α΄. Ὁ Μάρκος λέει
ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ μπῆ στὸ σπίτι ἀπαρατήρητος Καὶ γιατί πήγαινε πάντα στὰ μέρη αὐτὰ; ἀφοῦ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ φροντίδα τῆς τροφῆς, προχωρῶντας ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ στὰ ἔθνη. Ἔτσι κι ὁ Πέτρος ὅταν ἔλαβε διαταγὴ νὰ καταργήση αὐτὸ τὸ νόμο στέλεται στὸν Κορνήλιο. Πῶς λοιπὸν ἐνῶ παραγγέλλει
στοὺς μαθητάς του· Μὴν πάρετε τὸν δρόμο τῶν εἰδωλολατρῶν, δέχται αὐτὴ τὴ γυναῖκα; Πρῶτα θὰ μπορούσαμε
νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος σὲ ὅ,τι πρόσταζε
τοῦς μαθητάς του. Κι ἔπειτα ὅτι δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κηρύξη ὅπως ὑπαινίσσεται
κι ὁ...
Μᾶρκος λέγοντας ὅτι κρύφτηκε ἀλλὰ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητος.
Μᾶρκος λέγοντας ὅτι κρύφτηκε ἀλλὰ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητος.
Ὅπως ἦταν σύμφωνο
μὲ τὰ πράγματα νὰ μὴν τρέξη σ’ αὐτοὺς πρῶτα, ἔτσι ἦταν καὶ τῆς φιλανθρωπίας του ἀνάξιο νὰ διώξη αὐτοῦς ποὺ τὸν πλησίαζαν.
Ἄφοῦ ἔπρεπε νὰ κυνηγήση αὐτοὺς ποὺ ἔφευγαν πολὺ περισσότερο δὲν ἔπρεπε νὰ ἀποφεύγη αὐτοὺς ποὺ τὸν κυνηγοῦσαν.
Προσέξετε πόσο ἡ γυναῖκα ἄξιζε γιὰ κάθε καλωσύνη. Δὲν ἐτόλμησε νὰ ἔρθη στὰ Ἱεροσόλυμα,
γιατὶ φοβόταν καὶ θεωροῦσε ἀνάξιο τὸν ἑαυτό της. Ὅτι κι ἄν δὲν ἦταν ἔτσι θὰ ἔφτανε κι ἐκεῖ φαίνεται κι
ἀπὸ τὴν τωρινὴ ἐπιμονή της
κι ἀπ’ τὸ ὅτι βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχή τους.
Μερικοὶ ἐφαρμόζοντας ἀλληγορικὴ ἐξήγηση ὑποστηρίζουν ὅτι ὅταν βγῆκε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Ἰουδαία τότε τόλμησε νὰ τὸν πλησιάση ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ βγῆκε κι αὐτὴ ἀπὸ τὴ δική της περιοχή. Ξέχασε λέει ὁ θεῖος λόγος, τὸ λαό σου καὶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου.
Γιατὶ κι ὁ Χριστὸς βγῆκε ἀπὸ τὴν περιοχὴ του καὶ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν δική της
περιοχή· Κι ἔτσι μπόρεσαν νὰ συναντηθοῦν. Νὰ μιὰ Χαναναία, λέει, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν περιοχή της. Κατηγορεῖ τὴ γυναὶκα ὁ Εὐαγγελιστής γιὰ νὰ φανερώση τὸ θαῦμα καὶ νὰ τὴν ἐξυψώση
περισσότερο. Ἄν ἀκούσης Χαναναία, φέρε στὸ νοῦ σου τὰ παράνομα ἐκεῖνα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἀνέτρεψαν ἀπὸ τὸ θεμέλιο τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Κι ἔπειτα ἀναλογίσου καὶ τὴ δύναμη τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ἐκδιωχθῆ, γιὰ νὰ μὴ διαφθείρουν
τοὺς Ἰουδαίους, φάνηκαν τόσο πιὸ κατάλληλοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὥστε κι ἀπὸ τὴ χώρα τους βγῆκαν καὶ τὸ Χριστὸ πλησίασαν, ἐνῶ ἐκεῖνοι κι ἄς πήγαινε κοντά τους τὸν ἀπόδιωχναν.
Πλησίασε λοιπὸν καὶ τίποτ’ ἄλλο δὲν λέει παρὰ ἐλέησέ με καὶ κόσμο πολὺ μαζεύει γύρω της μὲ τὶς κραυγὲς της. Τὸ θέαμα προκαλοῦσε τόσο ἀλήθεια τὸν οἶχτο· μιὰ γυναῖκα νὰ κραυγάζη τόσο πονεμένα, μιὰ μητέρα νὰ παρακαλῆ γιὰ τὴ θυγατέρα της ποὺ ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση.
Οὔτε ποὺ τόλμησε νὰ φέρη τὴ δαιμονισμένη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Δασκάλου. Τὴν ἀφήνει
πλαγιασμένη στὸ σπίτι καὶ κάμει ἐκείνη τὶς παρακλήσεις της. Ἀναφέρει μόνο τὴν ἀρρώστεια καὶ δὲν προσθέτει
τίποτ’ ἄλλο. Οὔτε τραβᾶ τὸ γιατρὸ στὸ σπίτι της, ὅπως ὁ παλατιανὸς ἐκεῖνος ποὺ ἔλεγε· Ἔλα καὶ βάλε ἐπάνω του τό
χέρι σου, καὶ κατέβα πρὶν πεθάνη τὸ παιδὶ μου. Ἀλλὰ κι ἀφοῦ διηγήθηκε τὴ συμφορὰ της καὶ τὴν ἔνταση τῆς ἀρρώστειας,
προβάλλει τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου καὶ φωνάζει δυνατά. Καὶ δὲν λέει
Σπλαχνίσου τὴ θυγατέρα μου ἀλλὰ Σπλαχνίσου
με. Ἐκείνη δὲν αἰσθάνεται τὴ νόσο της ἐγὼ εἶμαι ποὺ πάσχω μύρια
δεινά, γιατὶ εἶμαι ἄρρωστη καὶ τὸ νιώθω,
μανιακή, καί τὸ γνωρίζω. Ἐκεῖνος δὲν τῆς ἔδωσε ἀπάντηση.
Γιατὶ αὐτὸ τὸ πρωτοφανέρωτο καὶ παράδοξο; Τοὺς Ἰουδαίους, ἀγνωμοῦν καὶ τοὺς φέρνει
κοντά του, τὸν βλασφημοῦν καὶ τοὺς παρακαλεῖ, τὸν πειράζουν
καὶ τοὺς ἀφήνει. Δὲν θεωρεῖ ὅμως ἄξια οὔτε γι’ ἀπάντηση αὐτὴν ποὺ ἔρχεται
τρέχοντας κοντά του καὶ παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει καὶ δείχνει τόση εὐλάβεια ἐνῶ δὲν ἔχει
μεγαλώσει μὲ τὴ συντροφιὰ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν.
Ποιὸν δὲ θὰ ἐσκανδάλιζε αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ποὺ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὴν φήμη; Εἶχαν ἀκούσει ὅτι περιώδευε στὰ χωριὰ καὶ σκορποῦσε τὶς θεραπεῖες του αὐτὴν ὅμως τὴν ἀποκρούει ἐνῶ εἶχε ἔρθει ἡ ἴδια. Καὶ ποιὸν δὲ θὰ συγκινοῦσε ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ παράκληση,
ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ θυγατέρα
της ποὺ ἦταν σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση; Δὲν εἶχε ἔρθει ἐπειδὴ ἦταν ἄξια, οὔτε ἐπειδὴ ζητοῦσε κάποια ὀφειλή. Εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς δείξουν ἀγάπη καὶ παρουσιάζει τὴν τραγικὴ συμφορά της. Κι ὅμως δὲν τὴν κάνουν ἄξια οὔτε γι’ ἀπάντηση. Ἴσως πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἄκουαν
σκανδαλίστηκαν. Δὲν σκανδαλίστηκε ὅμως ἐκείνη.
Τί λέγω ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἄκουαν; Νομίζω ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταί του
θὰ ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τὴ συμφορὰ τῆς γυναίκας,
θὰ ταράχτηκαν καὶ θὰ λυπήθηκαν.
Καὶ μὲ ὅλη τὴν ταραχή τους ὅμως δὲν ἐτόλμησαν νὰ ποῦν, Κάμε της
τὴ χάρη. Ἀλλὰ πῆγαν κοντά του καὶ τὸν παρακαλοῦσαν, Ἐλευθέρωσέ
τήν γιατὶ φωνάζει πίσω μας. Κι ἐμεῖς ὅταν θέλωμε νὰ πείσωμε κάποιον, πολλὲς φορὲς λέμε τ’ ἀντίθετα. Κι ὁ Χριστὸς ἀπάντησε, Ἡ ἀποστολὴ μου δὲν ἔγινε παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους.
β΄. Κι ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ ἡ γυναῖκα σώπασε κι
ἀποσύρθηκε κι ἐγκατάλειψε τὴν προθυμία της; Καθόλου· ἔγινε πιὸ ἐπιθετική. Δὲν κάνομε ἐμεῖς ἔτσι. Ὅταν δὲν ἐπιτύχωμε, ἀπομακρυνόμαστε, ἐνῶ πρέπει γι’
αὐτὸ νὰ γίνωμε πιὸ ἀπαιτητικοί.
Καὶ ποιὸν δὲ θὰ ἔρριχνε στὴν ἀπελπισία αὐτὸς ὁ λόγος; Ἦταν κι ἡ σιγὴ του ἀρκετὴ νὰ τὴν ὁδηγήση στὴν ἀπόγνωση· ἡ ἀπόκριση
προχωροῦσε πολὺ περισσότερο. Νὰ διαπιστώση ὅτι μαζί της εἶχαν ἀποστομωθῆ κι οἱ συνήγοροί
της καὶ ν’ ἀκούση ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶχε καταλήξει σ’ ἀδιέξοδο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τὴ ρίξη σὲ ἀπέραντη ἀμηχανία.
Ἡ γυναῖκα ὅμως δὲν ἀφοπλιζόταν. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι οἱ προστάτες
της δὲν εἶχαν καμμιὰ δύναμη, ἔδειξε ὡραία ἀναισχυντία. Πρὶν ἀπ’ αὐτὸ μήτε στὰ μάτια τους νὰ φανῆ δὲν τολμοῦσε. Φωνάζει πίσω μας, λένε. Κι ὅταν ἦταν φυσικὸ νὰ πάη ἀκόμα πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀμηχανία,
τότε πλησιάζει περισσότερο καὶ πέφτει στὰ πόδια του. Κύριε, βοήθησέ με. Πῶς αὐτὸ, γυναῖκα; Ἔχεις μεγαλύτερο θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους;
Μεγαλύτερη δύναμη; Θάρρος καὶ δύναμη
καθόλου βέβαια δὲν ἔχω κι ἀπὸ ντροπὴ εἶμαι γεμάτη. Ἀλλὰ αὐτὴν τὴν ἀναισχυντία τὴ χρησιμοποιῶ σὰν
προπέτασμα· θὰ σεβαστῆ τὸ θάρρος μου.
Τὶ σημαίνει αὐτό; Δὲν τὸν ἄκουσε νὰ λέη ὅτι Ἡ ἀποστολή μου
δὲν ἔγινε παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους; Τὸν ἄκουσα, ἀπαντᾶ. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος. Γι’
αὐτὸ καὶ δὲν τοῦ ἔλεγε, Παρακάλεσε καὶ προσευχήσου, ἀλλὰ Βοήθησέ με.
Κι ὁ Χριστός; Οὔτε μ’ αὐτὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε
παρὰ ἐπιτείνει τὴν ἀμηχανία της
λέγοντας πάλι. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ πάρης τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὸ δώσης στοὺς σκύλους.
Κι ὅταν τὴν ἔκαμε ἄξια νὰ τῆς μιλήση, τότε χειρότερα τὴν ἐπείραξε ἀπὸ ὅ,τι μὲ τὴ σιγή. Δὲν μεταφέρει πιὰ σ’ ἄλλον τὴν αἰτία οὔτε λέει «ἡ ἀποστολή μου ἔγινε». Ὅσο ἐντείνει αὐτὴ τὴν παράκλησή της, τόσο δυναμώνει κι αὐτὸς τὴν ἄρνησή του.
Καὶ δὲν τοὺς ἀποκαλεῖ πιὰ πρόβατα παρὰ παιδιὰ καὶ κείνην σκυλί.
Μὰ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς λέξεις του συναρμολογεῖ τὴν ὑπεράσπισή της.
Ἄν εἶμαι σκυλί, δὲν εἶμαι ξένη.
Δίκαια ἔλεγε ὁ Χριστός, Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο γιὰ νὰ γίνη
ξεχώρισμα. Κι ἡ γυναῖκα φιλοσοφεῖ καὶ δείχνει
κάθε καρτερία καὶ πίστη καὶ μάλιστα ἐνῶ δέχεται
προσβολές. Ἐνῶ ἐκεῖνοι μ’ ὅλο ποὺ τοὺς γίνονται θεραπεῖες καὶ τιμὲς πληρώνουν μὲ τὰ ἀντίθετα. Ξέρω κι ἐγὼ πῶς εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τροφὴ στὰ παιδιά· αὐτὸ ὅμως δὲν μ’ ἐμποδίζει ἐμένα, ἄν εἶμαι σκυλί. Ἄν δὲν εἶναι δίκαιο νὰ πάρω, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἔχω μερίδιο οὔτε στὰ ψίλουλα; Ἄν ὅμως πρέπει νὰ ἔχω μερίδιο ἄς εἶναι καὶ μικρὸ, δὲν ἐμποδίζομαι
κι ἄν εἶμαι σκυλί. Ἀλλὰ κι ἔτσι ἔχω
μεγαλύτερο μέρος, ἄν εἶμαι σκυλί. Γι’ αὐτὸ ἀνέβαλλε ὁ Χριστός· ἤξερε ὅτι θὰ μιλοῦσε ἔτσι καὶ γι’ αὐτὸ ἀρνιόταν τὴ δωρεά· γιὰ νὰ δείξη τὴν πίστη της. Ἄν δὲν ἦταν νὰ τῆς δώση, δὲ θὰ τῆς ἔδιδε κι ὕστερ’ ἀπ’ αὐτό· οὔτε θὰ τὴν ἀποστόμωνε πάλι. Ὅπως εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο, Ἐγὼ θαρθῶ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω,
γιὰ νὰ μάθωμε τὴν εὐλάβειά του
καὶ νὰ τὸν ἀκούσωμε νὰ λέη,
Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπῆς στὸ σπίτι μου. Ὅπως ἔκαμε στὴν αἱμορροῦσα ποὺ τῆς λέει, ἐγὼ ἔνιωσα νὰ φεύγη ἀπὸ μένα κάποια
δύναμη, γιὰ νά κάμη τὴν πίστη της καταφάνερη. Κι ὅ,τι κάμει μὲ τὴ
Σαμαρείτισσα, γιὰ νὰ δείξη πὼς καὶ μὲ τὸν ἔλεγχο ποὺ τῆς γίνεται δὲν ἀπομακρύνεται.
Τὰ ἴδια κάμει κι ἐδῶ.. Δὲν ἤθλε νὰ μείνη κρυφὴ τόση ἀρετὴ τῆς γυναίκας. Ὥστε δὲν ἤθελε νὰ προσβάλη μὲ τοὺς λόγους του
ἀλλὰ νὰ προκαλέση
καὶ τὸν κρυμμένο θηρσαυρὂ νὰ φανερώση.
Σεῖς ὅμως μαζὶ μὲ τὴν πίστη προσέξετε καὶ τὴν
ταπεινοφροσύνη. Ἐκεῖνος ἀποκάλεσε
παιδιά, τοὺς Ἰουδαίους. Αὐτὴ δὲ περιωρίσθηκε σ’ αὐτὸ ἀλλὰ τοὺς χαρακτηρίζει Κυρίους. Τόσο πολὺ δὲν τὴν πείραξαν οἱ ἔπαινοι γιὰ τοὺς ἄλλους. Τὰ σκυλιὰ παρατηρεῖ τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ Κυρίου τους. Εἵδατε τὴ φρόνηση τῆς γυναίκας; Μήτε ἀντίρρηση δὲν τόλμησε νὰ φέρη, οὔτε τὴν πείραξαν οἱ ἔπαινοι γιὰ τοὺς ἄλλους, οὔτε ἀγανάκτησε μὲ τὴν προσβολή.
Βλέπετε εὐψυχία; Αὐτὸς ἔλεγε δὲν εἶναι καλό. Ναί, Κύριε, ἔλεγε ἐκείνη. Αὐτὸς τοὺς ἔλεγε παιδιά,
κι ἐκείνη Κυρίους. Αὑτὸς ἀνέφερε τὸ ὄνομα τοῦ σκυλιοῦ ἐκείνη
πρόσθεσε καὶ τὸ ἔργο του. Εἴδατε τὴν
ταπεινοφροσύνη της; Ἀκοῦστε καὶ τὰ μεγάλα λόγια τῶν Ἰουδαίων. Εἴμαστε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κανενὸς δὲν ἐγίναμε δοῦλοι ὡς τώρα. Καί,
ἔχομε γεννηθῆ ἀπὸ τὸ Θεό.
Αὐτὴ ἀντίθετα αὐτοαποκαλεῖται σκυλὶ κι ἐκείνους τοὺς λέει κυρίους· καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε παιδί.
Κι ὁ Χριστὸς τῆς λέει· Γυναῖκα, μεγάλη ἡ πίστη σου. Γι’ αὐτὸ ἔκαμε τὴν ἀναβολὴ, γιὰ νὰ φωνάξη αὐτὸ τὸ λόγο, γιὰ νὰ στεφανώση τὴ γυναῖκα. Ἄς γίνη ὅπως θέλεις. Ὁ λόγος του τοῦτο σημαίνει. Ἡ πίστις σου μπορεῖ καὶ μεγαλύτερα
νὰ κατορθώση ἀλλὰ ἄς γίνη ὅπως θέλεις. Ἡ φράση αὐτὴ συγγενεύει
μὲ τὴ φράση ποὺ ἔλεγε. Ἄς γίνη ὁ οὐρανός, καὶ ἔγινε. Καὶ θεραπεύτηκε ἡ κόρη της ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη. Εἴδατε πὼς δὲν βοήθησε κι ἐκείνη λίγο στὴ θεραπεία τῆς κόρης; Γι’ αὐτὸ δὲν εἶπε ὁ Χριστὸς· Ἄς θεραπευτῆ ἡ κόρη σου· ἀλλὰ Μεγάλη ἡ πίστη σου, ἄς γίνη ὅπως θέλεις. Γιὰ νὰ μάθωμε ὅτι δὲν ἦσαν λόγοι τυχαῖοι καὶ λόγοι
κολακείας ἀλλὰ ὅτι εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη τῆς πίστης. Τὸν ἀκριβῆ ἔλεγχο καὶ τὴν ἀπόδειξη ἄφησε στὴν ἔκβαση τὼν πραγμάτων. Θεραπεύτηκε ἀμέσως τὸ κοριστάκι.
Η μεταφορά στην Δημοτική είναι από
το βιβλίο του Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου "Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον" Τόμος
Δεύτερος Ἀθῆναι 1969 σελ.312-324
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου