέον δι ὑπογραφῆς, ἀλλά δι εἰδικῶν καρτῶν ("κάρτες δείκτης"). Κατά ταῦτα, ἡ ἀτελέσφορος συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων βλάπτει τόσον τούς ἑτεροδόξους, τρέφουσα τήν αὐτῶν παντελῆ ἐκκλησιολογικήν καί λοιπήν σύγχυσιν, ὅσον καί τούς ὁμοδόξους, ἀποκρύπτουσα ἤ ἀλλοιοῦσα πλέον, τάς ὑποθήκας τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων σαφῶς ἐκτεθείσης ἐκκλησιολογικῆς διδασκαλίας καί ἱεροκανονικῆς ἡμῶν παραδόσεως περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἑτερόδοξοι βλάπτονται καί θά βλαβοῦν ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν, δέν ὑποψιάζονται οὔτε καί δύνανται νά διακριβώσουν ἐάν τό κείμενον εἶναι μόνον ad δημοψήφισμα ἤ ὄχι. ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ἐπισυνημμένα είς ΤΗΝ παροῦσαν ἐπιστολήν ἐπισυνάπτομεν ΜΕΘ ἑλληνικῆς μεταφράσεως τόσον ΤΟ κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν (συνημμένον Α), ὅσον καί τό τμῆμα τῶν Κανονισμῶν τοῦ Καταστατικοῦ τοῦ Π.Σ.Ε. (Συνημμένον Β), ἔνθα ἀποδεικνύεται τό δικαίωμα οἱωνδήποτε ἀντιπροσώπων, νά ἐκφέρουν ἐπί θεμάτων ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας εἰς τήν τηρουμένην διαδικασίαν ἐντελῶς ἀνεπηρέαστον γνώμην καί νά ἀναφέρωνται ἀπ 'εὐθείας εἰς τάς ἐκκλησίας των (Κανόνες XX.6.d, σελ. 6). Ἐπίσης συνάπτομεν (συνημμένον Γ) τούς ἐμφορουμένους ὑπό πάνυ ἑτεροδόξου ἐκκλησιολογικῆς σκέψεως λόγους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος, τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρουμανίας, ἐν τῇ λήξει τῆς κατά Πουσάν συνάξεως. Τό τελευταῖον συνημμένον (Δ) ἐπιβεβαιοῖ τήν ἔναρξιν διαμορφώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν ἤδη τόν Σεπτέμβριον τοῦ ἔτους 2012, ὅτε συνῆλθεν ἡ Κεντρική Ἐπιτροπή τοῦ Π.Σ.Ε. εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης εἰς τό Κολυμπάρι. Ἡ πρό τεσσάρων ἐτῶν καί ἐπί παρομοίᾳ ἀφορμῇ ἐκδοθεῖσα ἀνακοίνωσις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (15-10-2009), διαπιστοῦσα τήν ἀνάγκην «περαιτέρω, πληρεστέρας ἐνημερώσεως» τῆς Ι.Σ.Ι., ρητῶς ἀπεφαίνετο, ὅτι «ἐφεξῆς ἡ Ἱεραρχία θά λαμβάνῃ γνῶσιν ὅλων τῶν φάσεων τῶν Διαλόγων», ὅτι «ὁ Διάλογος πρέπει νά συνεχισθῇ, μέσα ὅμως εἰς τά ...
ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά καί κανονικά πλαίσια »καί ὅτι« οἱ Ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τόν συγκεκριμένον διάλογον ἔχουν σαφῆ γνῶσιν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τῆς Ἐκκλησιολογίας καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καί προσφέρουν τάς γνώσεις καί τάς δυνάμεις των πρός τόν σκοπόν «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» «ἐν ἀληθείᾳ "» [1] . Τό ἑτερόδοξον κείμενον τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν, προητοιμάζετο, ἄνευ οὐδεμιᾶς συνοδικῆς διαγνώμης τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, ὑπό τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε., ὡς εἴθισται, εἰς τήν Ἀκαδημίαν τῆς Κρήτης (εἰς Κολυμπάρι) ἤδη ἀπό τοῦ φθινοπώρου τοῦ ἔτους 2012 [2] , καί ἔλαβε δι ὁμοφωνίας τήν ἔγκρισιν τῆς ὁλομελείας τοῦ Π.Σ.Ε. εἰς τάς 8 Νοεμβρίου τοῦ παρελθόντος ἔτους ἐν Πουσάν. Οὕτω, τό ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος», κυκλοφορεῖται ἤδη πανταχοῦ, ἐλλείψει ἐκπεφρασμένης καί ἐπισήμου ὀρθοδόξου διαφοροποιήσεως, ὡς κοινή ὁμολογία τῶν μελῶν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί, δυστυχῶς, καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αϊ ἐκκλησιολογικαί πλάναι ΤΟΥ κειμένου Πουσάν ΤΟΥ ΤΟ έν λόγῳ ἐπίσημον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος» (Δήλωση Ενότητας), τῆς 10ης Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπιτίθεται κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενον (α) ὅτι καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μετά τῶν λοιπῶν «ἐκκλησιῶν» πρέπει νά μετανοήσῃ διά τήν διάσπασιν τῶν χριστιανῶν [3] , (β) ὅτι ἡ Ἐκκλησία, οὖσα Σῶμα Χριστοῦ, δέν διέπεται παρά ταῦτα ἀναγκαίως ὑπό δογματικῆς ὁμοφωνίας, οὔτε καί ἐν αὐτῇ τῇ ἀποστολικῇ ἐποχῇ [4] , (γ) ὅτι ὑφίσταται νῦν ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης τοῦ χριστιανισμοῦ καί προσδοκᾶται ἡ ὁρατή ἑνότης τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας [5] , (δ) ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ, ἀλλ ἀπόκειται εἰς ἡμᾶς τό καθῆκον τοῦτο [6] , (ε) ὅτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νά ἐμπλουτισθῇ καί ὠφεληθῇ ἐκ τῶν χαρισμάτων τῶν ἑτεροδόξων [7] , (στ) ὅτι εἴμεθα ὑπόλογοι ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἄν δέν ἐπιδιώκωμεν διαρκῶς τήν χριστιανικήν ἑνότητα πρός ὄφελος τῆς ἔξωθεν καλῆς μαρτυρίας [8] , (ζ) τήν πονηράν ἀσάφειαν, ὅτι ὁ Θεός «πάντοτε μᾶς ἐκπλήσσει» καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία προοδεύει εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ θείου θελήματος [9] , (η) ὅτι πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν νέοι τρόποι προσεγγίσεως τῶν θεολογικῶν διαφωνιῶν [10] καί (θ) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀλληλένδετος μετά τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος καί τῆς κτίσεως [11] . Πέραν τούτων, τό κείμενον (ι) ἔχει καί σαφῆ μή χριστιανικόν οἰκολογικόν προσανατολισμόν, ὁμιλοῦν περί ἀναμονῆς ἐγκοσμίου ἀνακαινισμοῦ τῆς κτίσεως καί ἐπιγείου εὐημερίας αὐτῆς καί τῆς ἀνθρωπότητος καί περί τῆς πρός τοῦτο ἀνθρωπίνης εὐθύνης [12] , ποιεῖται δέ λόγον (ια) καί περί συνεργασίας τῶν χριστιανῶν καί μεθ ἑτεροθρήσκων ἤ ἀθρήσκων ὑπέρ τῆς ἐπιγείου ταύτης εὐημερίας [13] ! «Οὐδέν θαυμαστόν», λοιπόν, ὅτι τό κείμενον χρησιμοποιεῖ καί τόν πασίγνωστον ἀποκρυφιστικόν ὅρον «ὁλιστικός» ἐκ τοῦ μονισμοῦ, διά νά χαρακτηρίσῃ τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας ("ολιστική αποστολής ευαγγελισμό» [14] ). Ὑπονοούμενα ἀφίνει τό κείμενον καί ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποδοχῆς «περιθωριακῶν» τρόπων ζωῆς, ἄνευ διευκρινήσεων περί ἁμαρτίας καί μετανοίας, ἡ τελική στόχευσις τῶν ὁποίων δέον νά συνεκτιμηθῇ μετά τῆς γενικωτέρας θετικῆς στάσεως τῆς Συνελεύσεως τοῦ Πουσάν ἔναντι τῆς ὁμοφυλοφιλίας [15] . Ἡ δήλωσις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος Θλιβερά Επίσημος κατακλείς Της ὀρθοδόξου παρουσίας είς ΤΗΝ έν λόγῳ Συνέλευσιν ΤΟΥ Πουσάν, ὑπῆρξεν ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος, ἀντιπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας (συνημμένον Γ), ὁ ὁποῖος διεπίστωσεν, (1) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθῇ, ἡ δέ τώρα ὑφισταμένη Ἐκκλησία, καθότι τεμαχισθεῖσα, εἶναι καί μυστηριακῶς ἐλλιπής [16] , (2) ὅτι δέν γνωρίζομεν ποία χριστιανική μερίς εἶναι ἡ διάδοχος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων [17] καί (3) ὅτι ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τό δέ χριστιανικόν Βάπτισμα ἀποτελεῖ μόνον μίαν ἀνωτέραν, μυστηριακήν, βαθμίδα εἰς τήν ἤδη ὑφισταμένην πνευματικήν συγγένειαν τῆς ἀνθρωπότητος [18 ] . Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Νήφων (4) ἀπεσιώπησε καί ἀπέκρυψεν ὅτι διαστρέφεται ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία ἐν τῷ Π.Σ.Ε., τείνων ὡς προπέτασμα τήν ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε. ὑπεράσπισιν τῶν «παραδοσιακῶν ἠθικῶν μας ἀξιῶν», ὡς λ.χ. τῆς «ὑπερτάτης ἀξίας τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας» [19] . σταθεροποιημένης αλόης Ορθόδοξος ἐκκλησιολογία ΤΟΥ Αγιου ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ Αϊ καινοτομίαι ΤΟΥ Πόρτο Ἀλέγκρε ΚΑΙ ΤΟΥ Πουσάν Ο Αγιος Κυπριανός, τονίζει ἤδη τόν 3ον αἰῶνα, τήν ἑνότητα περί τόν Ἐπίσκοπον, περί τήν εὐχαριστίαν καί ἐν τῇ ὀρθοδοξίᾳ · γράφει ὁ ἅγιος Πατήρ: «Ὁ Θεός ἐστιν εἷς, καί ὁ Χριστός εἷς, καί μία ἡ Ἐκκλησία αὐτοῦ, καί ἡ πίστις μία, καί ἡ ποίμνη μία ἡνωμένη διά τῆς κόλλας τῆς ὁμοφωνίας εἰς τήν στερεάν ἑνότητα τοῦ Σώματος» [20] . Ἀλλ 'ἡ Ὀρθοδοξία διά τόν ἅγιον Κυπριανόν δέν ἀποτελεῖ Πίστιν ἀποφασιζομένην ἑκάστοτε κοινῇ συναινέσει ὑπό τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά τήν ἀπ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ὑπό τῶν Ἀποστόλων τοιαύτην. Χάριν αὐτῆς ὁ ἅγιος Κυπριανός, δέν ἐσεβάσθη τήν δικαιοδοσίαν ἤ τήν ἄποψιν τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, ἀλλά συνίστα τήν ἀνυπακοήν πρός αὐτόν, διότι ὁ Στέφανος ἐνήργει κατά παράβασιν τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως (Epistola LXXIV, Ad Pompeium contra Epistolam Στεφανή) [21] ! Ἡ αὐστηρά ἐκκλησιολογική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ περί μή σωτηρίας ἐκτός Ἐκκλησίας («extra Ecclesiam nulla salus") εἶναι, κατά τόν Καθηγητήν Βλάσιον Φειδᾶν, ἡ κατ ἐξοχήν καί κατά παράδοσιν ὀρθόδοξος. Ἀντιθέτως, ἡ αὐγουστίνειος ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀποδέχεται στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ οὕτω τήν βάσιν τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας καί τῶν τελευταίων κειμένων τοῦ Π.Σ.Ε. (Πόρτο Ἀλέγκρε καί Πουσάν) συνιστᾷ καινοτομίαν [22] , καί ὡς γνωστόν, πᾶσα ἐπίμονος καί ἀμετανόητος δογματική καινοτομία ἀποτελεῖ διά τήν Ὀρθοδοξίαν αἵρεσιν [23] ! Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί ἀλάθητος, Δέν δύναται ΝΑ σφάλῃ ΤΟ ἀλάθητον Της Ἐκκλησίας, τό ὁποῖον τό κείμενον τῆς ἐν Πουσάν «Δηλώσεως Ἑνότητος» ἀρνεῖται - καθόσον καλεῖ καί τήν Ὀρθοδοξίαν εἰς μετάνοιαν καί διαπιστοῖ δῆθεν πρόοδον εἰς τήν κατανόησιν τοῦ θείου θελήματος - εἶναι ὄχι μόνον τῆς Ἁγίας Γραφῆς κήρυγμα, περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς «στύλου καί ἑδραιώματος τῆς ἀληθείας» ( ΑΤιμ. 3, 15), ἀλλά καί Διορθοδόξων Συνόδων Πατριαρχῶν τῆς β χιλιετίας, αἱ ὁποῖαι ἀμυνόμεναι κατά τῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν διακηρύσσουν ἄλλοτε μέν ὅτι ἡ Καθολική (Ὀρθόδοξος) Ἐκκλησία «ἀδύνατον ὅλως σφαλῆναι, ὡς πλουτοῦσα διδάσκαλον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον» [24] , ἄλλοτε δέ τό «ἐπί πᾶσι δόγμασί τε καί διδάγμασιν ... ἀσφαλῶς πιστευόμενον, τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἄνωθεν ἀεί ὀρθοδοξίᾳ διαπρέψασαν καί εἰς τό διηνεκές διαλάμπουσαν ... μήτε ποτέ πεπλανῆσθαι, μήτε ποτέ πλανηθήσεσθαι, ἀλλ «ἀεί ἀσφαλῶς ἑστηκέναι, ἐρειδομένην ἐπί πέτρας ἀσφαλοῦς τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως» [25] . Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι λοιπόν «ἡ μόνη ἀληθινή θρησκεία, ἡ μόνη θεάρεστος λατρεία, καί ἡ μόνη σωτήριος ὁδός καί τήν κρατοῦμεν ἀπαραμείωτον, ἀπαραχάρακτον καί ἀπαράλλακτον» [26] . Μετά τούτων, διακηρύσσουν ἐπίσης ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν δέν παρεσάλευσε τήν καθολικότητα καί «ἀρτιμέλειαν» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἄν καί «πρό χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀποσφαλείς καί εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καί καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καί ἀπεσχίσθη »παρά ταῦτα« τά μέν τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατά χώραν συνημμένα τε καί συνεραμμένα, δι 'ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καί ἀκυμάντως τό τοῦ βίου τούτου πέλαγος (...). Οὕτως οὖν ἡ καθ 'ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβής Ἐκκλησία ἐπί τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδή Πατριάρχαις, καί μένει ἀδιάσειστος καί ἀκλόνητος » [27] . Συνεπῶς, ἐντελῶς ἀνεπέρειστος καί ἀπομειωτική τῆς Ἐκκλησίας ἐξελέγχεται ἡ δηλουμένη εἰς τό κείμενον τοῦ Πουσάν ἀνάγκη μετανοίας καί τῆς Ὀρθοδοξίας διά δῆθεν λάθη της. σταθεροποιημένης αλόης μετάνοια ἁρμόζει είς μόνους πολυακουσμένα αἱρετικούς ΤΟ κείμενον ΤΟΥ Πουσάν, περαιτέρω, μᾶς καλεῖ καί εἰς μετάνοιαν διά τήν ὑφισταμένην διάσπασιν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Ἀλλ ἡ μετάνοια ἁρμόζει μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, παρά τόν ἀποστολικόν λόγον, ἀπεστάτησαν τῆς ἑνοποιοῦ (Α Κορ. 11, 16) ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως καί κατέστησαν αἱρετικοί, ἐπειδή «ὁ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα ὅστις ἄν ᾖ» (Γαλ. 5 , 10). Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία ἐπαινεῖ τούς Ποιμένας οἱ ὁποῖοι ἐξεδίωξαν τούς ἑτερόφρονας ἐκ τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, καί «τούς βαρεῖς ἤλασαν καί λοιμώδεις λύκους τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος ... ὡς δοῦλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ» [28] , διά νά διασώσουν τήν ἀποστολικήν Πίστιν. Τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι καί ὁ ἅγιος Κυπριανός, γράφων κατά τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ὅτι «πρέπει νά χαίρωμεν, ὅταν τοιοῦτοι ἀποκόπτωνται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, μήπως καταστρέψουν τάς περιστεράς καί τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ διά τῆς ἀγρίας καί δηλητηριώδους αὐτῶν λύμης» [29] . Δέν ἀρκεῖ λοιπόν, ὅτι ἀπηλείφθησαν ἐκ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τά κατά τῶν αἱρετικῶν ἀναθέματα? Πρέπει τώρα νά διαψεύσωμεν, καί ὅτι τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι «ἡ Πίστις τῶν Ἀποστόλων, ἡ πίστις τῶν Πατέρων, ἡ Πίστις τῶν Ὀρθοδόξων», ἐφ 'ὅσον, κατά τούς Προτεστάντας τοῦ Πουσάν, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκην μετανοίας καί προοδεύει εἰς κατανόησιν? σταθεροποιημένης αλόης ἑνότης Της ἐκκλησιαστικῆς δογματικῆς ὁμολογίας σταθεροποιημένης αλόης συνήθης είς ΤΟ Π.Σ.Ε., ἤδη ἀπό τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἐπίκλησις τῆς διαφορετικότητος τῶν «ἐκκλησιῶν» καί ἡ ἀντίληψις περί πίστεως ὡς μεταβαλλομένης καί προοδευτικῆς κατανοήσεως ἔχει ἐπιστρατευθῇ καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πουσάν διά νά δικαιολογήσῃ τήν δῆθεν «ἀοράτως ἡνωμένην χριστιανικήν Ἐκκλησίαν». Ἡ φράσις τοῦ κειμένου (παράγραφος 10, σ. 5) ὅτι «δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ διαφορετικότης τόσον μεγάλη, ὥστε νά ἐπιφέρει τήν διαίρεσιν», διαστρέφει τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν καί τήν ἐκκλησιολογίαν · διότι μόνον ἡ ποικιλία τῶν ἐθῶν εἶναι ἀκατηγόρητος, κατά τόν Μέγαν Φώτιον καί ἄλλους ἁγίους Πατέρας [30] , ὄχι ὅμως καί τῶν δογμάτων, τά ὁποῖα εἶναι κοινά καθ ὅλην τήν παγκόσμιον Ἐκκλησίαν, ὅπως μαρτυρεῖται ἐκ τῆς ἀρχαιότητος. Οἱ ἅγιοι Ἰγνάτιος [31] , Εἰρηναῖος [32] καί πλεῖστοι ἄλλοι μαρτυροῦν ὑπέρ τῆς δογματικῆς ὁμοφωνίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί συνέχεια τῆς Ἀποστολικῆς Κοινότητος, διακρατεῖ «ἕνα Κύριον, μίαν Πίστιν, ἕν Βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4, 5 ). Ἡ ἀποχώρησις τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν δέν δύναται νά βλάψῃ τήν Ἐκκλησίαν · ὡς τό θέτει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἐλεεινοί τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δέ τό σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καί γάρ τό ἀχρειωθέν ἀπερρύη, καί οὐκ ἐκολοβώθη τό μένον » [33] . Διαβάθμισις καί διαφοροποίησις πίστεως ὑφίσταται μόνον κατά τό μέτρον τῆς προσωπικῆς ἐμπιστοσύνης («πίστεως») εἰς Χριστόν καί ὄχι ὡς πρός τό συμπαγές σύνολον τῶν εὐαγγελικῶν καί πατροπαραδότων δογμάτων [34] . Ἡ ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης, καθαρῶς προτεσταντικόν Δόγμα σταθεροποιημένης αλόης Αναφορά Της «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν εἰς τήν προσδοκωμένην ἐπίτευξιν τῆς ὁρατῆς ἑνότητος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ὑπεμφαίνει ὅτι ἤδη ὑφίσταται ἀόρατος ἑνότης τῆς δῆθεν Μιᾶς «πολυ-δογματικῆς» Ἐκκλησίας, ὅπως ἐδηλοῦτο καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, δόγμα προτεσταντικόν, τό ὁποῖον ἀποκρούεται ἔκπαλαι ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων · ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1672 ταυτίζει τήν Μίαν Ἐκκλησίαν μετά τῆς ἀλαθήτου καί ὁρατῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: «Περί δέ τῆς Καθολικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φαμέν, ὅτι ἔστι μέν ἀνεπισφαλής, οἷα ποδηγετουμένη ὑπό τῆς ἰδίας κεφαλῆς, ἥτις ἐστίν ὁ Χριστός, ἡ αὐτοαλήθεια, καί διδασκομένη ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας ... Ἔσεται δέ καί ἀεί ὁρατή, διά τό μηδέποτε τούς ὀρθοδόξους ἐκλείπειν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἐπειδήπερ πάντες μέν οὐ κοιμηθήσονται, πάντες ὅμως ἀλλαγήσονται, ὅπερ ὁ Ἀπόστολος περί τῶν πιστῶν τόν λόγον ποιούμενος εἴρηκε. Δῆλον ἄρα ὅτι μέχρι τερμάτων αἰῶνος ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τό ὁρατόν ἔχειν οὐ διαλείψει τοῖς μέρεσιν » [35] . Ἄλλωστε ἡ Ἁγία Γραφή σαφῶς δηλοῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, καθώς ἐντοπίζεται τοπικῶς (Α Τιμ. 3, 15) καί εἶναι γνωστή ἡ αὔξησις τῶν μελῶν της (Πράξ. 2, 47). Ἡ ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου περί τῆς «πόλεως τῆς ἐπάνω ὄρους κειμένης», ἡ ὁποία αὐτονοήτως δέν εἶναι ἀόρατος, ἐννοεῖ τήν Ἐκκλησίαν [36] . Ἡ χριστολογική ἀσέβεια περί τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» Προσέτι, τό προβαλλόμενον τόσον εἰς τόν μετά τῶν Παπικῶν Διάλογον ὅσον καί εἰς τό Π.Σ.Ε. καί ἐν Πουσάν ἐπιχείρημα περί τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17, 11,21 - 23), καταλήγει εἰς ἐσχάτην χριστολογικήν ἀσέβειαν · διότι ἐφ ὅσον πράγματι ἡ ἑνότης τῶν πιστευόντων ἀποτελεῖ θέλημα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατί - κατά τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ? Λόγῳ ἀδυναμίας τῆς θείας θελήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ ἀσεβές? Λόγῳ νεστοριανικῆς διακρίσεως τῆς δῆθεν γνωμικῆς θελήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τῆς θελήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος? Ὅμως, ὁ διφυής Θεάνθρωπος ἔχει «δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία ... ἀλλ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπίπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» [37] . Ἄρα, εἶναι ἡ θεία θέλησίς Του, ἔχουσα ὑπήκοον εἰς αὐτήν τήν τεθεωμένην ἀνθρωπίνην, αὐτή ἡ ὁποία ἐξεφράσθη διά τῆς ἀνθρωπίνης Του φωνῆς εἰς τήν ἀρχιερατικήν προσευχήν ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν. Αὐτή ἔχει σύνδρομον τήν Παντοδυναμίαν Του καί ἐνεργεῖ ἀκωλύτως εἰς ὅσους ὑποτάσσονται ἐθελουσίως εἰς τόν Χριστόν. Διά τοῦτο ἐπιβεβαιοῖ καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὀ Χρυσόστομος, ὅτι τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», ἔχει ἤδη ἐπιτευχθῇ ἐν τῇ Ἐκκλησία διά τῆς ἐσωτερικῆς ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως, παρά τήν λόγῳ ραθυμίας ἀποστασίαν τῶν αἱρετικῶν: «Τί οὖν? ἤνυσεν αὐτό? φησι. Καί σφόδρα ἤνυσεν · ἅπαντες γάρ οἱ διά τῶν Ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διεσπάσθησαν · οὐδέ γάρ τοῦτο αὐτόν παρέλαθεν, ἀλλά καί αὐτό προεῖπε, καί ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ραθυμίας ὄν » [38] . Ἡ βλάσφημος συνήθης χρῆσις τοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» ὡς χρονίως ἀνενεργοῦ, ὑποδηλοῖ ὅτι ὁ Παντοδύναμος Παράκλητος, Θεός εἰρήνης καί ὄχι ἀκαταστασίας (Α Κορ. 14, 33), ἔχων ἑνοποιητικήν ἐνέργειαν («εἰς γάρ ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε» [39] ), δέν ἐδόθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν! Ἑπομένως, τό Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν καί οἱ λοιποί Οἰκουμενισταί εὐαγγελίζονται μίαν νέαν Πεντηκοστήν διά τήν ἕνωσιν τῶν διεστώτων! σταθεροποιημένης αλόης Οικολογική παρέκκλισις ΤΟΥ Π.Σ.Ε. Αϊ ἀναφοραί Της «Δηλώσεως» τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν εἰς τήν φροντίδα καί εὐημερίαν τῆς κτίσεως ὡς μέσου καί τέλους τῆς εὐημερίας τῆς ἀνθρωπότητος, ὑποκρύπτουν ἕνα οἰκολογικόν χιλιασμόν. Προφανῶς ἀγνοεῖται ἡ δήλωσις τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅτι ἡ «ἀποκαραδοκία» τῆς «συστεναζούσης κτίσεως», ἡ προσμονή τῆς ἀφθαρσίας, ἀποβλέπει εἰς τήν αἰωνιότητα, εἰς «τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅταν θά ὑπάρξῃ ἐλευθερία ἐκ τῆς φθορᾶς, κατά « τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς » [40] . Τό Π.Σ.Ε. θεμελιοῖ νέαν ἐπίγειον ἀποκαραδοκίαν καί νέαν ἐσχατολογίαν. Ὡσανεί ἀγνοοῦντες τήν ἀρχέγονον πτῶσιν τῆς ἀνθρωπότητος οἱ συντάκται τῆς «Δηλώσεως» προτίθενται νά μᾶς στρέψουν εἰς τήν προπτωτικήν ἐντολήν τοῦ ἀκόπως «ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν» (Γέν. 2, 15), ἀποσιωπῶντες τό εὐαγγελικόν κήρυγμα τῆς μετανοίας ἐκ τῆς ποικιλομόρφου ἁμαρτίας καί ἀποστασίας καί τήν προσμονήν τῶν οὐρανίων, ὡς καί τό δόγμα ὅτι διά τούς Χριστιανούς «τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3, 20) καί ὄχι εἰς ἐπιγείους παραδείσους. Ἡ κτίσις ἐξυπηρετεῖ τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, μέσῳ τῆς φανερώσεως τῆς ἀϊδίου δυνάμεως καί θειότητος τοῦ Θεοῦ καί τῆς μαρτυρίας τῆς ἀγαθοποιΐας Του [41] καί δέν ἀποτελεῖ ἀγαθόν καθ ἑαυτήν. Ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται πρωτίστως ὄχι διά τά ἄλογα καί ἄψυχα κτίσματα, ἀλλά διά τόν λογικόν καί δραματικῶς ἀθάνατον ἄνθρωπον: «Μή τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ? ἤ δι ἡμᾶς πάντως λέγει? »(. Α Κορ 9, 9.10) Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί, Ἡ πρέπουσα μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιολογίας μας, τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπετυπώθη ἱκανοποιητικῶς εἰς τήν τελευταίαν διακριτήν ἐκκλησιολογικήν δήλωσιν τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ Π.Σ . Ε., τό ἔτος 1961 εἰς Νέον Δελχί, διά τῆς γραφίδος τῶν μακαριστῶν π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. Ἰωάννου Μάγιεντορφ κ.ἄ. οἱ ὁποῖοι ἐδήλουν σαφῶς, τά ἑξῆς: «Τό πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἤ τῆς χριστιανικῆς ἐπανενώσεως θεωρεῖται συνήθως ὡς ζήτημα πανομολογιακῆς συμφωνίας ἤ ἀποκαταστάσεως. Ἐν τῇ συζητήσει (ἐρεύνῃ) ἀπό προτεσταντικῆς πλευρᾶς τοῦτο εἶναι ὅλως φυσικόν. Ἀλλά διά τούς Ὀρθοδόξους τό βασικόν Οἰκουμενικόν πρόβλημα εἶναι τό τοῦ σχίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν εἶναι δυνατόν νά δεχθοῦν τήν ἰδέαν τῆς "ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν" καί δέν δύνανται νά ὁραματισθοῦν Χριστιανικήν ἐπανένωσιν ὡς ἁπλῆν πανομολογιακήν διευθέτησιν. Ἡ ἑνότης διεσπάσθη καί πρέπει νά ἀποκατασταθῇ.
Τά ὡς ἄνω γραφέντα ἀποτυποῦν μίαν θλιβεράν εἰκόνα ἐκκλησιολογικῆς ἀλλοτριώσεως τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας εἰς τούς Διαλόγους καί καταργήσεως τῆς ἐκεῖ ὀρθοδόξου μαρτυρίας. Μεμφόμενοι ἡμεῖς αὐτοί τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τό κῦρος αὐτῆς, αἰτούμενοι δηλαδή συγγνώμην διά τήν «πρόκλησιν διαιρέσεων», καί καταρρίπτοντες οὕτως αὐτῆς τό συνοδικῶς διαπεπιστωμένον ἀλάθητον, ἤ νομίζοντες αὐτήν «μέρος» τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί Ἀληθείας, πῶς θά προβάλωμεν κατά τῶν ἐφορμούντων εἰς τό ποίμνιόν μας λύκων, τῶν ψευδομαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, Πεντηκοστιανῶν, Μορμόνων κ.λπ. τό κῦρος τῆς ἀλαθήτου ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως? Τό Π.Σ.Ε. (8 Συνημμένον Α, ὑποσημ 1, σ.). «Προσευχόμεθα νά βοηθηθῶμεν νά κατανοήσωμεν περισσότερα περί τῆς ὁρατῆς ἑνότητος εἰς τήν ὁποίαν ὁ Θεός μᾶς καλεῖ νά ζήσωμεν»: παραπαίει, μή γινῶσκον «δεξιάν αὐτοῦ ἤ ἀριστεράν αὐτοῦ», διό καί γράφει , φθάνει δέ εἰς τήν ἀντίφασιν νά εἶναι εὐγνῶμον διά τήν διαφορετικότητα, ἄν καί αὐτή προκαλεῖ τήν διαίρεσιν [66] ! Δυστυχῶς, ἡ ἡμετέρα παρουσία, ἀποσιωπᾶ τήν περί τῆς μόνης Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου, ἀλήθειαν, παρ 'ὅτι «ἡ σιγή τῶν λόγων ἀναίρεσίς ἐστιν» ἐνῷ «πᾶς ἄνθρωπος ἁγιάζεται διά τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς Πίστεως» [67] . Τεκμηριωμένως, ἡ σύγκρισις τῆς ὡς ἄνω ὀρθοδόξου «Δηλώσεως Ἑνότητος» ἐν Νέῳ Δελχί τό 1961 μετά τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν, δεδομένης καί τῆς μή ἐνεργοποιηθείσης καταθέσεως ἰδίας δηλώσεως, καταδεικνύει τήν ἀνάγκην ὁριστικῆς ἀποστασιοποιήσεώς μας ἐκ τοῦ Π.Σ.Ε., ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν ἐπίσημον - εἰ καί ἐκ τῶν ὑστέρων - ἀπόρριψιν τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν ὑπό τῆς καθ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Περί δέ τοῦ διαλόγου μετά τῶν Παπικῶν ἔχομεν τήν αὐτήν πεποίθησιν, ὅτι συμβάλλει πασιφανῶς καί ἀποδεδειγμένως εἰς τήν ἀλλοίωσιν τῆς ἐκκλησιολογίας μας χαρακτηρισθέντος ὑπό τοῦ ἐπί 20ετίαν (1980-2000), Ὀρθοδόξου συμπροέδρου Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ ὡς «ἀνοσίου παιγνίου». Ταῦτα μετά βαθυτάτης λύπης καί ἐναγωνίου προσμονῆς φέρομεν ὑπ ὄψιν τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καί τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, ἔχοντες δέ δι ἐλπίδος ὅτι τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, θά παροτρύνουν Ὑμᾶς εἰς τάς δεούσας ἐνεργείας ἀποκαταστάσεως τῆς ἀπομειουμένης Ἀληθείας, παρακαλοῦμεν ὅπως συζητηθοῦν τά τιθέμενα θέματα εἰς τήν τακτικήν Σύνοδον τῆς προσεχοῦς Σεπτῆς Ἱεραρχίας καί διατελοῦμεν. Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός + ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ [1] «Ἡ Ἱεραρχία γιά" ὁμολογία πίστεως »καί Μέλη της Επιτροπής Αύγουστο Α, παράγραφος 5 (σ. 3) καί παράγραφος 14 (σ. 6). [4] Συνημμένον Α, παράγραφος 4 (σ. 2), παράγραφος 7 (σ. 4) καί παράγραφος 10 (σ. 5) [ 5] Συνημμένον Α, παράγραφος 14 (σ.6 καί 7) καί παράγραφος 16 (σ. 7) [6] Συνημμένον Α, παράγραφος 7 (σ. 3 καί 4) καί παράγραφος 15 (σ. 7) [7] Συνημμένον Α, παράγραφος 3 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 2) καί παράγραφος 15 (σ. 7) [8] Συνημμένον Α, παράγραφος 2 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 3), παράγραφος 11 (σ. 5) καί παρ. 14 (σ. 6) [9] Συνημμένον Α, παράγραφος 6 (σ. 3), παράγραφος 8 (σ. 4), παράγραφος 9 (σ. 4) καί ὑποσημ. 1 (σ. 8) [10] Συνημμένον Α, παράγραφος 15 (σ. 7) [11] Συνημμένον Α, παράγραφος 13 (σ. 6) καί παράγραφος 9 (σ. 4) [12] Συνημμένον Α, παράγραφος 3 (σ. 2) καί παράγραφος 8 (σ. 4) [13] Συνημμένον Α, παράγραφος 12 (σ. 6) καί παράγραφος 15 (σ. 7) [14] Συνημμένον Α, παράγραφος 12 (σ. 5) . Βλ. ΑΡΧΙΜ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΣΙΑΚΚΑΣ (νῦν Μητροπολίτης Καρπασίας), Ἐγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειῶν καί Αἱρέσεων, ἐκδ. Ἱ.Μ. Τροοδιτίσσης, Κύπρος 2002, σ. 697-699 καί 613-616. Βλ. τήν χρῆσιν τοῦ ὅρου «ὁλιστική ἀτζέντα» καί εἰς τούς λόγους τῆς Προέδρου τοῦ Π.Σ.Ε. Δεσποσύνης (Dame) Mary Tanner, τῆς Ἀρχηγοῦ τοῦ Τάγματος τῆς Βρεταννικῆς Αὐτοκρατορίας (Συνημμένον Δ, σ. 2). [15] Συνημμένον Α, παράγραφος 6 (σ. 3) καί παράγραφος 7 (σ. 3). Περί τῆς ἐξελίξεως εἰς τήν ἀποδοχήν τῆς ὁμοφυλοφιλίας μεταξύ τῶν Συνελεύσεων Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καί Πουσάν (2013) βλ. Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ, «" Συγγνώμη πού εἴμαστε Ὀρθόδοξοι ": 10η Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν », (ΔΜέρος) http://www.impantokratoros.gr/0862339B.el.aspx [16] Συνημμένον Γ, σ. 3 [17] Συνημμένον Γ, σ. 2 [18] Συνημμένον Γ, σ. 1-2 [19] Συνημμένον Γ, σ. 2 [20] Liber de Unitate Ecclesiae 23, PL 4, 517Β:. «Deus unus est, et Christus unus, et una Εκκλησία ejus, et fides una, et πληβείοι una σε solidam corporis unitatem concordiæ Glutino copulata» [21] Εἰς τήν ἐπιστολήν του πρός τόν Πομπήιον κατά τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ρώμης Στεφάνου ὁ ἅγιος Κυπριανός μεταξύ ἄλλων χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τοῦ διαρραγέντος ὑδραγωγοῦ - καθ ἥν περίπτωσιν παρακάμπτοντες τόν ἀγωγόν καταφεύγομεν εἰς τήν πηγήν τῶν ὑδάτων - πρός ἀποφυγήν τῶν δογματικῶν λαθῶν τῶν ἐπισκόπων καί συγκεκριμένως τοῦ Ρώμης Στεφάνου · οὕτω λοιπόν πρέπει νά καταφεύγωμεν κατ εὐθεῖαν εἰς τήν κεφαλήν καί πηγήν τῆς θείας Παραδόσεως · «Nam si ad Divinae traditionis caput et originem revertamur, cessat σφάλμα humanus ... ut si vitio ΔΙΑΚΟΠΤΟΝΤΑΣ aut bibuli canalis effectum est quo συνέχιση μείον aqua perseveranter ac jugiter flueret, refecto et confirmato canali ad USUM δεν atque ad potum civitatis aqua Collecta eadem ubertate atque integritate repræsentetur qua de fonte proficiscitur; »(S. cyprianus, Ad Pompeium contra Epistolam Στεφανή de Hæreticis baptizandis 10, PL 3, 1133B.C) [22] ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, Ἀθῆναι 1994, σελ. 567ἑ.569.570. Ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος «γιά νά θεμελιώση ὅμως τήν καθολικότητα καί τό ἀκαταγώνιστο τῆς θείας χάριτος ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίση α) τήν προγενέστερη σχετική ἐκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ θεία χάρη παρέχεται μόνο μέ τά μυστήρια καί μόνο μέσα στούς κόλπους τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (...) Ἡ ἀποσύνδεση αὐτή τῆς παροχῆς τῆς θείας χάριτος τόσο ἀπό τόν τελοῦντα, ὅσο καί ἀπό τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἔφερε τόν ἱ. Αὐγουστῖνο σέ ἀντίθεση πρός τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ἱ. Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος, ἐκφράζοντας τή γενικότερη ἐκκλησιαστική συνείδηση, εἶχε ὑποστηρίξει ad hoc ὅτι οἱ βαπτιζόμενοι ἀπό αἱρετικούς ἤ καί σχισματικούς δέν λαμβάνουν τή θεία χάρη, γιατί "extra Ecclesiam nulla salus" (...) καί οἱ αἱρετικοί [κατά τήν διδασκαλίαν τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου] θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν κατά κάποιο τρόπο μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιατί «πολλοί πού φαίνονται ὅτι εἶναι ἔξω, στήν πραγματικότητα εἶναι μέσα" στήν Ἐκκλησία (De baptismo, 5, 28) (...) Oι ἐκκλησιολογικές ὅμως συνέπειες [τῆς διδασκαλίας τοῦ Αὐγουστίνου] τονίσθηκαν ἰδιαίτερα ἀπό τή μεταγενέστερη σχολαστική θεολογία καί ἀπό τήν προτεσταντική μεταρρύθμιση, ἐπηρέασαν δέ μέ καθοριστικό τρόπο τήν ὅλη ἐκκλησιολογία τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Τοῦτο φαίνεται ὄχι μόνο ἀπό τήν προτεσταντική διδασκαλία περί «ἀοράτου Ἐκκλησίας», ἀλλά καί ἀπό τή ρωμαιοκαθολική ἐκκλησιολογία τοῦ πρόσφατου διατάγματος De oecumenismo (Unitatis redintegratio) τῆς Β 'Βατικανῆς Συνόδου ». [23] Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση, Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 23, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 99.103. «Ἱστορικά λοιπόν καί πάλι πρέπει νά ναι τά κριτήρια τῆς ὀρθοδοξίας καί τῆς αἵρεσης. Ἡ πρώτη διεκδικεῖ ἀταλάντευτα τήν ἀρχαιότητα, ἐνῶ ἡ δεύτερη εἶναι νεωτεροποιΐα. (...) Ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη εἶναι σαφής καί ἀνυποχώρητη. Ἐμμένει στήν ἀρχαιότητα τῆς διδασκαλίας. Αὐτή καί μόνο εἶναι τό κριτήριο τῆς γνησιότητας καί αὐθεντικότητας ». [24] Συνοδική Ἐπιστολή τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις Συνόδου τοῦ 1672 εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, τόμ. Β ', σ. 704. [25] Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727, 16, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αὐτόθι, σ. 868. [26] Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1836 κατά τῶν Διαμαρτυρομένων Ἱεραποστόλων, 7, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αὐτόθι, σ. 883. [27] Ἀποκρίσεις (1716/1725) τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους, Ἀπόκρισις 5, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αὐτόθι, σ. 794ἑξῆς. [28] Ἐκ τῶν Αἴνων τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων τιη Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ (Κυριακῇ ἑβδόμῃ ἀπό τοῦ Πάσχα). [29] Liber de Unitate Ecclesiae 9, PL 4, 506C-507Α: «Gratulandum est, cum de ιστορίες Εκκλησία separantur, ne Columbas, ne Oves Κρίστι Saeva sua et venenata contagione prædentur ». [30] Ἐπιστολή Φωτίου πρός τόν Πάπαν Νικόλαον PG 102, 605d: «Οὕτως ἐν οἷς οὐκ ἔστι πίστις τό ἀθετούμενον, οὐδέ κοινοῦ τε καί καθολικοῦ ψηφίσματος ἔκπτωσις, ἄλλων παρ ἄλλοις ἐθῶν τε καί νομίμων φυλαττομένων, οὔτε τούς φύλακας ἀδικεῖν οὔτε τούς μή παραδεξαμένους παρανομεῖν ὀρθῶς ἄν τις κρίνειν εἰδώς διορίσαιτο ». Σ. FIRMILIANUS, Epistola LXXV Ad Cyprianum contra epistolam Στεφάνι 6, PL 3, 1159A: «... σε ceteris quoque plurimis provinciis Multa pro locorum et hominum diversitate variantur, π.δ.κ.α. Tamen propter hoc ab Ecclesiae Catholicæ ρυθμό atque Unitate aliquando descessum est του Quod nunc Stephanus ausus est facere rumpens Adversus vos PACEM ». [31] Ἐπιστολή Φιλαδελφεῦσι 3, PG 5, 700Α: «Ἀπέχεσθε τῶν κακῶν βοτανῶν (...) Οὐχ ὅτι παρ ὑμῖν μερισμόν εὗρον, ἀλλ 'ἀποδιϋλισμόν (...) καί ὅσοι ἄν μετανοήσαντες ἔλθωσιν ἐπί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί οὗτοι Θεοῦ ἔσονται (...) εἴ τις ἐν ἀλλοτρίᾳ γνώμῃ περιπατεῖ, οὗτος τῷ Πάθει οὐ συγκατατίθεται ». [32] Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως 1, 10, 2 PG 7α, 552A.B: «Τοῦτο τό κήρυγμα παρειληφυῖα, καί ταύτην τήν πίστιν, ὡς προέφαμεν, ἡ Ἐκκλησία, καίπερ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ διεσπαρμένη, ἐπιμελῶς φυλάσσει, ὡς ἕνα οἶκον οἰκοῦσα · καί ὁμοίως πιστεύει τούτοις, ὡς μίαν ψυχήν καί τήν αὐτήν ἔχουσα καρδίαν, καί συμφώνως ταῦτα κηρύσσει, καί διδάσκει, καί παραδίδωσιν, ὡς ἕν στόμα κεκτημένη ». [33] Ἐπιστολή 238, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις PG 32, 889B. [34] ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 4, 10 (83) PG 94, 1125C-1128B. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς τήν πρός Ρωμαίους 26, 3 PG 60, 640. [35] Τόμος Συνοδικός τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1672 εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, τόμ. Β ', σ. 692. [36] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἠσαΐαν 1, 2 PG 70, 69A.B. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εὐαγγελική προπαρασκευή 6, 18 PG 22, 457δ. [37] Ὅρος Πίστεως τῆς ΣΤ 'Οἰκουμενικής Συνόδου, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1952, τόμ. Α ', σ. 187: [38] Εἰς τό κατά Ἰωάννην 82, 2, PG 59, 444. [39] Κοντάκιον (ἦχος πλ.δ) τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς. [40] Ρωμ. 8, 18-23. [41] Ρωμ. 1, 20 καί Πράξ. 14, 17. [42] G. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, «Η Ορθόδοξη Συμβολή στο τμήμα της Ενότητας στο Νέο Δελχί Εισαγωγικό Σημείωμα», Θεολογία ΛΓ 2 (1962) 187. [43] Liber de Unitate Ecclesiae 7,8 PL 4, 505B: «Στο vero, quia Κρίστι populus μη potest scindi, χιτώνας ejus ανά totum textilis et cohærens divisa ένα possidentibus μη εκτ. ΑΝΘΡΩΠΟ, copulata, connexa ostendit populi nostri, qui Christum induimus, concordiam cohærentem. Σακραμέντο vestis et signo declaravit ecclesiae unitatem. Quis ergo sic est sceleratus et perfidus, QUIS sic discordiæ σάλο vesanus, ut aut credat scindi posse aut audeat scindere unitatem Dei, Vestem Domini, Ecclesiam Κρίστι; Monet ipse σε Evangelio suo et docet dicens: Et Ερίμ unus GREX et unus πάστορας (Joan. x, 16). Et esse posse uno in loco aliquis MULTOS existimat aut Pastores aut plures Greges »; [44] Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, μτφρ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς (νῦν Μητροπ. Πρώην Ζαχουμίου καί Ἑρζεγοβίνης), ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1987, σ. 150.152: «Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί ἀνθρωπισμοί ἀπέκτησαν τό ἰδεῶδες καί τό εἴδωλόν των: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης ... Τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα τοῦ 20οῦ αἰῶνος, δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἀναγέννησις τῆς εἰδωλολατρίας καί τοῦ πολυθεϊσμοῦ ... Εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα ». [45] Βλ. Τήν παράγραφον (3): «Η Εκκλησία τι αφορά με την αυτοεκτίμηση και οι μουσουλμάνοι. Λατρεύουν τον ένα Θεό, που ζουν και επιβιώνουν στον ίδιο τον εαυτό? φιλεύσπλαχνος και παντοδύναμος, ο Δημιουργός του ουρανού και της γης, ο οποίος μίλησε για τους άνδρες »καί τήν παράγραφον (4):« Παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία είναι το νέο λαό του Θεού, δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως οι Εβραίοι απέρριψαν ή καταραμένος από το Θεό, σαν αυτό που ακολουθείται από την Αγία Γραφή ». Τό ἀγγλικόν κείμενον τοῦ Nostra Aetate βλ. περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας 17, PG 102, 296b. [47] Αὐτόθι 6, PG 102, 288B. [48] Αὐτόθι 43, PG 102, 321B. [49] Αὐτόθι 13, PG 102, 292c-293A: «. .. ὀργήν μέν, οἷς τοσαύτην ἀπόνοιαν ἀνελάβοντο · θρῆνον δέ, οἷς πρός ὄλεθρον ἀβοήθητον καταφέρονται · ἡ γάρ εὐσέβεια, καί ὀργιζομένη, τόν τοῦ ὁμοφυοῦς οἶκτον οὐκ ἀποτίθεται ». [50] Αὐτόθι 96, PG 102, 389C. [51] Αὐτόθι 81 , PG 102, 365Α. [52] «Primus sine paribus, Ἀπάντησις εἰς τό περί πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας» http://www.amen.gr/article16557 [53] Περί τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ καί Λόγου ὡς φυσικῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Πατρός , τοῦ δέ Ἁγίου Πνεύματος ὠς φυσικῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Λόγου βάσει τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν καί τῶν ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ καί Θεοδώρου Στουδίτου βλ. Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Εἰκονολογικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 26-35. [54] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κεφάλαια Ἑκατόν Πεντήκοντα 121, ἐπιμελείᾳ Π. Χρήστου, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, τόμ. 5, σ. 103: «Μή μόνον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἥν οὐδείς λαμβάνει, ἀλλά καί ἡ κατά φύσιν ἐνέργεια τούτου λέγεται ζωή, ἥν κατά χάριν ἔλαβον οἱ οὕτω παρ αὐτοῦ ζωοποιηθέντες, ὡς καί σῴζειν δι 'ἑαυτῶν, ταυτό δ' εἰπεῖν καί ἀπαθανατίζειν κατά Πνεῦμα , τούς μή κατά Πνεῦμα ζῶντας πρότερον ». [55] Πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον PG 91, 33A.Β: «... ἔφην μίαν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, τήν πάντων ἐκθεωτικήν τῶν ἁγίων, τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος · τοῦ Θεοῦ μέν κατ οὐσίαν ὑπάρχουσαν, τῶν ἁγίων δέ κατά χάριν γεγενημένην ». Καί αὐτόθι PG 91, 25D:. «Μίαν γνώμην κατά πάντα τρόπον εἶναι τοῦ τε Θεοῦ καί τοῦ τῶν ἁγίων χοροῦ, ἀδύνατον · κἄν, ὡς εἶπον, ἕν ἐστιν ἀμφοτέροις τό θεληθέν, ἡ σωτηρία τῶν ὅλων, περί ἥν τῶν θελημάτων ἡ ἕνωσις» [ 56] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Περί θεοποιοῦ μεθέξεως 6, ἔνθ 'ἀνωτ., τόμ. 2, σ. 141ἑξῆς. [57] Β Ἀντίφωνον τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τοῦ πλ. δ ἤχου. [58] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Πρός Βαρλαάμ Α 21, ἔνθ 'ἀνωτ., τόμ. 1, σ.236ἑξῆς: «τρόπος γάρ ἕτερος δημιουργικῆς ἐστιν ἀρχῆς καί τῆς κατ αὐτήν μοναρχίας, καί τῆς ἀρχῆς καί μοναρχίας ἐκείνης ἕτερος, ἥ τῆς θεογονίας ἐστίν ἐπώνυμον, ὅς καί σώζεται τῷ τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τήν ὕπαρξιν ἔχειν ἐκ τοῦ Πατρός, ὥσπερ ἐκεῖνος τῷ δι Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργόν εἶναι τόν Πατέρα ». [59] Μ. ΦΩΤΙΟΣ, Κατά τῶν τῆς παλαιᾶς Ρώμης, ὅτι ἐκ τοῦ Πατρός μόνον ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀλλ 'οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ 10 PG 102, 397Α: «Πῶς οὖν φατε τό ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ? Εἰ μέν ὡς ἐξ αἰτίου, ἰδού δύο αἴτια καί δύο ἀρχαί, Πατήρ καί Υἱός, καί διαρχία μᾶλλον ἤ μοναρχία τό παρ 'ὑμῖν πρεσβευόμενον, καί οὐχ ἡμέτερον λέγειν ὅσα τά ἄτοπα ἕψεται ». [60] Ἐπίσκεψις 698 [31-03-2009] : «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος Πρῶτος - τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων - συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λατρείας εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ». [61] Κείμενον Α, «Τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας», ἐν Ἐπίσκεψις 259 (1981) σ . 9:. «Ἐπιμέρους φορεῖς καί ὄργανα αὐθεντίας στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας καί κατ 'ἐξοχήν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι» [62] ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ, Βίος καί Πολιτεία τοῦ Μεγάλου καί Τρισμακαρίστου Εὐτυχίου Πατριάρχου ΚΠόλεως 4 (29.31) PG 86β, 2308C.D.2309C. [63] ΑΡΧΙΜ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, τόμ. Α (Κριτική τοῦ Παπισμοῦ), ἐκδ. Ἀδελφ. Εὐνίκη, Ἀθῆναι 1988, σ. 75:. «Ἡ ἀπόφασις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου παραμένει ἀνέκκλητος, διότι δέν ὑπάρχει κριτήριον ἀνώτερον τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου» [64] Ἐπιστολή Λέοντος ἀρχιεπισκόπου Ρώμης πρός Ἀνατόλιον ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης, ACO II, 1,2, [253] 57 (ἤ Mansi 6 , 201Β). [65] Πρᾶξις Β, 5, 4. (†) ΜΗΤΡΟΠ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενική Σύνοδος, Ἀθῆναι 1985, σ. 206 ἑξῆς. [66] Βλ. σύγκρισιν (Συνημμένον Α) τῶν ἐντός τῆς παραγράφου 14 «ὄντες εὐγνώμονες γιά τή διαφορετικότητά μας» (σ. 7) καί «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν» (σ. 6) ἤ «Πενθοῦμε ἐπειδή ὑπάρχουν ἐπίσης ὀδυνηρές ἐμπειρίες καταστάσεων, ὅπου ἡ διαφορετικότητα ἔχει τραπεῖ σέ διαίρεση »(παράγραφος 4, σ. 2). Μολονότι εἶναι δόγματα καί ὄχι ἔθη, ἐκεῖνα ὑπέρ ὧν ἀγωνίζεται καί περιχαρακοῦται ἡ Ἐκκλησία. [67] ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ, ἤτοι ἐν Βιζύῃ 28, PG 90, 163A.
ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά καί κανονικά πλαίσια »καί ὅτι« οἱ Ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τόν συγκεκριμένον διάλογον ἔχουν σαφῆ γνῶσιν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τῆς Ἐκκλησιολογίας καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καί προσφέρουν τάς γνώσεις καί τάς δυνάμεις των πρός τόν σκοπόν «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» «ἐν ἀληθείᾳ "» [1] . Τό ἑτερόδοξον κείμενον τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν, προητοιμάζετο, ἄνευ οὐδεμιᾶς συνοδικῆς διαγνώμης τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, ὑπό τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε., ὡς εἴθισται, εἰς τήν Ἀκαδημίαν τῆς Κρήτης (εἰς Κολυμπάρι) ἤδη ἀπό τοῦ φθινοπώρου τοῦ ἔτους 2012 [2] , καί ἔλαβε δι ὁμοφωνίας τήν ἔγκρισιν τῆς ὁλομελείας τοῦ Π.Σ.Ε. εἰς τάς 8 Νοεμβρίου τοῦ παρελθόντος ἔτους ἐν Πουσάν. Οὕτω, τό ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος», κυκλοφορεῖται ἤδη πανταχοῦ, ἐλλείψει ἐκπεφρασμένης καί ἐπισήμου ὀρθοδόξου διαφοροποιήσεως, ὡς κοινή ὁμολογία τῶν μελῶν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί, δυστυχῶς, καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αϊ ἐκκλησιολογικαί πλάναι ΤΟΥ κειμένου Πουσάν ΤΟΥ ΤΟ έν λόγῳ ἐπίσημον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος» (Δήλωση Ενότητας), τῆς 10ης Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπιτίθεται κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενον (α) ὅτι καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μετά τῶν λοιπῶν «ἐκκλησιῶν» πρέπει νά μετανοήσῃ διά τήν διάσπασιν τῶν χριστιανῶν [3] , (β) ὅτι ἡ Ἐκκλησία, οὖσα Σῶμα Χριστοῦ, δέν διέπεται παρά ταῦτα ἀναγκαίως ὑπό δογματικῆς ὁμοφωνίας, οὔτε καί ἐν αὐτῇ τῇ ἀποστολικῇ ἐποχῇ [4] , (γ) ὅτι ὑφίσταται νῦν ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης τοῦ χριστιανισμοῦ καί προσδοκᾶται ἡ ὁρατή ἑνότης τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας [5] , (δ) ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ, ἀλλ ἀπόκειται εἰς ἡμᾶς τό καθῆκον τοῦτο [6] , (ε) ὅτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νά ἐμπλουτισθῇ καί ὠφεληθῇ ἐκ τῶν χαρισμάτων τῶν ἑτεροδόξων [7] , (στ) ὅτι εἴμεθα ὑπόλογοι ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἄν δέν ἐπιδιώκωμεν διαρκῶς τήν χριστιανικήν ἑνότητα πρός ὄφελος τῆς ἔξωθεν καλῆς μαρτυρίας [8] , (ζ) τήν πονηράν ἀσάφειαν, ὅτι ὁ Θεός «πάντοτε μᾶς ἐκπλήσσει» καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία προοδεύει εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ θείου θελήματος [9] , (η) ὅτι πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν νέοι τρόποι προσεγγίσεως τῶν θεολογικῶν διαφωνιῶν [10] καί (θ) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀλληλένδετος μετά τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος καί τῆς κτίσεως [11] . Πέραν τούτων, τό κείμενον (ι) ἔχει καί σαφῆ μή χριστιανικόν οἰκολογικόν προσανατολισμόν, ὁμιλοῦν περί ἀναμονῆς ἐγκοσμίου ἀνακαινισμοῦ τῆς κτίσεως καί ἐπιγείου εὐημερίας αὐτῆς καί τῆς ἀνθρωπότητος καί περί τῆς πρός τοῦτο ἀνθρωπίνης εὐθύνης [12] , ποιεῖται δέ λόγον (ια) καί περί συνεργασίας τῶν χριστιανῶν καί μεθ ἑτεροθρήσκων ἤ ἀθρήσκων ὑπέρ τῆς ἐπιγείου ταύτης εὐημερίας [13] ! «Οὐδέν θαυμαστόν», λοιπόν, ὅτι τό κείμενον χρησιμοποιεῖ καί τόν πασίγνωστον ἀποκρυφιστικόν ὅρον «ὁλιστικός» ἐκ τοῦ μονισμοῦ, διά νά χαρακτηρίσῃ τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας ("ολιστική αποστολής ευαγγελισμό» [14] ). Ὑπονοούμενα ἀφίνει τό κείμενον καί ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποδοχῆς «περιθωριακῶν» τρόπων ζωῆς, ἄνευ διευκρινήσεων περί ἁμαρτίας καί μετανοίας, ἡ τελική στόχευσις τῶν ὁποίων δέον νά συνεκτιμηθῇ μετά τῆς γενικωτέρας θετικῆς στάσεως τῆς Συνελεύσεως τοῦ Πουσάν ἔναντι τῆς ὁμοφυλοφιλίας [15] . Ἡ δήλωσις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος Θλιβερά Επίσημος κατακλείς Της ὀρθοδόξου παρουσίας είς ΤΗΝ έν λόγῳ Συνέλευσιν ΤΟΥ Πουσάν, ὑπῆρξεν ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος, ἀντιπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας (συνημμένον Γ), ὁ ὁποῖος διεπίστωσεν, (1) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθῇ, ἡ δέ τώρα ὑφισταμένη Ἐκκλησία, καθότι τεμαχισθεῖσα, εἶναι καί μυστηριακῶς ἐλλιπής [16] , (2) ὅτι δέν γνωρίζομεν ποία χριστιανική μερίς εἶναι ἡ διάδοχος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων [17] καί (3) ὅτι ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τό δέ χριστιανικόν Βάπτισμα ἀποτελεῖ μόνον μίαν ἀνωτέραν, μυστηριακήν, βαθμίδα εἰς τήν ἤδη ὑφισταμένην πνευματικήν συγγένειαν τῆς ἀνθρωπότητος [18 ] . Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Νήφων (4) ἀπεσιώπησε καί ἀπέκρυψεν ὅτι διαστρέφεται ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία ἐν τῷ Π.Σ.Ε., τείνων ὡς προπέτασμα τήν ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε. ὑπεράσπισιν τῶν «παραδοσιακῶν ἠθικῶν μας ἀξιῶν», ὡς λ.χ. τῆς «ὑπερτάτης ἀξίας τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας» [19] . σταθεροποιημένης αλόης Ορθόδοξος ἐκκλησιολογία ΤΟΥ Αγιου ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ Αϊ καινοτομίαι ΤΟΥ Πόρτο Ἀλέγκρε ΚΑΙ ΤΟΥ Πουσάν Ο Αγιος Κυπριανός, τονίζει ἤδη τόν 3ον αἰῶνα, τήν ἑνότητα περί τόν Ἐπίσκοπον, περί τήν εὐχαριστίαν καί ἐν τῇ ὀρθοδοξίᾳ · γράφει ὁ ἅγιος Πατήρ: «Ὁ Θεός ἐστιν εἷς, καί ὁ Χριστός εἷς, καί μία ἡ Ἐκκλησία αὐτοῦ, καί ἡ πίστις μία, καί ἡ ποίμνη μία ἡνωμένη διά τῆς κόλλας τῆς ὁμοφωνίας εἰς τήν στερεάν ἑνότητα τοῦ Σώματος» [20] . Ἀλλ 'ἡ Ὀρθοδοξία διά τόν ἅγιον Κυπριανόν δέν ἀποτελεῖ Πίστιν ἀποφασιζομένην ἑκάστοτε κοινῇ συναινέσει ὑπό τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά τήν ἀπ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ὑπό τῶν Ἀποστόλων τοιαύτην. Χάριν αὐτῆς ὁ ἅγιος Κυπριανός, δέν ἐσεβάσθη τήν δικαιοδοσίαν ἤ τήν ἄποψιν τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, ἀλλά συνίστα τήν ἀνυπακοήν πρός αὐτόν, διότι ὁ Στέφανος ἐνήργει κατά παράβασιν τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως (Epistola LXXIV, Ad Pompeium contra Epistolam Στεφανή) [21] ! Ἡ αὐστηρά ἐκκλησιολογική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ περί μή σωτηρίας ἐκτός Ἐκκλησίας («extra Ecclesiam nulla salus") εἶναι, κατά τόν Καθηγητήν Βλάσιον Φειδᾶν, ἡ κατ ἐξοχήν καί κατά παράδοσιν ὀρθόδοξος. Ἀντιθέτως, ἡ αὐγουστίνειος ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀποδέχεται στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ οὕτω τήν βάσιν τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας καί τῶν τελευταίων κειμένων τοῦ Π.Σ.Ε. (Πόρτο Ἀλέγκρε καί Πουσάν) συνιστᾷ καινοτομίαν [22] , καί ὡς γνωστόν, πᾶσα ἐπίμονος καί ἀμετανόητος δογματική καινοτομία ἀποτελεῖ διά τήν Ὀρθοδοξίαν αἵρεσιν [23] ! Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί ἀλάθητος, Δέν δύναται ΝΑ σφάλῃ ΤΟ ἀλάθητον Της Ἐκκλησίας, τό ὁποῖον τό κείμενον τῆς ἐν Πουσάν «Δηλώσεως Ἑνότητος» ἀρνεῖται - καθόσον καλεῖ καί τήν Ὀρθοδοξίαν εἰς μετάνοιαν καί διαπιστοῖ δῆθεν πρόοδον εἰς τήν κατανόησιν τοῦ θείου θελήματος - εἶναι ὄχι μόνον τῆς Ἁγίας Γραφῆς κήρυγμα, περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς «στύλου καί ἑδραιώματος τῆς ἀληθείας» ( ΑΤιμ. 3, 15), ἀλλά καί Διορθοδόξων Συνόδων Πατριαρχῶν τῆς β χιλιετίας, αἱ ὁποῖαι ἀμυνόμεναι κατά τῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν διακηρύσσουν ἄλλοτε μέν ὅτι ἡ Καθολική (Ὀρθόδοξος) Ἐκκλησία «ἀδύνατον ὅλως σφαλῆναι, ὡς πλουτοῦσα διδάσκαλον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον» [24] , ἄλλοτε δέ τό «ἐπί πᾶσι δόγμασί τε καί διδάγμασιν ... ἀσφαλῶς πιστευόμενον, τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἄνωθεν ἀεί ὀρθοδοξίᾳ διαπρέψασαν καί εἰς τό διηνεκές διαλάμπουσαν ... μήτε ποτέ πεπλανῆσθαι, μήτε ποτέ πλανηθήσεσθαι, ἀλλ «ἀεί ἀσφαλῶς ἑστηκέναι, ἐρειδομένην ἐπί πέτρας ἀσφαλοῦς τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως» [25] . Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι λοιπόν «ἡ μόνη ἀληθινή θρησκεία, ἡ μόνη θεάρεστος λατρεία, καί ἡ μόνη σωτήριος ὁδός καί τήν κρατοῦμεν ἀπαραμείωτον, ἀπαραχάρακτον καί ἀπαράλλακτον» [26] . Μετά τούτων, διακηρύσσουν ἐπίσης ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν δέν παρεσάλευσε τήν καθολικότητα καί «ἀρτιμέλειαν» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἄν καί «πρό χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀποσφαλείς καί εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καί καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καί ἀπεσχίσθη »παρά ταῦτα« τά μέν τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατά χώραν συνημμένα τε καί συνεραμμένα, δι 'ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καί ἀκυμάντως τό τοῦ βίου τούτου πέλαγος (...). Οὕτως οὖν ἡ καθ 'ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβής Ἐκκλησία ἐπί τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδή Πατριάρχαις, καί μένει ἀδιάσειστος καί ἀκλόνητος » [27] . Συνεπῶς, ἐντελῶς ἀνεπέρειστος καί ἀπομειωτική τῆς Ἐκκλησίας ἐξελέγχεται ἡ δηλουμένη εἰς τό κείμενον τοῦ Πουσάν ἀνάγκη μετανοίας καί τῆς Ὀρθοδοξίας διά δῆθεν λάθη της. σταθεροποιημένης αλόης μετάνοια ἁρμόζει είς μόνους πολυακουσμένα αἱρετικούς ΤΟ κείμενον ΤΟΥ Πουσάν, περαιτέρω, μᾶς καλεῖ καί εἰς μετάνοιαν διά τήν ὑφισταμένην διάσπασιν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Ἀλλ ἡ μετάνοια ἁρμόζει μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, παρά τόν ἀποστολικόν λόγον, ἀπεστάτησαν τῆς ἑνοποιοῦ (Α Κορ. 11, 16) ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως καί κατέστησαν αἱρετικοί, ἐπειδή «ὁ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα ὅστις ἄν ᾖ» (Γαλ. 5 , 10). Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία ἐπαινεῖ τούς Ποιμένας οἱ ὁποῖοι ἐξεδίωξαν τούς ἑτερόφρονας ἐκ τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, καί «τούς βαρεῖς ἤλασαν καί λοιμώδεις λύκους τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος ... ὡς δοῦλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ» [28] , διά νά διασώσουν τήν ἀποστολικήν Πίστιν. Τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι καί ὁ ἅγιος Κυπριανός, γράφων κατά τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ὅτι «πρέπει νά χαίρωμεν, ὅταν τοιοῦτοι ἀποκόπτωνται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, μήπως καταστρέψουν τάς περιστεράς καί τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ διά τῆς ἀγρίας καί δηλητηριώδους αὐτῶν λύμης» [29] . Δέν ἀρκεῖ λοιπόν, ὅτι ἀπηλείφθησαν ἐκ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τά κατά τῶν αἱρετικῶν ἀναθέματα? Πρέπει τώρα νά διαψεύσωμεν, καί ὅτι τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι «ἡ Πίστις τῶν Ἀποστόλων, ἡ πίστις τῶν Πατέρων, ἡ Πίστις τῶν Ὀρθοδόξων», ἐφ 'ὅσον, κατά τούς Προτεστάντας τοῦ Πουσάν, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκην μετανοίας καί προοδεύει εἰς κατανόησιν? σταθεροποιημένης αλόης ἑνότης Της ἐκκλησιαστικῆς δογματικῆς ὁμολογίας σταθεροποιημένης αλόης συνήθης είς ΤΟ Π.Σ.Ε., ἤδη ἀπό τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἐπίκλησις τῆς διαφορετικότητος τῶν «ἐκκλησιῶν» καί ἡ ἀντίληψις περί πίστεως ὡς μεταβαλλομένης καί προοδευτικῆς κατανοήσεως ἔχει ἐπιστρατευθῇ καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πουσάν διά νά δικαιολογήσῃ τήν δῆθεν «ἀοράτως ἡνωμένην χριστιανικήν Ἐκκλησίαν». Ἡ φράσις τοῦ κειμένου (παράγραφος 10, σ. 5) ὅτι «δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ διαφορετικότης τόσον μεγάλη, ὥστε νά ἐπιφέρει τήν διαίρεσιν», διαστρέφει τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν καί τήν ἐκκλησιολογίαν · διότι μόνον ἡ ποικιλία τῶν ἐθῶν εἶναι ἀκατηγόρητος, κατά τόν Μέγαν Φώτιον καί ἄλλους ἁγίους Πατέρας [30] , ὄχι ὅμως καί τῶν δογμάτων, τά ὁποῖα εἶναι κοινά καθ ὅλην τήν παγκόσμιον Ἐκκλησίαν, ὅπως μαρτυρεῖται ἐκ τῆς ἀρχαιότητος. Οἱ ἅγιοι Ἰγνάτιος [31] , Εἰρηναῖος [32] καί πλεῖστοι ἄλλοι μαρτυροῦν ὑπέρ τῆς δογματικῆς ὁμοφωνίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί συνέχεια τῆς Ἀποστολικῆς Κοινότητος, διακρατεῖ «ἕνα Κύριον, μίαν Πίστιν, ἕν Βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4, 5 ). Ἡ ἀποχώρησις τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν δέν δύναται νά βλάψῃ τήν Ἐκκλησίαν · ὡς τό θέτει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἐλεεινοί τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δέ τό σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καί γάρ τό ἀχρειωθέν ἀπερρύη, καί οὐκ ἐκολοβώθη τό μένον » [33] . Διαβάθμισις καί διαφοροποίησις πίστεως ὑφίσταται μόνον κατά τό μέτρον τῆς προσωπικῆς ἐμπιστοσύνης («πίστεως») εἰς Χριστόν καί ὄχι ὡς πρός τό συμπαγές σύνολον τῶν εὐαγγελικῶν καί πατροπαραδότων δογμάτων [34] . Ἡ ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης, καθαρῶς προτεσταντικόν Δόγμα σταθεροποιημένης αλόης Αναφορά Της «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν εἰς τήν προσδοκωμένην ἐπίτευξιν τῆς ὁρατῆς ἑνότητος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ὑπεμφαίνει ὅτι ἤδη ὑφίσταται ἀόρατος ἑνότης τῆς δῆθεν Μιᾶς «πολυ-δογματικῆς» Ἐκκλησίας, ὅπως ἐδηλοῦτο καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, δόγμα προτεσταντικόν, τό ὁποῖον ἀποκρούεται ἔκπαλαι ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων · ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1672 ταυτίζει τήν Μίαν Ἐκκλησίαν μετά τῆς ἀλαθήτου καί ὁρατῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: «Περί δέ τῆς Καθολικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φαμέν, ὅτι ἔστι μέν ἀνεπισφαλής, οἷα ποδηγετουμένη ὑπό τῆς ἰδίας κεφαλῆς, ἥτις ἐστίν ὁ Χριστός, ἡ αὐτοαλήθεια, καί διδασκομένη ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας ... Ἔσεται δέ καί ἀεί ὁρατή, διά τό μηδέποτε τούς ὀρθοδόξους ἐκλείπειν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἐπειδήπερ πάντες μέν οὐ κοιμηθήσονται, πάντες ὅμως ἀλλαγήσονται, ὅπερ ὁ Ἀπόστολος περί τῶν πιστῶν τόν λόγον ποιούμενος εἴρηκε. Δῆλον ἄρα ὅτι μέχρι τερμάτων αἰῶνος ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τό ὁρατόν ἔχειν οὐ διαλείψει τοῖς μέρεσιν » [35] . Ἄλλωστε ἡ Ἁγία Γραφή σαφῶς δηλοῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, καθώς ἐντοπίζεται τοπικῶς (Α Τιμ. 3, 15) καί εἶναι γνωστή ἡ αὔξησις τῶν μελῶν της (Πράξ. 2, 47). Ἡ ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου περί τῆς «πόλεως τῆς ἐπάνω ὄρους κειμένης», ἡ ὁποία αὐτονοήτως δέν εἶναι ἀόρατος, ἐννοεῖ τήν Ἐκκλησίαν [36] . Ἡ χριστολογική ἀσέβεια περί τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» Προσέτι, τό προβαλλόμενον τόσον εἰς τόν μετά τῶν Παπικῶν Διάλογον ὅσον καί εἰς τό Π.Σ.Ε. καί ἐν Πουσάν ἐπιχείρημα περί τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17, 11,21 - 23), καταλήγει εἰς ἐσχάτην χριστολογικήν ἀσέβειαν · διότι ἐφ ὅσον πράγματι ἡ ἑνότης τῶν πιστευόντων ἀποτελεῖ θέλημα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατί - κατά τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ? Λόγῳ ἀδυναμίας τῆς θείας θελήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ ἀσεβές? Λόγῳ νεστοριανικῆς διακρίσεως τῆς δῆθεν γνωμικῆς θελήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τῆς θελήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος? Ὅμως, ὁ διφυής Θεάνθρωπος ἔχει «δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία ... ἀλλ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπίπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» [37] . Ἄρα, εἶναι ἡ θεία θέλησίς Του, ἔχουσα ὑπήκοον εἰς αὐτήν τήν τεθεωμένην ἀνθρωπίνην, αὐτή ἡ ὁποία ἐξεφράσθη διά τῆς ἀνθρωπίνης Του φωνῆς εἰς τήν ἀρχιερατικήν προσευχήν ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν. Αὐτή ἔχει σύνδρομον τήν Παντοδυναμίαν Του καί ἐνεργεῖ ἀκωλύτως εἰς ὅσους ὑποτάσσονται ἐθελουσίως εἰς τόν Χριστόν. Διά τοῦτο ἐπιβεβαιοῖ καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὀ Χρυσόστομος, ὅτι τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», ἔχει ἤδη ἐπιτευχθῇ ἐν τῇ Ἐκκλησία διά τῆς ἐσωτερικῆς ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως, παρά τήν λόγῳ ραθυμίας ἀποστασίαν τῶν αἱρετικῶν: «Τί οὖν? ἤνυσεν αὐτό? φησι. Καί σφόδρα ἤνυσεν · ἅπαντες γάρ οἱ διά τῶν Ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διεσπάσθησαν · οὐδέ γάρ τοῦτο αὐτόν παρέλαθεν, ἀλλά καί αὐτό προεῖπε, καί ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ραθυμίας ὄν » [38] . Ἡ βλάσφημος συνήθης χρῆσις τοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» ὡς χρονίως ἀνενεργοῦ, ὑποδηλοῖ ὅτι ὁ Παντοδύναμος Παράκλητος, Θεός εἰρήνης καί ὄχι ἀκαταστασίας (Α Κορ. 14, 33), ἔχων ἑνοποιητικήν ἐνέργειαν («εἰς γάρ ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε» [39] ), δέν ἐδόθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν! Ἑπομένως, τό Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν καί οἱ λοιποί Οἰκουμενισταί εὐαγγελίζονται μίαν νέαν Πεντηκοστήν διά τήν ἕνωσιν τῶν διεστώτων! σταθεροποιημένης αλόης Οικολογική παρέκκλισις ΤΟΥ Π.Σ.Ε. Αϊ ἀναφοραί Της «Δηλώσεως» τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν εἰς τήν φροντίδα καί εὐημερίαν τῆς κτίσεως ὡς μέσου καί τέλους τῆς εὐημερίας τῆς ἀνθρωπότητος, ὑποκρύπτουν ἕνα οἰκολογικόν χιλιασμόν. Προφανῶς ἀγνοεῖται ἡ δήλωσις τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅτι ἡ «ἀποκαραδοκία» τῆς «συστεναζούσης κτίσεως», ἡ προσμονή τῆς ἀφθαρσίας, ἀποβλέπει εἰς τήν αἰωνιότητα, εἰς «τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅταν θά ὑπάρξῃ ἐλευθερία ἐκ τῆς φθορᾶς, κατά « τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς » [40] . Τό Π.Σ.Ε. θεμελιοῖ νέαν ἐπίγειον ἀποκαραδοκίαν καί νέαν ἐσχατολογίαν. Ὡσανεί ἀγνοοῦντες τήν ἀρχέγονον πτῶσιν τῆς ἀνθρωπότητος οἱ συντάκται τῆς «Δηλώσεως» προτίθενται νά μᾶς στρέψουν εἰς τήν προπτωτικήν ἐντολήν τοῦ ἀκόπως «ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν» (Γέν. 2, 15), ἀποσιωπῶντες τό εὐαγγελικόν κήρυγμα τῆς μετανοίας ἐκ τῆς ποικιλομόρφου ἁμαρτίας καί ἀποστασίας καί τήν προσμονήν τῶν οὐρανίων, ὡς καί τό δόγμα ὅτι διά τούς Χριστιανούς «τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3, 20) καί ὄχι εἰς ἐπιγείους παραδείσους. Ἡ κτίσις ἐξυπηρετεῖ τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, μέσῳ τῆς φανερώσεως τῆς ἀϊδίου δυνάμεως καί θειότητος τοῦ Θεοῦ καί τῆς μαρτυρίας τῆς ἀγαθοποιΐας Του [41] καί δέν ἀποτελεῖ ἀγαθόν καθ ἑαυτήν. Ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται πρωτίστως ὄχι διά τά ἄλογα καί ἄψυχα κτίσματα, ἀλλά διά τόν λογικόν καί δραματικῶς ἀθάνατον ἄνθρωπον: «Μή τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ? ἤ δι ἡμᾶς πάντως λέγει? »(. Α Κορ 9, 9.10) Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί, Ἡ πρέπουσα μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιολογίας μας, τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπετυπώθη ἱκανοποιητικῶς εἰς τήν τελευταίαν διακριτήν ἐκκλησιολογικήν δήλωσιν τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ Π.Σ . Ε., τό ἔτος 1961 εἰς Νέον Δελχί, διά τῆς γραφίδος τῶν μακαριστῶν π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. Ἰωάννου Μάγιεντορφ κ.ἄ. οἱ ὁποῖοι ἐδήλουν σαφῶς, τά ἑξῆς: «Τό πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἤ τῆς χριστιανικῆς ἐπανενώσεως θεωρεῖται συνήθως ὡς ζήτημα πανομολογιακῆς συμφωνίας ἤ ἀποκαταστάσεως. Ἐν τῇ συζητήσει (ἐρεύνῃ) ἀπό προτεσταντικῆς πλευρᾶς τοῦτο εἶναι ὅλως φυσικόν. Ἀλλά διά τούς Ὀρθοδόξους τό βασικόν Οἰκουμενικόν πρόβλημα εἶναι τό τοῦ σχίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν εἶναι δυνατόν νά δεχθοῦν τήν ἰδέαν τῆς "ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν" καί δέν δύνανται νά ὁραματισθοῦν Χριστιανικήν ἐπανένωσιν ὡς ἁπλῆν πανομολογιακήν διευθέτησιν. Ἡ ἑνότης διεσπάσθη καί πρέπει νά ἀποκατασταθῇ.
Τά ὡς ἄνω γραφέντα ἀποτυποῦν μίαν θλιβεράν εἰκόνα ἐκκλησιολογικῆς ἀλλοτριώσεως τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας εἰς τούς Διαλόγους καί καταργήσεως τῆς ἐκεῖ ὀρθοδόξου μαρτυρίας. Μεμφόμενοι ἡμεῖς αὐτοί τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τό κῦρος αὐτῆς, αἰτούμενοι δηλαδή συγγνώμην διά τήν «πρόκλησιν διαιρέσεων», καί καταρρίπτοντες οὕτως αὐτῆς τό συνοδικῶς διαπεπιστωμένον ἀλάθητον, ἤ νομίζοντες αὐτήν «μέρος» τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί Ἀληθείας, πῶς θά προβάλωμεν κατά τῶν ἐφορμούντων εἰς τό ποίμνιόν μας λύκων, τῶν ψευδομαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, Πεντηκοστιανῶν, Μορμόνων κ.λπ. τό κῦρος τῆς ἀλαθήτου ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως? Τό Π.Σ.Ε. (8 Συνημμένον Α, ὑποσημ 1, σ.). «Προσευχόμεθα νά βοηθηθῶμεν νά κατανοήσωμεν περισσότερα περί τῆς ὁρατῆς ἑνότητος εἰς τήν ὁποίαν ὁ Θεός μᾶς καλεῖ νά ζήσωμεν»: παραπαίει, μή γινῶσκον «δεξιάν αὐτοῦ ἤ ἀριστεράν αὐτοῦ», διό καί γράφει , φθάνει δέ εἰς τήν ἀντίφασιν νά εἶναι εὐγνῶμον διά τήν διαφορετικότητα, ἄν καί αὐτή προκαλεῖ τήν διαίρεσιν [66] ! Δυστυχῶς, ἡ ἡμετέρα παρουσία, ἀποσιωπᾶ τήν περί τῆς μόνης Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου, ἀλήθειαν, παρ 'ὅτι «ἡ σιγή τῶν λόγων ἀναίρεσίς ἐστιν» ἐνῷ «πᾶς ἄνθρωπος ἁγιάζεται διά τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς Πίστεως» [67] . Τεκμηριωμένως, ἡ σύγκρισις τῆς ὡς ἄνω ὀρθοδόξου «Δηλώσεως Ἑνότητος» ἐν Νέῳ Δελχί τό 1961 μετά τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν, δεδομένης καί τῆς μή ἐνεργοποιηθείσης καταθέσεως ἰδίας δηλώσεως, καταδεικνύει τήν ἀνάγκην ὁριστικῆς ἀποστασιοποιήσεώς μας ἐκ τοῦ Π.Σ.Ε., ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν ἐπίσημον - εἰ καί ἐκ τῶν ὑστέρων - ἀπόρριψιν τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν ὑπό τῆς καθ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Περί δέ τοῦ διαλόγου μετά τῶν Παπικῶν ἔχομεν τήν αὐτήν πεποίθησιν, ὅτι συμβάλλει πασιφανῶς καί ἀποδεδειγμένως εἰς τήν ἀλλοίωσιν τῆς ἐκκλησιολογίας μας χαρακτηρισθέντος ὑπό τοῦ ἐπί 20ετίαν (1980-2000), Ὀρθοδόξου συμπροέδρου Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ ὡς «ἀνοσίου παιγνίου». Ταῦτα μετά βαθυτάτης λύπης καί ἐναγωνίου προσμονῆς φέρομεν ὑπ ὄψιν τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καί τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, ἔχοντες δέ δι ἐλπίδος ὅτι τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, θά παροτρύνουν Ὑμᾶς εἰς τάς δεούσας ἐνεργείας ἀποκαταστάσεως τῆς ἀπομειουμένης Ἀληθείας, παρακαλοῦμεν ὅπως συζητηθοῦν τά τιθέμενα θέματα εἰς τήν τακτικήν Σύνοδον τῆς προσεχοῦς Σεπτῆς Ἱεραρχίας καί διατελοῦμεν. Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός + ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ [1] «Ἡ Ἱεραρχία γιά" ὁμολογία πίστεως »καί Μέλη της Επιτροπής Αύγουστο Α, παράγραφος 5 (σ. 3) καί παράγραφος 14 (σ. 6). [4] Συνημμένον Α, παράγραφος 4 (σ. 2), παράγραφος 7 (σ. 4) καί παράγραφος 10 (σ. 5) [ 5] Συνημμένον Α, παράγραφος 14 (σ.6 καί 7) καί παράγραφος 16 (σ. 7) [6] Συνημμένον Α, παράγραφος 7 (σ. 3 καί 4) καί παράγραφος 15 (σ. 7) [7] Συνημμένον Α, παράγραφος 3 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 2) καί παράγραφος 15 (σ. 7) [8] Συνημμένον Α, παράγραφος 2 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 3), παράγραφος 11 (σ. 5) καί παρ. 14 (σ. 6) [9] Συνημμένον Α, παράγραφος 6 (σ. 3), παράγραφος 8 (σ. 4), παράγραφος 9 (σ. 4) καί ὑποσημ. 1 (σ. 8) [10] Συνημμένον Α, παράγραφος 15 (σ. 7) [11] Συνημμένον Α, παράγραφος 13 (σ. 6) καί παράγραφος 9 (σ. 4) [12] Συνημμένον Α, παράγραφος 3 (σ. 2) καί παράγραφος 8 (σ. 4) [13] Συνημμένον Α, παράγραφος 12 (σ. 6) καί παράγραφος 15 (σ. 7) [14] Συνημμένον Α, παράγραφος 12 (σ. 5) . Βλ. ΑΡΧΙΜ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΣΙΑΚΚΑΣ (νῦν Μητροπολίτης Καρπασίας), Ἐγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειῶν καί Αἱρέσεων, ἐκδ. Ἱ.Μ. Τροοδιτίσσης, Κύπρος 2002, σ. 697-699 καί 613-616. Βλ. τήν χρῆσιν τοῦ ὅρου «ὁλιστική ἀτζέντα» καί εἰς τούς λόγους τῆς Προέδρου τοῦ Π.Σ.Ε. Δεσποσύνης (Dame) Mary Tanner, τῆς Ἀρχηγοῦ τοῦ Τάγματος τῆς Βρεταννικῆς Αὐτοκρατορίας (Συνημμένον Δ, σ. 2). [15] Συνημμένον Α, παράγραφος 6 (σ. 3) καί παράγραφος 7 (σ. 3). Περί τῆς ἐξελίξεως εἰς τήν ἀποδοχήν τῆς ὁμοφυλοφιλίας μεταξύ τῶν Συνελεύσεων Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καί Πουσάν (2013) βλ. Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ, «" Συγγνώμη πού εἴμαστε Ὀρθόδοξοι ": 10η Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν », (ΔΜέρος) http://www.impantokratoros.gr/0862339B.el.aspx [16] Συνημμένον Γ, σ. 3 [17] Συνημμένον Γ, σ. 2 [18] Συνημμένον Γ, σ. 1-2 [19] Συνημμένον Γ, σ. 2 [20] Liber de Unitate Ecclesiae 23, PL 4, 517Β:. «Deus unus est, et Christus unus, et una Εκκλησία ejus, et fides una, et πληβείοι una σε solidam corporis unitatem concordiæ Glutino copulata» [21] Εἰς τήν ἐπιστολήν του πρός τόν Πομπήιον κατά τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ρώμης Στεφάνου ὁ ἅγιος Κυπριανός μεταξύ ἄλλων χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τοῦ διαρραγέντος ὑδραγωγοῦ - καθ ἥν περίπτωσιν παρακάμπτοντες τόν ἀγωγόν καταφεύγομεν εἰς τήν πηγήν τῶν ὑδάτων - πρός ἀποφυγήν τῶν δογματικῶν λαθῶν τῶν ἐπισκόπων καί συγκεκριμένως τοῦ Ρώμης Στεφάνου · οὕτω λοιπόν πρέπει νά καταφεύγωμεν κατ εὐθεῖαν εἰς τήν κεφαλήν καί πηγήν τῆς θείας Παραδόσεως · «Nam si ad Divinae traditionis caput et originem revertamur, cessat σφάλμα humanus ... ut si vitio ΔΙΑΚΟΠΤΟΝΤΑΣ aut bibuli canalis effectum est quo συνέχιση μείον aqua perseveranter ac jugiter flueret, refecto et confirmato canali ad USUM δεν atque ad potum civitatis aqua Collecta eadem ubertate atque integritate repræsentetur qua de fonte proficiscitur; »(S. cyprianus, Ad Pompeium contra Epistolam Στεφανή de Hæreticis baptizandis 10, PL 3, 1133B.C) [22] ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α, Ἀθῆναι 1994, σελ. 567ἑ.569.570. Ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος «γιά νά θεμελιώση ὅμως τήν καθολικότητα καί τό ἀκαταγώνιστο τῆς θείας χάριτος ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίση α) τήν προγενέστερη σχετική ἐκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ θεία χάρη παρέχεται μόνο μέ τά μυστήρια καί μόνο μέσα στούς κόλπους τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (...) Ἡ ἀποσύνδεση αὐτή τῆς παροχῆς τῆς θείας χάριτος τόσο ἀπό τόν τελοῦντα, ὅσο καί ἀπό τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἔφερε τόν ἱ. Αὐγουστῖνο σέ ἀντίθεση πρός τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ἱ. Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος, ἐκφράζοντας τή γενικότερη ἐκκλησιαστική συνείδηση, εἶχε ὑποστηρίξει ad hoc ὅτι οἱ βαπτιζόμενοι ἀπό αἱρετικούς ἤ καί σχισματικούς δέν λαμβάνουν τή θεία χάρη, γιατί "extra Ecclesiam nulla salus" (...) καί οἱ αἱρετικοί [κατά τήν διδασκαλίαν τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου] θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν κατά κάποιο τρόπο μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιατί «πολλοί πού φαίνονται ὅτι εἶναι ἔξω, στήν πραγματικότητα εἶναι μέσα" στήν Ἐκκλησία (De baptismo, 5, 28) (...) Oι ἐκκλησιολογικές ὅμως συνέπειες [τῆς διδασκαλίας τοῦ Αὐγουστίνου] τονίσθηκαν ἰδιαίτερα ἀπό τή μεταγενέστερη σχολαστική θεολογία καί ἀπό τήν προτεσταντική μεταρρύθμιση, ἐπηρέασαν δέ μέ καθοριστικό τρόπο τήν ὅλη ἐκκλησιολογία τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Τοῦτο φαίνεται ὄχι μόνο ἀπό τήν προτεσταντική διδασκαλία περί «ἀοράτου Ἐκκλησίας», ἀλλά καί ἀπό τή ρωμαιοκαθολική ἐκκλησιολογία τοῦ πρόσφατου διατάγματος De oecumenismo (Unitatis redintegratio) τῆς Β 'Βατικανῆς Συνόδου ». [23] Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση, Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 23, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 99.103. «Ἱστορικά λοιπόν καί πάλι πρέπει νά ναι τά κριτήρια τῆς ὀρθοδοξίας καί τῆς αἵρεσης. Ἡ πρώτη διεκδικεῖ ἀταλάντευτα τήν ἀρχαιότητα, ἐνῶ ἡ δεύτερη εἶναι νεωτεροποιΐα. (...) Ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη εἶναι σαφής καί ἀνυποχώρητη. Ἐμμένει στήν ἀρχαιότητα τῆς διδασκαλίας. Αὐτή καί μόνο εἶναι τό κριτήριο τῆς γνησιότητας καί αὐθεντικότητας ». [24] Συνοδική Ἐπιστολή τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις Συνόδου τοῦ 1672 εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, τόμ. Β ', σ. 704. [25] Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727, 16, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αὐτόθι, σ. 868. [26] Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1836 κατά τῶν Διαμαρτυρομένων Ἱεραποστόλων, 7, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αὐτόθι, σ. 883. [27] Ἀποκρίσεις (1716/1725) τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους, Ἀπόκρισις 5, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αὐτόθι, σ. 794ἑξῆς. [28] Ἐκ τῶν Αἴνων τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων τιη Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ (Κυριακῇ ἑβδόμῃ ἀπό τοῦ Πάσχα). [29] Liber de Unitate Ecclesiae 9, PL 4, 506C-507Α: «Gratulandum est, cum de ιστορίες Εκκλησία separantur, ne Columbas, ne Oves Κρίστι Saeva sua et venenata contagione prædentur ». [30] Ἐπιστολή Φωτίου πρός τόν Πάπαν Νικόλαον PG 102, 605d: «Οὕτως ἐν οἷς οὐκ ἔστι πίστις τό ἀθετούμενον, οὐδέ κοινοῦ τε καί καθολικοῦ ψηφίσματος ἔκπτωσις, ἄλλων παρ ἄλλοις ἐθῶν τε καί νομίμων φυλαττομένων, οὔτε τούς φύλακας ἀδικεῖν οὔτε τούς μή παραδεξαμένους παρανομεῖν ὀρθῶς ἄν τις κρίνειν εἰδώς διορίσαιτο ». Σ. FIRMILIANUS, Epistola LXXV Ad Cyprianum contra epistolam Στεφάνι 6, PL 3, 1159A: «... σε ceteris quoque plurimis provinciis Multa pro locorum et hominum diversitate variantur, π.δ.κ.α. Tamen propter hoc ab Ecclesiae Catholicæ ρυθμό atque Unitate aliquando descessum est του Quod nunc Stephanus ausus est facere rumpens Adversus vos PACEM ». [31] Ἐπιστολή Φιλαδελφεῦσι 3, PG 5, 700Α: «Ἀπέχεσθε τῶν κακῶν βοτανῶν (...) Οὐχ ὅτι παρ ὑμῖν μερισμόν εὗρον, ἀλλ 'ἀποδιϋλισμόν (...) καί ὅσοι ἄν μετανοήσαντες ἔλθωσιν ἐπί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί οὗτοι Θεοῦ ἔσονται (...) εἴ τις ἐν ἀλλοτρίᾳ γνώμῃ περιπατεῖ, οὗτος τῷ Πάθει οὐ συγκατατίθεται ». [32] Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως 1, 10, 2 PG 7α, 552A.B: «Τοῦτο τό κήρυγμα παρειληφυῖα, καί ταύτην τήν πίστιν, ὡς προέφαμεν, ἡ Ἐκκλησία, καίπερ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ διεσπαρμένη, ἐπιμελῶς φυλάσσει, ὡς ἕνα οἶκον οἰκοῦσα · καί ὁμοίως πιστεύει τούτοις, ὡς μίαν ψυχήν καί τήν αὐτήν ἔχουσα καρδίαν, καί συμφώνως ταῦτα κηρύσσει, καί διδάσκει, καί παραδίδωσιν, ὡς ἕν στόμα κεκτημένη ». [33] Ἐπιστολή 238, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις PG 32, 889B. [34] ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 4, 10 (83) PG 94, 1125C-1128B. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς τήν πρός Ρωμαίους 26, 3 PG 60, 640. [35] Τόμος Συνοδικός τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1672 εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, τόμ. Β ', σ. 692. [36] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἠσαΐαν 1, 2 PG 70, 69A.B. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εὐαγγελική προπαρασκευή 6, 18 PG 22, 457δ. [37] Ὅρος Πίστεως τῆς ΣΤ 'Οἰκουμενικής Συνόδου, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1952, τόμ. Α ', σ. 187: [38] Εἰς τό κατά Ἰωάννην 82, 2, PG 59, 444. [39] Κοντάκιον (ἦχος πλ.δ) τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς. [40] Ρωμ. 8, 18-23. [41] Ρωμ. 1, 20 καί Πράξ. 14, 17. [42] G. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, «Η Ορθόδοξη Συμβολή στο τμήμα της Ενότητας στο Νέο Δελχί Εισαγωγικό Σημείωμα», Θεολογία ΛΓ 2 (1962) 187. [43] Liber de Unitate Ecclesiae 7,8 PL 4, 505B: «Στο vero, quia Κρίστι populus μη potest scindi, χιτώνας ejus ανά totum textilis et cohærens divisa ένα possidentibus μη εκτ. ΑΝΘΡΩΠΟ, copulata, connexa ostendit populi nostri, qui Christum induimus, concordiam cohærentem. Σακραμέντο vestis et signo declaravit ecclesiae unitatem. Quis ergo sic est sceleratus et perfidus, QUIS sic discordiæ σάλο vesanus, ut aut credat scindi posse aut audeat scindere unitatem Dei, Vestem Domini, Ecclesiam Κρίστι; Monet ipse σε Evangelio suo et docet dicens: Et Ερίμ unus GREX et unus πάστορας (Joan. x, 16). Et esse posse uno in loco aliquis MULTOS existimat aut Pastores aut plures Greges »; [44] Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, μτφρ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς (νῦν Μητροπ. Πρώην Ζαχουμίου καί Ἑρζεγοβίνης), ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1987, σ. 150.152: «Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί ἀνθρωπισμοί ἀπέκτησαν τό ἰδεῶδες καί τό εἴδωλόν των: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης ... Τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα τοῦ 20οῦ αἰῶνος, δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἀναγέννησις τῆς εἰδωλολατρίας καί τοῦ πολυθεϊσμοῦ ... Εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα ». [45] Βλ. Τήν παράγραφον (3): «Η Εκκλησία τι αφορά με την αυτοεκτίμηση και οι μουσουλμάνοι. Λατρεύουν τον ένα Θεό, που ζουν και επιβιώνουν στον ίδιο τον εαυτό? φιλεύσπλαχνος και παντοδύναμος, ο Δημιουργός του ουρανού και της γης, ο οποίος μίλησε για τους άνδρες »καί τήν παράγραφον (4):« Παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία είναι το νέο λαό του Θεού, δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως οι Εβραίοι απέρριψαν ή καταραμένος από το Θεό, σαν αυτό που ακολουθείται από την Αγία Γραφή ». Τό ἀγγλικόν κείμενον τοῦ Nostra Aetate βλ. περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας 17, PG 102, 296b. [47] Αὐτόθι 6, PG 102, 288B. [48] Αὐτόθι 43, PG 102, 321B. [49] Αὐτόθι 13, PG 102, 292c-293A: «. .. ὀργήν μέν, οἷς τοσαύτην ἀπόνοιαν ἀνελάβοντο · θρῆνον δέ, οἷς πρός ὄλεθρον ἀβοήθητον καταφέρονται · ἡ γάρ εὐσέβεια, καί ὀργιζομένη, τόν τοῦ ὁμοφυοῦς οἶκτον οὐκ ἀποτίθεται ». [50] Αὐτόθι 96, PG 102, 389C. [51] Αὐτόθι 81 , PG 102, 365Α. [52] «Primus sine paribus, Ἀπάντησις εἰς τό περί πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας» http://www.amen.gr/article16557 [53] Περί τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ καί Λόγου ὡς φυσικῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Πατρός , τοῦ δέ Ἁγίου Πνεύματος ὠς φυσικῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Λόγου βάσει τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν καί τῶν ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ καί Θεοδώρου Στουδίτου βλ. Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Εἰκονολογικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 26-35. [54] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κεφάλαια Ἑκατόν Πεντήκοντα 121, ἐπιμελείᾳ Π. Χρήστου, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, τόμ. 5, σ. 103: «Μή μόνον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἥν οὐδείς λαμβάνει, ἀλλά καί ἡ κατά φύσιν ἐνέργεια τούτου λέγεται ζωή, ἥν κατά χάριν ἔλαβον οἱ οὕτω παρ αὐτοῦ ζωοποιηθέντες, ὡς καί σῴζειν δι 'ἑαυτῶν, ταυτό δ' εἰπεῖν καί ἀπαθανατίζειν κατά Πνεῦμα , τούς μή κατά Πνεῦμα ζῶντας πρότερον ». [55] Πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον PG 91, 33A.Β: «... ἔφην μίαν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, τήν πάντων ἐκθεωτικήν τῶν ἁγίων, τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος · τοῦ Θεοῦ μέν κατ οὐσίαν ὑπάρχουσαν, τῶν ἁγίων δέ κατά χάριν γεγενημένην ». Καί αὐτόθι PG 91, 25D:. «Μίαν γνώμην κατά πάντα τρόπον εἶναι τοῦ τε Θεοῦ καί τοῦ τῶν ἁγίων χοροῦ, ἀδύνατον · κἄν, ὡς εἶπον, ἕν ἐστιν ἀμφοτέροις τό θεληθέν, ἡ σωτηρία τῶν ὅλων, περί ἥν τῶν θελημάτων ἡ ἕνωσις» [ 56] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Περί θεοποιοῦ μεθέξεως 6, ἔνθ 'ἀνωτ., τόμ. 2, σ. 141ἑξῆς. [57] Β Ἀντίφωνον τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τοῦ πλ. δ ἤχου. [58] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Πρός Βαρλαάμ Α 21, ἔνθ 'ἀνωτ., τόμ. 1, σ.236ἑξῆς: «τρόπος γάρ ἕτερος δημιουργικῆς ἐστιν ἀρχῆς καί τῆς κατ αὐτήν μοναρχίας, καί τῆς ἀρχῆς καί μοναρχίας ἐκείνης ἕτερος, ἥ τῆς θεογονίας ἐστίν ἐπώνυμον, ὅς καί σώζεται τῷ τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τήν ὕπαρξιν ἔχειν ἐκ τοῦ Πατρός, ὥσπερ ἐκεῖνος τῷ δι Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργόν εἶναι τόν Πατέρα ». [59] Μ. ΦΩΤΙΟΣ, Κατά τῶν τῆς παλαιᾶς Ρώμης, ὅτι ἐκ τοῦ Πατρός μόνον ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀλλ 'οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ 10 PG 102, 397Α: «Πῶς οὖν φατε τό ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ? Εἰ μέν ὡς ἐξ αἰτίου, ἰδού δύο αἴτια καί δύο ἀρχαί, Πατήρ καί Υἱός, καί διαρχία μᾶλλον ἤ μοναρχία τό παρ 'ὑμῖν πρεσβευόμενον, καί οὐχ ἡμέτερον λέγειν ὅσα τά ἄτοπα ἕψεται ». [60] Ἐπίσκεψις 698 [31-03-2009] : «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος Πρῶτος - τοὐτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων - συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λατρείας εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ». [61] Κείμενον Α, «Τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας», ἐν Ἐπίσκεψις 259 (1981) σ . 9:. «Ἐπιμέρους φορεῖς καί ὄργανα αὐθεντίας στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας καί κατ 'ἐξοχήν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι» [62] ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ, Βίος καί Πολιτεία τοῦ Μεγάλου καί Τρισμακαρίστου Εὐτυχίου Πατριάρχου ΚΠόλεως 4 (29.31) PG 86β, 2308C.D.2309C. [63] ΑΡΧΙΜ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, τόμ. Α (Κριτική τοῦ Παπισμοῦ), ἐκδ. Ἀδελφ. Εὐνίκη, Ἀθῆναι 1988, σ. 75:. «Ἡ ἀπόφασις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου παραμένει ἀνέκκλητος, διότι δέν ὑπάρχει κριτήριον ἀνώτερον τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου» [64] Ἐπιστολή Λέοντος ἀρχιεπισκόπου Ρώμης πρός Ἀνατόλιον ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης, ACO II, 1,2, [253] 57 (ἤ Mansi 6 , 201Β). [65] Πρᾶξις Β, 5, 4. (†) ΜΗΤΡΟΠ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενική Σύνοδος, Ἀθῆναι 1985, σ. 206 ἑξῆς. [66] Βλ. σύγκρισιν (Συνημμένον Α) τῶν ἐντός τῆς παραγράφου 14 «ὄντες εὐγνώμονες γιά τή διαφορετικότητά μας» (σ. 7) καί «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν» (σ. 6) ἤ «Πενθοῦμε ἐπειδή ὑπάρχουν ἐπίσης ὀδυνηρές ἐμπειρίες καταστάσεων, ὅπου ἡ διαφορετικότητα ἔχει τραπεῖ σέ διαίρεση »(παράγραφος 4, σ. 2). Μολονότι εἶναι δόγματα καί ὄχι ἔθη, ἐκεῖνα ὑπέρ ὧν ἀγωνίζεται καί περιχαρακοῦται ἡ Ἐκκλησία. [67] ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ, ἤτοι ἐν Βιζύῃ 28, PG 90, 163A.
http://synodoiporia.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου