Αὐτός, ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας, καὶ ὄχι ἕνας ἄνθρωπος, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶναι (ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς)
Πῶς αἰσθάνεται ὁ ὀρθόδοξος ἐνώπιον τοῦ Προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ; Ὅλος παναμαρτωλός: αὐτὸ εἶναι τὸ αἴσθημά του, ἡ στάση του, ὁ τρόπος του, ὁ νοῦς του, ὁ λόγος του, ή συνείδησή του, ἡ ἐξομολόγηση του, αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁλόκληρος.
Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς προσωπικῆς παναμαρτωλότητος ἐνώπιον τοῦ Γλυκυτάτου Κυρίου εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς του καὶ ἡ καρδιὰ τῆς καρδιᾶς του. Ρίξτε ἕνα βλέμμα στὶς εὐχὲς μετανοίας, τίς ωδές, τὰ τροπάρια, τὰ στιχηρὰ τῆς Δευτέρας καὶ τῆς Τρίτης, ἔστω, στὴν Παρακλητική, καὶ ἀμέσως θὰ διαπιστώσετε ὅτι τὸ αἴσθημα αὐτὸ ἀποτελεῖ ἱερὸ χρέος καὶ προσευχητική πραγματικότητα παντὸς ὀρθοδόξου χριστιανοῦ ἀνεξαιρέτως. Σ’ αὐτὸ προπορεύονται καὶ μᾶς ὁδηγοῦν πάντοτε οἱ ἀθάνατοι παιδαγωγοί μας, οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἂς θυμηθούμε τουλάχιστον δύο ἀπὸ αὐτούς: τὸν Ἅγιο Ι. τον Δαμασκηνό καὶ τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο. Ἡ ἁγιότητά τους εἶναι ἀναμφιβόλως χερουβική· ή προσευχή τους ἀσφαλῶς σεραφική· ἐντούτοις, οἱ ἴδιοι ἔχουν μιὰ πλήρη ἐπίγνωση τῆς προσωπικής τους παναμαρτωλότητας καὶ συγχρόνως μιὰ βαθύτατη διάθεση μετανοίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ βιωματικὴ ἀντινομία τῆς ὀρθοδόξου εὐαγγελικῆς, ἀποστολικῆς πίστης μας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης μας μέσα στὴν πίστη αὐτή.
Ὁ «ἀλάθητος» ἄνθρωπος καὶ ἀπέναντί του ὁ «παναμαρτωλός» ἄνθρωπος· ἡ ταπεινοφροσύνη ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἡ ὑψηλοφροσύνη ἀπὸ τὸ ἄλλο. Τὸ ἀπαράμιλλο ἀηδόνι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, εὐαγγελίζεται: «Θεμέλιός ἐστι τῆς καθ’ ἡμᾶς φιλοσοφίας ἡ ταπεινοφροσύνη». Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς φιλοσοφίας μας γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸν κόσμο, γιὰ τὸν χρόνο καὶ τὴν αἰωνιότητα, περὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ θεμέλιο παντὸς οὑμανισμοῦ, ἀκόμη κι ἐκείνου τοῦ ἀναχθέντος σὲ δόγμα, εἶναι ἡ ὑψηλοφροσύνη, ἡ πίστη στὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου, στὸν νοῦ καὶ τὴν λογική του.
Ἡ ὑψηλοφροσύνη μετέτρεψε σὲ διάβολο ἀκόμη καὶ τὸν ἀκτινοβολοῦντα Ἑωσφόρο. Ἡ ὑψηλοφροσύνη εἶναι ἡ ἀνίατος νόσος τοῦ νοῦ τοῦ διαβόλου. Εντός της βρίσκονται καὶ ἀπὸ αὐτὴν πηγάζουν ὅλα τὰ λοιπὰ διαβολικὰ κακά. Ἐνῶ ἡ ταπεινοφροσύνη μᾶς διδάσκει νὰ ἀναθέτουμε τὴν ἐλπίδα μας καὶ νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν ἅγιο, καθολικό, θεανθρώπινο νοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν «νοῦν Χριστοῦ». «Ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν». Ἐμεῖς ἐντὸς τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὀρθοδόξου Εκκλησίας, στὴν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν: καὶ ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ δικαιοσύνη καὶ ὁ χρόνος καὶ ἡ αἰωνιότητα ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς διὰ τῆς πίστεως σὲ Αὐτὸν καὶ τῆς ἐν Αὐτῷ ζωῆς. Διότι «τὰ πάντα δι᾿ Αὐτοῦ καὶ εἰς Αὐτὸν ἔκτισται· καὶ Αὐτός ἐστιν πρὸ πάντων καὶ τὰ πάντα ἐν Αὐτῷ συνέστηκε· καὶ Αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν Αὐτὸς πρωτεύων». Αὐτός, ὁ Θεάνθρωπος καὶ ὄχι ἕνας ἄνθρωπος, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶναι.
Ταπεινῶς ζητῶ συγγνώμην, διότι καὶ ἐγὼ ὁ παναμαρτωλός, ὄντως παναμαρτωλός, ἐτόλμησα νὰ ψελλίσω αὐτὲς τὶς λίγες λέξεις περὶ τῆς Β’ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ. Ἔπραξα δὲ τοῦτο «καθ’ ὑπακοήν». Τοῦτο ἐζητήθη ἀπὸ μένα τὸν μηδαμινὸ καὶ παναμαρτωλό. Ἐξετέλεσα τὴν ὑπακοὴ εἰλικρινῶς, εὐσυνειδήτως, μὲ συνοχὴ καρδίας καὶ στεναγμούς, ἐρειδόμενος στὴν ὑποστήριξη τοῦ ἁγίου πρωτοκορυφαίου Αποστόλου.
Ἂν δὲ κάποιος, διαβάζοντας τις γραμμές αὐτές, αἰσθανθεῖ τὸν ἑαυτό του θιγόμενο, ἂς μὲ συγχωρέσει, διότι λόγῳ τῆς παναμαρτωλότητός μου δὲν μπόρεσα νὰ διατυπώσω καλύτερα τὴν ἀλήθεια περὶ τῆς Παναληθείας. Καὶ ἂς ἱκετεύσει τὸν Γλυκύτατο Κύριο Ἰησοῦ, τὸν πάντοτε φιλεύσπλαγχνο καὶ πολυεύσπλαγχνο γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ μετανοοῦντα, νὰ συγχωρέσει καὶ σὲ μένα τὸν παναμαρτωλὸ τὶς νέες μου καὶ τὶς νεώτερές μου ἁμαρτίες. Διότι πιστεύω, ἐξ ὅλης καρδίας πιστεύω, ὅτι «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου», ἀκόμη καὶ γιὰ ἕναν παναμαρτωλό, ὅπως εἶμαι ἐγώ, σὲ ὅλο τὸ εἶναι μου.
Άνθρωπος και Θεάνθρωπος σ. 146-148, Μετάφραση Αθανασίου Γιέφτιτς, εκδόσεις Ι.Μ. Βατοπαιδίου – Δεκ. 2020
Αντιγραφή orthopraxia.gr
Σελίδα πηγής ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου