ΙΗ/10 ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. 11 ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης·
12 νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. 13 καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. 14 λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
12 νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. 13 καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. 14 λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Νεοελληνική απόδοσις
ΙΗ/ 10 «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν: ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. 11 Ο Φαρισαίος στάθηκε και προσευχόταν ως προς τον εαυτό του αυτά: “Θεέ, σ’ ευχαριστώ, γιατί δεν είμαι όπως ακριβώς οι υπόλοιποι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και όπως αυτός ο τελώνης. 12 Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, αποδεκατίζω όλα όσα αποχτώ”. 13 Ο τελώνης, όμως, είχε σταθεί από μακριά και δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώσει πάνω στον ουρανό, αλλά χτυπούσε το στήθος του, λέγοντας: «Θεέ, ας είσαι ευμενής σ’ εμένα τον αμαρτωλό». 14 Σας λέω, αυτός ο τελευταίος κατέβηκε δικαιωμένος στον οίκο του παρά εκείνος. Γιατί καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, όποιος όμως ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου