Μετά την ο ομολογία εκ μέρους τους αποστόλου Πέτρου της θεότητος του Χριστού, ο Κύριος μίλησε ξεκάθαρα στους μαθητές του για το επικείμενο πάθος του στα Ιεροσόλυμα. Κατόπιν, αφού στο όρος Θαβώρ επισφράγισε με εμπειρικό και υπερφυσικό τρόπο αυτό που οι μαθητές του είχαν κατανοήσει προηγουμένως διανοητικά, δηλαδή ότι ενώπιόν τους δεν είχαν απλώς έναν άγιο άνθρωπο, αλλά τον Θεό που δημιούργησε τα πάντα, τους μίλησε για δεύτερη φορά για τα πάθη που Τον περιμένουν και ξεκίνησε μαζί τους την πορεία προς τα Ιεροσόλυμα.
Στην οδό προς τα Ιεροσόλυμα οι μαθητές καταλαμβάνονται από φόβο και αγωνία, διότι τους είχε προαναγγείλει ο Κύριος για τα πάθη και τον θάνατο που σύντομα θα γευόταν. Ο Κύριος όμως δεν κάμπτεται από τον φόβο τους και δεν υποχωρεί. Γνωρίζει ότι διά μέσου των παθών και της σταυρώσεως θα έλθει η σωτηρία των ανθρώπων. Ως ο τέλειος μυσταγωγός οδηγεί – «προάγει» τους άριστους μαθητές του στο μυστήριο της σταυρώσεως. Απαντά στους φόβους τους με την Τρίτη σαφή προαναγγελία του πάθους του. Έτσι τους καθιστά φανερό ότι γνωρίζει όλα όσα πρόκειται να συμβούν και ότι εκουσίως πορεύεται προς το πάθος, διότι μόνον έτσι θα έλθει η ανάσταση και η ζωή.
Όμοια με τους αποστόλους, με όσο περισσότερη συνέπεια πορεύεται κάποιος στην στενή και τεθλιμμένη οδό του Ευαγγελίου, τόσο πιο πολύ κατά καιρούς η καρδιά και ο νούς του αισθάνεται την αδυναμία να ακολουθήσει τον Χριστό, και με φόβο βραδύνει τα βήματά του. Ο Χριστός όμως, όσο περισσότερο βλέπει την καρδιά και την θέληση του πιστού παραδομένη σ’ αυτόν, τόσο πιο πολύ, με έναν ανελέητο, κατά τα φαινόμενα, τρόπο, δεν τον τραβάει έξω από την οδό με τις θλίψεις, αλλά, παραμένοντας αοράτως δίπλα του, τον αφήνει να φθάσει μέχρι τα όρια των αντοχών του. Αυτό το κάνει επειδή θέλει να τον μυήσει όσο γίνεται βαθύτερα στο μυστήριο του σταυρού, προκειμένου να τον καταστήσει στην αιωνιότητα κληρονόμο όσο το δυνατόν μεγαλύτερης θεϊκής δόξας.
Μολονότι ο Κύριος επανειλημμένως προειδοποίησε τους μαθητές του για το πάθος του, αυτοί δεν μπορούσαν να αποδεσμευθούν από τις λανθασμένες ερμηνείες των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης. Συνέχεαν την πρώτη με την Δευτέρα παρουσία του Κυρίου. Περίμεναν σε λίγο ο Χριστός, μετά την θλιβερή και σύντομη παρένθεση των ακατανοήτων γι αυτούς παθών του, τα οποία δεν ήθελαν να πολυσκέφτονται, επειδή τους φόβιζαν, να γίνει βασιλιάς στα Ιεροσόλυμα και να υποτάξει όλο τον κόσμο, φέρνοντας στην γη την αιώνια βασιλεία του. Και επειδή ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος έβλεπαν ότι ανήκαν στους προκρίτους μαθητές, πήραν θάρρος και του ζήτησαν να τους τοποθετήσει στα δεξιά και αριστερά του, μόλις γίνει βασιλιάς.
Η απάντηση του Χριστού ήταν άμεση και σαφής: «Ουκ οίδατε τί αιτείσθε», δηλαδή «δεν ξέρετε τί ζητάτε!». Με την φράση αυτή τους δείχνει ότι το όλο σκεπτικό τους ήταν τελείως λάθος και έξω από την πραγματικότητα. Και με απλά λόγια τους εξήγησε ότι εδώ στην γή, αν θέλουν να είναι δίπλα του, οφείλουν να είναι συγκοινωνοί του στο ποτήριο των παθημάτων και στο βάπτισμα των θλίψεων για την σωτηρία του κόσμου. Το ποιός όμως θα είναι πιο κοντά στον Κύριο δεν εξαρτάται από μια μεροληπτική κρίση του Θεού. Ο Κύριος δεν είναι άδικος, ούτε χαρίζεται σε πρόσωπα. Όσο περισσότερο κάποιος σ’ αυτόν τον κόσμο συσταυρωθεί με τον Χριστό και ομοιάσει με αυτόν, τόσο πιο κοντά του θα είναι στην αιωνιότητα. Σ’ αυτόν λοιπόν ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα πάντα πρό καταβολής κόσμου, έχει ετοιμάσει την πιό υψηλή θέση στην Βασιλεία των Ουρανών.
Ένας όντως μέγας άνθρωπος των ημερών μας έγραφε: «Στους πλουσίους και ισχυρούς της γής σπάνια δίδεται η χάρη να ακολουθήσουν τον Βασιλεία Χριστό. Αυτοί κατ’ ουσίαν είναι άξιοι οίκτου και συμπόνοιας για την μοίρα τους στον μέλλοντα αιώνα». Αυτήν την αλήθεια φανέρωσε ο Κύριος στους μαθητές του, με αφορμή το φιλόδοξο αίτημα των δύο από αυτούς. Συγκεκριμένα, τόνισε κατηγορηματικά ότι αληθινά άρχοντας και πρώτος ανάμεσα στους ανθρώπους δεν είναι όποιος έχει κοσμική εξουσία πάνω σε πλήθη άλλων ανθρώπων, αλλά όποιος από αληθινή και αγνή αγάπη θέτει τον εαυτό του πιο κάτω από όλους, όποιος γίνεται διάκονος και δούλος των άλλων και θυσιάζεται ο ίδιος για να ζήσουν οι άλλοι. Όσο ακριβέστερα κάποιος βιώνει αυτήν την πνευματική κατάσταση, τόσο πιο πολύ εξομοιώνεται με τον Κύριο, ο οποίος δεν ήλθε για να διακονηθεί, αλλά για να διακονήσει και να προσφέρει την ζωή του ως λύτρο, ώστε πολλοί άνθρωποι τελικά να βρούν την σωτηρία τους.
Με αυτήν την ταπεινή αγάπη, που θυσιάζεται για όλους, κυβερνά ο Κύριος τα σύμπαντα. Σ’ αυτήν την αγάπη όσο πιο πολύ πλησιάζουμε, γινόμαστε αληθινοί κυβερνήτες των πάντων, κατ’ εικόνα Θεού, οδηγώντας το πλοίο της ιστορίας της ανθρωπότητας, που κλυδωνίζεται από άπειρες θύελλες και τρικυμίες, προς το λιμάνι της αιώνιας Βασιλείας.
Αρχιμ. Π.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου