Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΣ. Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

            Έξω από την πόλη Ναΐν περνούσε ο Χριστός, αγαπητοί αδελφοί. Εκεί συνάντησε τήν κηδεία ενός νέου ανθρώπου. Πολύς κόσμος τον συνόδευε στήν τελευταία του κατοικία. Ήταν το μοναχοπαίδι μιάς χήρας γυναίκας, γι αυτό και η μητέρα του έκλαιγε απελπισμένη. Ο Χριστός τήν πλησίασε και τής είπε να μην  κλαίει. Αγγίζοντας τήν σορό μάλιστα, είπε στόν νεαρό να σηκωθεί. Ο νεανίας σηκώθηκε και άρχισε να μιλάει. Τότε ο Χριστός τον πήρε και όν πρόσφερε στήν μητέρα του. Όλοι οι παρευρισκόμενοι φοβήθηκαν και άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό, λέγοντας ότι επισκέφθηκε τον λαό Του και ομολογώντας τον Χριστό προφήτη τού Θεού ανάμεσά τους.

            Για την φιλοσοφία ο θάνατος είναι ένα φυσικό γεγονός με το οποίο πρέπει να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος. Καλείται να το αντιμετωπίσει κατά το δυνατόν απαθώς. Μπορεί να θυμηθεί κανείς τήν απάθεια με την οποία ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο.
            Τελείως διαφορετική είναι η θεολογία τής Εκκλησίας μας πάνω στόν θάνατο. Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να πεθαίνει. Πλάστηκε για να ζήσει αιώνια. Γι αυτό και σε κανέναν δεν αρέσει ο θάνατος. Η αμαρτία και ο θάνατος υπήρξαν τα αποτελέσματα τής παρακοής τού ανθρώπου απέναντι στό θέλημα τού Θεού. Ο θάνατος λοιπόν, είτε το θέλουμε, είτε όχι, αποτελεί καίριο σημείο προβληματισμού του ανθρώπου κάθε εποχής στό διάβα τής ζωής του. Διότι τί νόημα έχει η ζωή μας, αν αρχίζει με τήν ημερομηνία τής γεννήσεώς μας και τελειώνει με τήν ημερομηνία τού θανάτου μας; Τότε ποιος ο ρόλος τού ανθρώπου πάνω στην γή, όταν οι χαρές και οι λύπες του, η ευτυχία, τα επιτεύγματά του, τα βάσανα και οι στενοχώριες του καταλήγουν σε έναν τάφο; Υπάρχει τότε πιο παράλογο και τραγικό πλάσμα από τον άνθρωπο πάνω στήν γή; Ποιος ο λόγος να άρει τον δίδυμο βαρύτατο ζυγό τού χώρου και τού χρόνου, όσο ζήσει, για να καταλήξει ως «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία» στήν ανυπαρξία;

            Ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών και η ανάστασή του έγινε φάρμακο αναιρετικό τού θανάτου. Σε όσους τον εμπιστεύονται, τούς χάρισε τήν αιώνα ζωή μαζί του, και τήν βασιλεία του μέσα Του στούς αιώνες.
            Θα μπορούσε κανείς να απορήσει λέγοντας ότι ο θάνατος συναντιέται καθημερινά στήν ζωή μας, υπό ποικίλες φρικώδεις και απογοητευτικές μορφές και εκδοχές. Πώς μιλάμε για αναίρεση;
            Πράγματι γεγονός είναι ότι τον συναντούμε καθημερινά. Άλλωστε γνωρίζουμε όλοι ότι κάποια μέρα θα φύγουμε από τήν ζωή. Όσο και να απωθείται στό ασυνείδητο αυτή η πραγματικότητα, η καθημερινότητα τήν φέρνει ολοφάνερα μπροστά μας κάθε στιγμή, έτσι ώστε αν λέγαμε, με ποιητικό τρόπο, ότι η ζωή μας κυλάει «βήμα βήμα προς τό μνήμα» δεν θα είχαμε καθόλου άδικο.
            Όταν όμως ο άνθρωπος γνωρίσει τον Χριστό μέσα στην Εκκλησία, ζωοποιείται και χαίρεται. Η χαρά αυτή δεν είναι αυτού τού κόσμου, αλλά σαν μια πλατύτερη πραγματικότητα συμπληρώνει, νοηματοδοτεί και καταφάσκει όλες τίς χαρές και τίς λύπες μας, μέσα στο παρόν. Αποτελεί τον άξονα νοηματοδότησης τής ζωής μας και τού ανοίγματός της στήν αιωνιότητα. Έτσι, ενώ βρισκόμαστε βουτηγμένοι μέσα στήν καθημερινότητα και τα προβλήματά της, ενώ βλέπουμε τον θάνατο να χτυπάει καθημερινά τίς πόρτες γνωστών, συγγενών και φίλων και συνειδητοποιούμε τό αναπόφευκτό του, δεν μας κυριεύει η αγωνία του. Ξέρουμε ότι εκεί που θα κατέβει ο καθένας μας μετά πό λίγο ή πολύ χρόνο, στόν τάφο δηλαδή, κατέβηκε ο Χριστός πριν από μας για μας. Ανιστάμενος, άδειασε τα μνήματα, χαρίζοντας στους κεκοιμημένους τήν ζωή. Απονεύρωσε τον θάνατο, βγάζοντας το φαρμακερό κεντρί του και τον μετέτρεψε σε ύπνο. Έτσι, οι Ορθόδοξοι δεν μιλάμε για νεκροταφεία, αλλά για κοιμητήρια.

            Μας κάνει εντύπωση στο σημερινό Ευαγγέλιο τό ότι ο Χριστός, πλησιάζοντας τήν χήρα γυναίκα τής λέει να μην κλαίει. Είναι φυσικό όμως να κλαίει ο άνθρωπος όταν αντιμετωπίζει τον θάνατο προσφιλούς του προσώπου. Άλλωστε ο ίδιος ο Χριστός δάκρυσε όταν κοιμήθηκε ο φίλος Του ο Λάζαρος και έβλεπε τον πόνο τών αδελφών, φίλων και γνωστών του.
            Εδώ όμως γίνεται λόγος για κάποιο άλλο είδος θρήνου: αυτού που συνοδεύει ή προκαλεί τήν απελπισία. Όταν η απελπισία αγγίζει τήν καρδιά του ανθρώπου, τότε το πονηρό πνεύμα αρχίζει να εισχωρεί προσπαθώντας να κυριεύσει τήν ψυχή. Τότε χρειάζεται έντονη και έμπονη προσευχή για να εκδιωχθεί από τήν καρδιά αυτή η αίσθηση που δεν είναι κατά Θεόν, ούτε αποτελεί ένδειξη πραγματικής αγάπης για τον εκλιπόντα. Απεναντίας κρύβει ένα λεπτό πνεύμα υπερηφάνειας, έναν λεπτό εγωισμό, μια κατάσταση ευθιξίας και «αδικίας» από τον Θεό. Σε αυτήν τήν περίπτωση πρέπει ο απελπισμένος να καταλάβει δύο πράγματα: πρώτον, ότι ο Θεός μάς καλεί τήν πιο κατάλληλη για μας ώρα κοντά Του και δεύτερον ότι αν ο άνθρωπός μας βρίσκεται καλύτερα εκεί, δεν έχουμε δικαίωμα να τον «γυρεύουμε» εδώ μαζί μας, ακόμη κι αν δεν περνάει καλά!

Αρχιμ. Ε.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: