του Δημήτρη Καλαντζή.
«Σκεφτείτε ένα κτίριο με μερικά σπασμένα παράθυρα. Εάν τα παράθυρα δεν επισκευαστούν σύντομα, οι βάνδαλοι θα σπάσουν μερικά ακόμη. Και καθώς θα περνά ο καιρός χωρίς να επισκευάζονται, θα σπάσουν και την πόρτα. Κι σύντομα το κτίριο θα γίνει στέκι ομάδων. Που θα βάζουν φωτιές και θα προχωρούν σε κάθε δράση που απαγορεύεται σε οποιοδήποτε άλλο κτίριο με γερά παράθυρα…
»Ή σκεφτείτε ένα πεζοδρόμιο το οποίο δεν καθαρίζεται. Στην αρχή θα μαζευτούν λίγα αποτσίγαρα και χαρτάκια. Στη συνέχεια θα μαζευτούν μεγαλύτερα σκουπίδια. Κι αν δεν το καθαρίσει κάποιος, θα γίνει μία μικρή χωματερή, όπου οι καθένας θα πετά ό,τι δεν χρειάζεται. Σύντομα και τα αυτοκίνητα που παρκάρουν κοντά σε αυτό το πεζοδρόμιο, θα αντιμετωπίζονται ως σκουπίδια που μπορεί οποιοσδήποτε να σπάσει και να κλέψει… Η «χωματερή» όλο και θα μεγαλώνει μέχρι που όλη η γειτονιά θα γίνει αποκρουστική… Κι όλα αυτά επειδή ένα πεζοδρόμιο δεν καθαριζόταν συστηματικά…»
Σε αυτά τα δύο παραδείγματα συμπυκνώνεται η θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» που παρουσιάστηκε το 1982 από τον καθηγητή κοινωνιολογίας του Harvard, James Q. Wilson και τον καθηγητή εγκληματολογίας του πανεπιστημίου του Newark, George L. Kelling. Πρόκειται για μία θεωρία που άλλαξε τον τρόπο σκέψης για την αντιμετώπιση των βανδαλισμών σε όλον τον κόσμο.
Είχε προηγηθεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κοινωνικό πείραμα από τον καθηγητή ψυχολογίας του Stanford, Philip Zimbardo. H ομάδα του καθηγητή είχε τοποθετήσει δύο σπορ αυτοκίνητα χωρίς κουκούλα και πινακίδες κυκλοφορίας σε γειτονίες με τελείως διαφορετικές συνθέσεις πολιτών. Ένα αυτοκίνητο στο φτωχό και με μεγάλους δείκτες εγκληματικότητας Bronx και ένα στο πολυτελές και με χαμηλούς δείκτες εγκληματικότητας Palo Alto της Καλιφόρνιας.
Το αυτοκίνητο στο Bronx, λίγα λεπτά μετά την εγκατάλειψή του, δέχτηκε τις πρώτες επιθέσεις από κατοίκους που του αφαίρεσαν τη μπαταρία και το ψυγείο (μάλιστα οι συνεργάτες του Zimbardo που παρακολουθούσαν από απόσταση, εντυπωσιάστηκαν από το γεγονός ότι οι πρώτοι «βάνδαλοι» ήταν ένα ζευγάρι λευκών με το μικρό παιδί τους). Σε 24 ώρες κάθε τι αξίας είχε αφαιρεθεί από το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο. Το επόμενο 24ώρο το αυτοκίνητο είχε γίνει στόχος εκτόνωσης κάθε βίαιης διάθεσης των περαστικών και μέσα σε μία εβδομάδα το παραμορφωμένο κουφάρι του είχε γίνει τόπος για να παίζουν τα παιδιά.
Το άλλο αυτοκίνητο στο πολυτελές Palo Alto, πέρασε μία εβδομάδα και, παρόλο που ήταν ανοιχτό και δεν είχε πινακίδες, έμεινε άθικτο. Ο καθηγητής Zimbardo τότε αποφάσισε να προκαλέσει ο ίδιος τον πρώτο βανδαλισμό, σπάζοντας ένα παράθυρο με σφυρί και τότε διαπίστωσε ότι σύντομα άρχισαν και οι «ευυπόληπτοι» πολίτες του Palo Alto να εκτονώνουν την οργή τους πάνω στο αυτοκίνητο που είχε υποστεί τον πρώτο βανδαλισμό.
Το αποτέλεσμα του κοινωνικού πειράματος ήταν αποκαλυπτικό. Όταν γίνεται η αρχή ενός βανδαλισμού και δεν επιδιορθώνεται, τότε η συνέχεια είναι μονόδρομος: είτε πρόκειται για υποβαθμισμένη περιοχή, είτε για πλούσια, η αντικοινωνική δράση θα βρει μιμητές και οι βανδαλισμοί θα συνεχίζονται μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή.
Η θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» προκάλεσε τεράστιες συζητήσεις στην Αμερική και δίχασε δημοκρατικούς και συντηρητικούς. Και οι δύο πολιτικές κατευθύνσεις αποδέχτηκαν μεν την ορθότητά της σε επιστημονικό επίπεδο, αλλά οι δημοκρατικοί υποστήριξαν ότι για την αντιμετώπιση των βανδαλισμών θα έπρεπε να υπάρχει ενίσχυση των τοπικών αρχών για να αποκαθιστούν αμέσως τους βανδαλισμούς πριν γίνουν «καθεστώς» και βρουν μιμητές, ενώ οι συντηρητικοί υποστήριξαν την αλλαγή της νομοθεσίας με εξαιρετικά αυστηρές ποινές ακόμα και για τις μικρής κλίμακας ζημιές με αύξηση των εξουσιών της αστυνομίας (η θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» εξελίχθηκε από τους συντηρητικούς στο δόγμα της «μηδενικής ανοχής» που εφάρμοσε ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Τζουλιάνι).
Χωρίς αμφιβολία, η αντιμετώπιση των βανδαλισμών σε μία κοινωνία που δεν θέλει να αστυνομοκρατείται, απαιτεί αρκετά χρήματα, καλά αντανακλαστικά από τις τοπικές αρχές και εγρήγορση από τους ίδιους τους πολίτες που θα πρέπει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες.
Το σπασμένο παγκάκι θα πρέπει να επιδιορθώνεται αμέσως, τα κατεστραμμένα δέντρα να αντικαθίστανται, τα λεηλατημένα αυτοκίνητα να αποσύρονται και τα αγάλματα να αποκαθίστανται πριν η βανδαλισμένη εικόνα τους γίνει συνήθεια στους πολίτες, «καθεστώς» στην συλλογική συνείδηση.
Στην Λ.Αλεξάνδρας υπάρχει ένα κτίριο του οποίου οι διαχειριστές ξοδεύουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για να σβήνουν τις μουτζούρες και τα συνθήματα που γράφονται στους τοίχους του. Στην αρχή έπρεπε να προχωρούν σε βάψιμο των τοίχων σχεδόν καθημερινά. Με τον καιρό όμως αυτή η ανάγκη έγινε εβδομαδιαία, μηνιαία και τώρα εκδηλώνεται ακόμα πιο αραιά.
Τι πέτυχαν με αυτή την «επένδυση» σε χρήματα και εργασία; Να μη δίνουν την ευχαρίστηση στους βάνδαλους να απολαμβάνουν τη «δουλειά» τους.
Από τη στιγμή που οι βάνδαλοι κατάλαβαν ότι την επόμενη ημέρα το «έργο» τους θα είχε σβηστεί, σταμάτησαν (ή αραίωσαν) τις επιθέσεις. Συνειδητοποίησαν ότι στο συγκεκριμένο κτίριο ματαιοπονούν.
Το παράδειγμα βέβαια είναι πολύ δύσκολο να ακολουθηθεί από κάθε πολυκατοικία της Αθήνας.
Ο μέσος πολίτης του κέντρου της Αθήνας δυσκολεύεται να πληρώσει τα κοινόχρηστα για τη θέρμανσή του, πόσο μάλλον να υποβληθεί στη δαπάνη αποκατάστασης των βανδαλισμών.
Μπροστά όμως στην πλήρη απροθυμία (αν όχι ανικανότητα) της πολιτείας να αναλάβει τις ευθύνες της για την αποκατάσταση του αστικού περιβάλλοντος και να σταματήσει να ενθαρρύνει με τη στάση της τους βανδαλισμούς, ίσως θα πρέπει να αναλάβουμε δράση οι ίδιοι οι πολίτες.
Με συλλογικές πρωτοβουλίες, προσωπική εργασία και διάθεση να υπερασπιστούμε τον δημόσιο χώρο που φιλοξενεί τις ζωές μας. Μπορούμε να επισκευάσουμε έστω και λίγα από τα… «σπασμένα παράθυρα».
https://www.postmodern.gr/i-theoria-ton-spasmenon-parathyron-gia-tin-antimetopisi-ton-vandalismon/